Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

H χαμένη νηφαλιότητα: Οι «λαθραίοι» και η εγκληματικότητα ως συνώνυμο της μετανάστευσης-Της Χριστίνας Πάντζου


25.10.2010. Η Ελένη Πορτάλιου μιλάει για την επίσκεψη της στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα





















Διαβάστε το τρίτο μέρος της ανεξάρτητης δημοσιογραφικής ανάλυσης της Χριστίνας Πάντζου για τα ξενοφοβικά στερεότυπα στα μέσα ενημέρωσης. Για τα προηγούμενα μέρη κάντε κλικ εδώ:


Κυρίαρχος όρος αναφοράς στους μετανάστες εξακολούθησε να είναι το «λαθραίος»
Σε κάθε του πιθανή παραλλαγή χρησιμοποιήθηκε και από τον Τύπο χιλιάδες φορές για να υποδηλώσει συχνά συλλήβδην μετανάστες, πρόσφυγες και ξένους (διαφορετικού χρώματος), νοηματοδοτώντας υπόγεια όχι τόσο τον τρόπο εισόδου και παραμονής τους στη χώρα όσο έναν τρόπο ζωής κρυφό, περιθωριακό και παραβατικό, άρα απειλητικό.
Πόσο μάλλον όταν ένα μεγάλο κομμάτι της ειδησεογραφίας και της αρθρογραφίας για το μεταναστευτικό περιστράφηκε γύρω από την εγκληματικότητα αποδίδοντας την έξαρσή της άμεσα «στην αυξημένη ροή λαθρομεταναστών». 
Παρότι τα δημοσιεύματα περί εγκληματικότητας μεσουράνησαν σε όλο αυτό το διάστημα, υπήρξαν τρεις διακριτοί κύκλοι, που –συχνά με πανομοιότυπους τίτλους– βομβάρδιζαν τους αναγνώστες με εικόνες τρόμου ακόμη και μόνο από την παρουσία των μεταναστών.
Το πρώτο κύμα περί «εγκληματικότητας των λαθρομεταναστών» έκανε την εμφάνισή του τον Μάρτιο – Απρίλιο του 2012 και σφραγίστηκε από κυβερνητικές δηλώσεις όπως «να εξουδετερώσουμε τη βόμβα του μεταναστευτικού»
«η Ελλάδα δεν θα είναι η χώρα όπου μπαίνει όποιος θέλει και εγκληματεί σε συνεργασία με άλλους εγκληματίες»,
 «το κέντρο της Αθήνας δεν υπάρχει πια, έχει παραδοθεί στους μετανάστες, στην ανομία και το έγκλημα». 
Οι τίτλοι ήταν καταιγιστικοί: 
«Ληστείες μετά φόνου για λίγα ευρώ»,
 «Παραδομένη στο έγκλημα η ελληνική κοινωνία – Κάθε δύο ημέρες μία ανθρωποκτονία», 
«Κακοποιοί αλωνίζουν – στο κόκκινο η εγκληματικότητα», 
«Πώς θα καθαρίσει το κέντρο – Η μεγαλύτερη σκούπα που έγινε ποτέ στην χώρα». 
«Εγκληματικότητα: κώδικας αυτοπροστασίας στο κέντρο», 
«Γκέτο για Έλληνες πέντε γειτονιές των Αθηνών – Οι κάτοικοι καταγγέλλουν υψηλή συγκέντρωση αλλοδαπών και αυξημένη εγκληματικότητα», 
«Εκκλησίες με Security Guard: ομάδες κακοποιών αλλοδαπών –κι όχι μόνο– δημιουργούν σκηνικό τρόμου για τους πιστούς, κλέβουν και εκβιάζουν». 
Πολλά δε από τα σχετικά δημοσιεύματα συνοδεύονταν είτε με στατιστικές για τη συμμετοχή των μεταναστών είτε –ελλείψει αυτών– με εκτιμήσεις ανώνυμων αστυνομικών πηγών για την «αυξημένη συμμετοχή» τους στο έγκλημα, αλλά και με αναφορές στο ίδιο κείμενο στις επιχειρήσεις «αναχαίτισης της λαθρομετανάστευσης» ή τα κέντρα κράτησης, με τρόπο που διαμόρφωναν μια εικόνα ισοπεδωτικής εξίσωσης «λαθρομετανάστευση = εγκληματικότητα».
Ενδεικτικά του τρόπου χρήσης των στατιστικών είναι δύο παραδείγματα. «Πάνω από τους μισούς δράστες είναι αλλοδαποί» επαναλάμβαναν πολλά κείμενα, ενώ οι στατιστικές που παράθεταν δεν αφορούσαν συνολικά το έγκλημα, αλλά συγκεκριμένες κατηγορίες του. 
«Οι αλλοδαποί αποτελούν το 65% των τροφίμων των φυλακών» έγραφαν άλλα κείμενα (φράση που θα επαναληφθεί αρκετές φορές τους επόμενους μήνες), αλλά μόνο δύο διευκρίνισαν ότι το 50% από αυτούς δεν κρατούνται ως «εγκληματίες», αλλά για παράνομη είσοδο στην χώρα και μόνο δύο ακόμη αποκάλυψαν ότι «πολλοί βρίσκονται στη φυλακή ενώ έχουν εκτίσει τις ποινές τους, καθώς δεν μπορούν να απελαθούν γιατί οι περισσότεροι προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες».
Με τις εκλογές του Μαΐου να σφραγίζονται από τις «υγειονομικές βόμβες», το δεύτερο κύμα περί εγκληματικότητας των μεταναστών ξέσπασε παραμονές των εκλογών της 17ης Ιουνίου πυροδοτούμενο από την υπόθεση αυτοδικίας ενός 23χρονου στην Παιανία.
Με σχολαστικές λεπτομέρειες για το συμβάν, για νύχτες τρόμου και ληστρικές επιδρομές, δεκάδες κείμενα μιλούσαν για την «ανυπεράσπιστη συνθήκη των πολιτών», καταλήγοντας ότι «δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει αλλά να υπερασπιστεί το σπίτι του και τη μάνα του από δύο Αλβανούς διαρρήκτες». 
Τα ρεπορτάζ για την εγκληματικότητα συμπληρώνονταν με υποβλητικούς τίτλους:
 «Οι γειτονιές της Αθήνας θυμίζουν τα βράδια “ζούγκλα”», 
«Ένας νεκρός κάθε πέντε μέρες με στόχο ληστεία και σπίτια – αύξηση 10-20% από πέρσι», 
«Συγκλονίζει η έξαρση του εγκλήματος», 
«Οι κάτοικοι απειλούν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους». 
Αλλά και από κείμενα που πρόσθεταν ότι: 
«Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές οι ληστές σήμερα σκοτώνουν πιο εύκολα και οι περισσότεροι δράστες είναι αλλοδαποί».
Μια εφημερίδα, μάλιστα, ανέλαβε καμπάνια με εκφοβιστικούς όρους:
 «Κίνημα υπέρ της νομιμοποίησης της αυτοάμυνας. Οι Έλληνες στα όπλα. Όταν δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί κυκλοφορούν ζωσμένοι με καλάσνικοφ έτοιμοι να καθαρίσουν όποιον προβάλει αντίσταση, είναι φυσικό ο πολίτης να πάρει το νόμο στα χέρια του»
Αρθρογράφοι της ζητούσαν «να αλλάξουν οι νόμοι. Όταν κάποιος εισβάλει στη χώρα μας, κάνουμε πόλεμο. Κι αν κάποιος μπαίνει στο σπίτι σου είναι ακριβώς το ίδιο. Δεν είναι αυτοδικία, είναι αυτοάμυνα», προειδοποιώντας: «Μας αναγκάζουν να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας».
Ακόμη και μία μερίδα από τα πολλά σχετικά άρθρα γνώμης που στιγμάτιζαν τα φαινόμενα αυτοδικίας ανέφεραν ότι «οι πολίτες αναγκάζονται να πάρουν το νόμο στα χέρια τους». 
Αυτό το «αναγκάζονται» εύκολα μπορούσε να λειτουργήσει ως άλλοθι, πλάι στα πολλά ειδησεογραφικά κείμενα τα οποία –όταν δεν δικαιολογούσαν– κατανοούσαν ότι «εδώ που έφτασαν τα πράγματα κάπως πρέπει να προστατευτείς», γράφοντας:
 «Στο πλευρό του 23χρονου»,
 «Ικανοποίηση από την έκβαση», 
«Ελεύθερος με χειροκροτήματα και πανηγυρισμούς»,
 «Τον υποδέχτηκαν σαν τοπικό ήρωα».
 Όλα αυτά, το μήνα που σημειώθηκε ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός κρουσμάτων ρατσιστικής βίας που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Σχετικά δημοσιεύματα δεν έλειψαν στο επόμενο διάστημα, αλλά εντάθηκαν ξανά στα μέσα Ιουλίου, εγκαινιάζοντας το τρίτο κύμα, που σχετίστηκε με την επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» για την «πάταξη της λαθρομετανάστευσης και της εγκληματικότητας». 
Προηγήθηκε ένας βομβαρδισμός δημοσιευμάτων τρόμου, στον οποίο συνέβαλε και η εξιχνίαση του βιασμού 15χρονης στην Πάρο από Πακιστανό πολίτη, η οποία συνέπεσε –καθόλου τυχαία κατά κάποιους αρθρογράφους– με την έναρξη του «Ξένιος Ζευς».
 Και πάλι κυριάρχησαν ανάλογοι απειλητικοί τίτλοι: 
«Αύξηση ληστειών και φόνων για μια χούφτα ευρώ», 
«Εκτός ελέγχου το έγκλημα – 414 ένοπλες εισβολές σε σπίτια σε έξι μήνες»,
 «Κατακόρυφη αύξηση 25% των ληστειών – συνελήφθησαν 48.000 παράνομοι μετανάστες στα σύνορα», 
«Κάθε δύο ημέρες ένας άνθρωπος δολοφονείται στην Ελλάδα – Η συμμετοχή αλλοδαπών δραστών κυμαίνεται σε αυξημένα ποσοστά». 
Και πάλι, συνήθης επωδός ήταν ότι «από τους λαθρομετανάστες πυροδοτείται στο μεγαλύτερο ποσοστό του το έγκλημα στην Ελλάδα, τόσο το οργανωμένο όσο και το λεγόμενο έγκλημα του δρόμου».
Αυτή η συσχέτιση προβλήθηκε και από σημαντική μερίδα αρθρογράφων που περιέγραφαν σκηνές τρόμου και ανομίας εκεί όπου υπήρχε παρουσία μεταναστών.
 «Η Αθήνα θυμίζει πλέον έντονα Σικάγο της εποχής του Μεγάλου Κραχ και της ποτοαπαγόρευσης, ο φόβος σκεπάζει την πόλη και ίσως και ολόκληρη τη χώρα»,
 «το ιστορικό κέντρο έχει μετατραπεί σε τριτοκοσμικό γκέτο που μόλις βραδιάζει γίνεται σχεδόν άβατο… το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα σκουπίδια, η μετατροπή των δρόμων σε δημόσια ουρητήρια και ο κίνδυνος μολυσματικών ασθενειών… είναι και η εκρηκτική αύξηση της εγκληματικότητας», 
«ληστές μπαινοβγαίνουν στα σπίτια – αποκτήνωση και αγριότητα πέρα από την ανθρώπινη λογική», 
«παραμονεύουν στο δρόμο για να αφαιρέσουν μια ανθρώπινη ζωή, έχουμε φτάσει στην ώρα μηδέν, τώρα τα όπλα μιλούν σε καθημερινή βάση»,
 «τρέμουν οι κάτοικοι ξέπνοοι κάθε βράδυ, καθώς πυκνώνει η βία των απόκληρων και ολόκληρες συνοικίες αμπαρώνονται από το σούρουπο με αλυσίδες και σιδεριές», 
«είναι σαν να πήραν την πόλη μας οι εχθροί και τώρα να πρέπει να δώσουμε μάχη σώμα με σώμα ώστε να κερδίσουμε τον ζωτικό μας χώρο».
Σε αυτήν τη «μάχη για το ζωτικό χώρο» –δογματική βάση του ναζισμού, στον οποίο γίνεται επίκληση την εποχή που η Χρυσή Αυγή επιχειρεί να τον «κατακτήσει» με πογκρόμ– οι φωνές των ξένων υπήρξαν περιττές για τα μίντια. 
Ενώ φιλοξένησαν γενναιόδωρα κυβερνητικές δηλώσεις, ανώνυμες πηγές, αγανακτισμένους πολίτες ή επιτροπές κατοίκων με συγκεκριμένες πολιτικές τοποθετήσεις, που εξίσωναν τους μετανάστες με εγκληματίες, σπάνια δόθηκε ο λόγος σε μεταναστευτικούς φορείς για να μιλήσουν για τα ζητήματα της εγκληματικότητας, παρά μόνο αν αφορούσε σε ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον τους. 
Σπάνια δόθηκε βήμα σε «άλλους» κατοίκους για να εκφράσουν μια εικόνα θετικής συνύπαρξης, όπως έκανε ένα δημοσίευμα όπου κάτοικος της Αχαρνών λέει: «Στο διπλανό διαμέρισμα ζουν τέσσερις Αφρικανοί. Μάλλον δεν έχουν ούτε καν ρεύμα. Όμως οι άνθρωποι δεν πειράζουν ούτε κουνούπι, πάντα με το σεις και με το σας, γιατί να φοβηθώ; Ξέρω ότι, αν βάλω μια φωνή, θα βγουν από παντού τριγύρω. Ενδεχομένως να μην μπορώ να τους καταλάβω, αλλά θα βγουν να βοηθήσουν».
Οι μοναδικές φορές που έγιναν «θετική είδηση» ήταν σαν διακινδύνευσαν τη ζωή τους για έναν Έλληνα, όταν και απαλείφθηκε ο όρος «λαθρομετανάστης» (λες κι αυτός προσδιορίζει την ανθρωπιά τους), όπως συνέβη με Μπανγκλαντεσιανό που τραυματίστηκε για να συλλάβει έναν ληστή ή με τους δύο «ήρωες Πακιστανούς» που έχασαν τη ζωή τους, προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν ζευγάρι από αυτοκίνητο που παρασύρθηκε από τρένο. 
Όπως ομολόγησε ένα δημοσίευμα, «αυτή είναι η άλλη αθέατη όψη των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, η οποία δεν βρίσκει χώρο στην καθημερινή επικαιρότητα».
Σε μια έμφοβη χώρα, ο μετανάστης έγινε ο πρώτος ύποπτος. 
Τόσο στο φόβο της κοινωνίας όσο και στη στοχοποίηση αυτού του ξένου, ο Τύπος είχε το δικό του μερίδιο ευθύνης μέσα και από την εγκληματοφοβία που καλλιέργησε. Όπως κατέδειξε ένα μοναδικό στο είδος του κείμενο που έδωσε βήμα στον καθηγητή Εγκληματολογίας Β. Καρύδη: 
«Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα της τελευταίας έρευνας του Ευρωβαρομέτρου είναι ότι καταγράφεται μια σημαντική αναντιστοιχία ανάμεσα στους πραγματικούς δείκτες εγκληματικότητας και το φόβο που αισθάνονται οι Έλληνες πολίτες. Παρατηρείται δηλαδή ένα είδος εγκληματοφοβίας. Ενώ, για παράδειγμα, οι δείκτες της εγκληματικότητας συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης παραμένουν από τους πιο χαμηλούς, ταυτόχρονα οι Έλληνες είμαστε από τους πρώτους στο φόβο του εγκλήματος».
Το πιο επικίνδυνο σε αυτήν την πρακτική και του Τύπου, όπως έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας είναι ότι «από την εξίσωση κλέφτης = αλλοδαπός έως την εξίσωση αλλοδαπός = κλέφτης, δεν ήταν, και πάλι, μακρύς ο δρόμος. Κι αν πει κανείς ότι αυτά τα κοινωνικά μαθηματικά ισχύουν μόνο για τα απλοϊκά μυαλά, ας σκεφτεί ότι ο φασισμός σε τόσο απλοϊκά τεχνάσματα στήριξε πάντοτε τη διείσδυση και την επιβολή του».
*Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη την επίσημη άποψη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου