Ατελής καύση
ΤΗΣ ΒΕΝΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Την πήρα τηλέφωνο. Ηθελα να το κάνω από τότε που πέθανε το κοριτσάκι στη Θεσσαλονίκη από αναθυμιάσεις μαγκαλιού. Και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να είμαι κάλλιστα κι εγώ στη θέση της τραγικής του μάνας.
Αν είχα μικρό παιδί και ήμουν άφραγκη και ολομόναχη στον κόσμο. Σε σπίτι χωρίς ρεύμα. Θα το σκεφτόμουν να αφήσω έστω μια χαραμάδα ανοιχτή, να μπαίνει αέρας στο δωμάτιο;
Βρε μαμά, εσύ τι έκανες; Τότε που οι τρεις σου κόρες καβάλαγαν το μαγκάλι και μάλωναν ποια θα πρωτοβάλει τα ποδάρια της στις ειδικές του θέσεις, ποια θα ανακατώσει την πυρήνα με τη μασιά και ποια θα στρώσει και θα ξεστρώσει τα ασημόχαρτα από τα τσιγάρα;
Τι έκανες τότε που από το σπρωξίδι μας το μαγκάλι έπαιρνε τούμπες πάνω στα στρωσίδια και τα παιδικά μας μπούτια από την πολλή κάψα κοκκίνιζαν, ψήνονταν και γέμιζαν φουσκάλες ενώ οι πλάτες μας έτρεμαν από το κρύο;
Βρε, μαμά, δεν θυμάμαι, πες μου, άφηνες κάνα παράθυρο ανοιχτό ή μας άφηνες στο έλεος του μονοξείδιου του άνθρακα;
Μπορεί να ξεχνάει ποια από τις κόρες της είμαι και αν οι «γιορτές» που της υποσχέθηκα ότι θα πάω επιτέλους να τη δω είναι τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, αλλά στο θέμα του μαγκαλιού πήρε φόρα.
Εγινε η παλιά μου η μαμά, που κυβερνούσε άμαθη και καλομαθημένη ένα σπίτι με τρία τέρατα κι έναν άντρα όλη τη μέρα στους δρόμους για δουλειά, αλλά στα μαγκάλια ήταν εξπέρ. «Η γιαγιά σου η Βενέτα ήταν πολύ φοβητσιάρα», μου είπε με τουπέ.
«Με είχε μάθει από μικρή ότι δεν βάζεις το μαγκάλι μέσα στο σπίτι αν πρώτα δεν έχει γίνει πλήρης καύση, ότι ο χώρος πρέπει να αερίζεται, ότι το βράδυ βγαίνει οπωσδήποτε από το υπνοδωμάτιο. Για βλάκα με περνάς; Ξέρεις πόσα ατυχήματα είχαμε τότε στην Καλαμάτα;»
Τα “χουμε και τώρα, μαμά. Και οι σημερινές Βενέτες, ακόμα κι αν δεν είναι Σέρβες, φοβισμένες και περήφανες για να ζητήσουν βοήθεια, φέρονται καμιά φορά ασυλλόγιστα. Δεν άφησα εγώ πέρυσι τα Χριστούγεννα το τζάκι να ψιλοκαπνίζει ολόκληρο το βράδυ και άκουσα τα σχολιανά μου από το παιδί μου, που σε μεγάλη υπόληψη την κρίση μου δεν έχει;
Ολα μας τα έμαθε η οικονομική κατάρρευση.
Τις καινούργιες συνταγές με το ελάχιστο κόστος.
Τη γοητεία, αλλά και την πλάκα των παλιών μας ρούχων.
Το πόσο ανθεκτικά μπορούν να είναι τα παπούτσια και πόσο βαρετές οι βιτρίνες. Τη συνεισφορά των μέσων μαζικής κυκλοφορίας στην ανάγνωση βιβλίων.
Ολα, εκτός από τη σωτήρια για τις ζωές μας πλήρη καύση και τη χαραμάδα στο παράθυρο. Τα γενόσημα φοβόμαστε, αλλά δεν είδα, δεν άκουσα κανέναν από το κράτος να προειδοποιεί για τις παγίδες που κρύβει η λαμπερή πυρήνα, που όλο θες να την ανακατεύεις και να την ανακατεύεις, και το κουκλίστικο το τζάκι σου, που κάθεσαι αποχαυνωμένη και χαζεύεις, αλλά την καμινάδα του πόσα χρόνια έχεις να την καθαρίσεις;
Και πάνω εκεί που σκεφτόμουν τι ακριβώς είναι το μονοξείδιο του άνθρακα, πώς σκοτώνει, πώς παράγεται και τι είναι η ατελής καύση (τρομάρα μου, έχω βγάλει και Πρακτικό), ήρθε και η πανταχούσα από τον ΟΟΣΑ.
Οι επιδόσεις των μαθητών μας πέσανε, λέει, στην προτελευταία θέση της ευρωζώνης. Πέσανε και άλλοι, οι Γάλλοι για παράδειγμα. «Η Γαλλία μετεξεταστέα», έγραφε χθες η «Λιμπερασιόν».
Αν βάλεις στα παιδιά του Γυμνασίου το απλό πρόβλημα: έχετε δύο πίτσες με το ίδιο πάχος, που η μία έχει διάμετρο 30 εκατοστά και κοστίζει 30, και η άλλη έχει διάμετρο 40 εκατοστά και κοστίζει 40, ποια συμφέρει περισσότερο, δεν ξέρουν να απαντήσουν.
Μικρό το πρόβλημα σε μια οικονομία που ακόμα αντέχει. Ας αγοράσουν τα Γαλλάκια τη λάθος πίτσα. Σκασίλα μου. Τα δικά μας τα παιδιά ορμάνε να ανοίξουν κάνα παράθυρο, όταν η μάνα τους είναι στον κόσμο της;
Ντροπη ρε!
ΑπάντησηΔιαγραφή