Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Επέζησα στην κόλαση του Αουσβιτς






Η Βάσω Σταματίου εξιστορεί τη μαύρη καθημερινότητα και τη ζωή χωρίς όνειρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκφράζει το παράπονό της γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν της έδωσε σύνταξη Εθνικής Αντίστασης 

«Στο Αουσβιτς δεν είχαμε περιθώριο ούτε να ονειρευτούμε.

 Οι αγαπημένοι μας, η πατρίδα δεν περνούσαν από το μυαλό μας ούτε στον ύπνο.
Ενα πράγμα μόνο κυριαρχούσε.
 Αν αύριο θα είμαστε ζωντανές. 


Αν αύριο κάποια από εμάς θα ήταν τυχερή και μέσα στο ζουμί που μας έδιναν για σούπα θα βρίσκαμε ένα κομμάτι πατάτα. Μέσα στο κεφάλι μου αντηχούσε διαρκώς το schnell-schnell (γρήγορα, γρήγορα) που διέταζαν οι Γερμανοί στρατιώτες στη διάρκεια της καταναγκαστικής εργασίας».

Η κα Βάσω Σταματίου είναι ένας μαντατοφόρος από την κόλαση. Είναι η τελευταία ίσως Ελληνίδα χριστιανή που βρίσκεται σήμερα ζωντανή αφού πέρασε από το κολαστήριο του Αουσβιτς Μπιρκενάου, άλλων δύο στρατοπέδων συγκέντρωσης, το Ράβενσμπρικ και το Μάγκντεμπουργ και κατάφερε τελικά να επιζήσει.

Για το καθένα από αυτά τα κολαστήρια η Βάσω Σταματίου δεν ήταν μια όμορφη νέα κοπέλα από την Αριδαία με όνειρα για τη ζωή. Ηταν μόνο ο αριθμός 82224, χαραγμένος για πάντα πάνω στη σάρκα του χεριού της.
Η σύλληψη
Το 1944, ήταν πρωτοετής της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μια Επονίτισσα, που τη συνέλαβε στο σπίτι της η Γκεστάπο τρεις μέρες μετά τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στη διασταύρωση Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Φυλακίζεται στο στρατόπεδο Παύλου Μελά και από εκεί μεταφέρεται με άλλες είκοσι δύο (22) κρατούμενες στις φυλακές Μπάνιτσε του Βελιγραδίου.

Κι από εκεί, τρεις μήνες μετά, στο Αουσβιτς Μπιρκενάου. «Δεν είχαμε ιδέα πού μας πήγαν. Δεν είχαμε ακούσει τίποτα για το Αουσβιτς.
 Οταν φτάσαμε, αντικρίσαμε μόνο σκελετωμένους ανθρώπους.

Οι καμινάδες καίγανε συνέχεια. Είπαμε: μάλλον μας φέρανε για να περιθάλψουμε αυτούς τους δυστυχείς και τουλάχιστον θα φάμε ψωμάκι αφού δουλεύουν οι φούρνοι. Επειτα από λίγο καταλάβαμε...».
Κοιτάζω μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία της κας Σταματίου. Είναι μια νεαρή καλλονή με καστανόξανθα σπαστά μαλλιά που πέφτουν μέχρι τους ώμους.
«Τα ωραία μου μαλλιά ήταν δυστυχώς η αφορμή για την πρώτη ταπείνωση. Δεν τους έφτανε που μου τα έκοψαν. Ηταν και ο τρόπος. Μια έκοβαν από εδώ, μια από την άλλη. Ααρμπα. Με περιγελούσαν. Διασκέδαζαν να με κάνουν άσχημη. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Το καλωσόρισμα...».
Υτερα ήρθε το νούμερο στο χέρι. Το σημάδι στον ώμο. Κόκκινο για τις πολιτικές κρατούμενες. Μαύρο για τις Τσιγγάνες και τις πόρνες, κίτρινο για τις Εβραίες. Και από την πρώτη μέρα αγγαρεία. «Σκάψιμο. Συνέχεια σκάψιμο. Δεν ξέραμε γιατί σκάβαμε. Κι από πάνω μας έπεφταν οι στάχτες από τα κρεματόρια. Κι αυτή η απαίσια μυρωδιά από καμένη ανθρώπινη σάρκα στα ρουθούνια.

Και δουλειά.
Δουλειά και ξύλο.
Ξύλο αν σήκωνες έστω το κεφάλι. Ξύλο αν προσπαθούσες να ισιώσεις τη μέση σου, ξύλο αν έριχνες μια ματιά στον φρουρό, διπλό ξύλο από τις κρατούμενες που έπαιζαν τον ρόλο του επιτηρητή. Οι Πολωνέζες έδερναν περισσότερο.

Και τα τεράστια σκυλιά τους τα είχαν έτσι εκπαιδευμένα που αν κάποια από εμάς σταματούσε το σκάψιμο να ανασάνει, να ξεμουδιάσει, γάβγιζαν, οπότε πάλι βούρδουλας και το σνελ να ηχεί μέσα στο κεφάλι μας σαν από ηχείο...».
Δεν αντάλλασσαν κουβέντα ούτε το βράδυ, αφού το μόνο που σκέφτονταν ήταν να κοιμηθούν για αντέξουν την επομένη.
«Λέγαμε ότι ήμασταν και «τυχερές» γιατί ήμασταν ζωντανές.

Πολλούς Εβραίους μόλις φτάνανε τους πήγαιναν κατευθείαν στα κρεματόρια. Οσοι γλίτωσαν είναι που δεν πρόλαβαν να τους κάψουν και άντεξαν την πείνα και την καταναγκαστική εργασία. Αλλους τους έθαβαν σε μεγάλες τάφρους. Με βάλανε και μένα κάποιες μέρες στο κουβάλημα νεκρών, άνθρωποι δεν θα έλεγες ότι ήταν, ό,τι είχε απομείνει από αυτούς. Και ύπνος χωρίς όνειρα, ένα κενό μες στο κεφάλι».


Η κα Σταματίου χρειάστηκε έξι μήνες για να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Γερμανίας. Επέστρεψε μάλιστα από εκεί που άρχισε το ταξίδι στη φρίκη. Στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.
«Τον πρώτο καιρό δεν μιλούσα ούτε στην οικογένειά μου για τα στρατόπεδα. Εκρυβα το νούμερο στο χέρι. Αλλοι το έβγαζαν με εγχειρήσεις. Ηταν ντροπή, ένα στίγμα. Ηρθε και ο εμφύλιος, ξανά κυνηγητά, η Ασφάλεια συνέχεια πίσω μας...»
Εφυγε στην Ιταλία. Στο Μιλάνο σπούδασε Καλές Τέχνες, Ενδυματολογία και Σκηνογραφία. Επέστρεψε και δούλεψε μάλιστα στη Λυρική Σκηνή. Υστερα η ζωή την πήγε στη Ερέτρια και τα τελευταία εφτά χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη με σύνταξη 317 ευρώ του ΟΓΑ.
«Δεν άξιζα μάλλον να πάρω σύνταξη Εθνικής Αντίστασης. Ετσι έκρινε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν είχα, λένε, επαρκή στοιχεία. Τα στοιχεία του Ερυθρού Σταυρού για τη ζωή μου στα στρατόπεδα, το νούμερο στο χέρι, δεν φτάνουν. Ευχαριστώ πολύ την πατρίδα...».
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Οργή για όσους δεν αναγνωρίζουν τη φρίκη

Στα 84 χρόνια της, ευσταλής και αεικίνητη, σήμερα «δεν έχω μίσος για τους Γερμανούς, είναι δυστυχισμένος όποιος ζει με το μίσος μέσα του», αλλά θυμώνει πολύ «με αυτούς που αρνούνται ότι συνέβη όλη αυτή φρίκη», οργίζεται με όσους λένε «καλά έκανε ο Χίτλερ». Το 1996 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τη συγκλονιστική περιγραφή όσων έζησε υπό τον τίτλο «Βαρούμ: Μια Ελληνίδα στο Αουσβιτς».
Και ετοιμάζεται τώρα να επισκεφθεί το Αουσβιτς πρώτη φορά μετά τόσα χρόνια. Γιατί θα πάει; «Δεν ξέρω» απαντά, αλλά τα μάτια της τρεμοπαίζουν καθώς φαίνεται να επιστρέφει στο απερίγραπτο, το ανείπωτο της φρίκης που παραμένει αμετάφραστο σε λέξεις και το σηκώνει μόνη της.
Απόστολος Λυκεσάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου