Έντεκα το πρωί στην Αριστοτέλους.
Συνταξιούχοι καθισμένοι στα παγκάκια ανταλλάσουν συνταγές για τον προστάτη,
γκρινιάζουν για τις περικοπές στις συντάξεις τους και λάμπουν ολόκληροι όταν μιλάνε για τα εγγόνια τους. Μαζί τους και δυο τρεις με ξενική προφορά,
Αλβανοί;
Γεωργιανοί;
Ομογενείς από τον Πόντο;
θα σας γελάσω.
Στα τσιμεντένια πεζούλια, γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας, της εργατικής πάντως τάξης, με ένα μπουκάλι νερό στο χέρι, ένα πλαστικό ποτήρι καφέ κάποιες, ακόμη κι ένα τσιγάρο, άγνωστες μέχρι πριν από λίγο, ξαποσταίνουν από τα ψώνια στην φτωχομάνα Μοδιάνο,
συζητώντας για την κρίση, την φτώχια τους καημούς τους.
Η Ελληνίδα Ελένη, η Βουλγάρα Αλεξάνδρα, η Ρομά Φατμέ,
Μια παρέα νεαρών αγοράζουν χειροποίητα βραχιολάκια για τα κορίτσια τους από έναν Νιγηριανό, ενώ ένας μάλλον Ούγγρος μουσικός, ακουμπισμένος στον τοίχο του ΙΚΑ, παίζει το Βαλς του Δουνάβεως.
Ενα ζευγάρι εντελώς άσαρκων σκουρόχρωμων ρακοσσυλεκτών,
χώνονται ολόκληροι στους κάδους για να γεμίσουν με τα δικά μας σκουπίδια,
θησαυρό για τους ίδιους, το καρότσια της λαϊκής που σέρνουν πίσω τους.
Μια Ελληνίδα ζωγράφος, μάλλον συνταξιούχος, πουλάει έναντι χαμηλού τιμήματος πίνακες της με θαλασσινά τοπία και παραδίπλα ένας Γάλλος που ξέμεινε στον τόπο μας, ποιος ξέρει γιατί, καλεί τους περαστικούς για ένα βιαστικό αλλά αφάνταστα πιστό πορτραίτο τους, με μολύβι.
Δυο ζευγάρια, βυθισμένα στην απομόνωση που μόνον ο έρωτας χαρίζει,
ανταλλάσουν χάδια και γλυκόλογα πάνω στο γρασίδι,
ενώ παραδίπλα έναν άστεγος κοιμάται αμέριμνος, μιας κι αυτήν την ώρα νοιώθει ασφαλής ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, η νύχτα και η μοναξιά τον φοβίζουν.
Κάθε τόσο όλο και κάποιος περαστικός,
ρίχνει λίγα ψιλά στο κεσεδάκι που έχει αφήσει δίπλα του.
Στην δική μας πλατεία κύριε Ξανθούλη, δεν υπάρχουν εγκυμονούσες ρομά να βρίζουν τους περαστικούς, ούτε τσιγκανόπουλα που φτύνουν τα περιστέρια.
Βέβαια, κάθε τόσο πλησιάζουν τους θαμώνες της επαίτες όλων των φυλών, με απλωμένα χέρια. Αρκεί ένα όχι, ακόμη κι ένα χαμόγελο για να απομακρυνθούν,
ξέρουν βλέπεις, πως κι εμείς φτωχοί άνθρωποι είμαστε και δεν υπάρχει περίπτωση να μην τους βοηθήσουμε, αν μας περισσεύουν έστω και πενήντα λεπτά.
Α, κάπου - κάπου, περνάνε ανάμεσά μας βιαστικοί για να αποφύγουν την πολλή συνάφεια με μας, τον "όχλο", κάποιοι καλοντυμένοι κύριοι και κυρίες,
θα μπορούσαν να είναι και του συναφιού σας, σίγουρα πάντως της τάξης σας,
οδεύοντας προς την κάτω πλατεία, τα δικά τους λημέρια, εκεί που εμείς έτσι κι αλλιώς δεν πλησιάζουμε, αφού η θάλλασα είναι πιο όμορφη όταν την αγναντεύεις από μακρυά,
άσε που δεν θα δίναμε ποτέ, ακόμη κι αν είχαμε, εφτά ευρώ για έναν καφέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου