Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Όλοι φοβούνται τον Ριζά.

Είμαι ο Ριζά και φοβάμαι να βγω από το σπίτι μου.
Εϊμαι 32 χρονών και έχω χαρτιά παραμονής στην Ελλάδα, όπου ήρθα πριν από εφτά χρόνια.  Μέχρι τη στιγμή που τρεις μαυροντυμένοι 
μου άνοιξαν το κεφάλι και μου έσπασαν τη μύτη και το μέτωπο με τσιμεντόλιθους, 
ζούσα ήσυχα και δούλευα κανονικά σε ένα μαγαζί με καλούς ανθρώπους 
και Έλληνα αφεντικό. 

Σήμερα με παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο και ρωτάει αν είμαι καλά. 
Μου λέει να περάσω έτσι για έναν καφέ ακόμα κι αν δεν θέλω να δουλέψω. 
Αλλά εγώ φοβάμαι να βγω. 
Και τι θα πουν και οι γείτονες αν με δουν με τη σπασμένη μύτη και τις γάζες στο κεφάλι; Εδώ όλοι είναι καλοί μαζί μου αλλά τώρα ποιος ξέρει, θα φοβηθούν και αυτοί... 
Εδώ τα πράγματα είναι ήσυχα, όχι όπως στο κέντρο όπου έχει ναρκωτικά, 
όπλα και γίνονται πολλά...*
Μετά τη δουλειά πριν περπατήσω για το σπίτι, καθόμουν στο πάρκο και τάιζα τα πουλιά. Για πολλά χρόνια όλα ήταν ήρεμα. 
Αλλά τελευταία αυτό άλλαξε. 
Μια φορά ένας παππούς με κοιτούσε περιέργα για πολλή ώρα. 
Κάποια στιγμή μου φώναξε φοβισμένος:
 «τι γυρεύεις εδώ; να πάς πίσω στη χώρα σου!». 
Μια άλλη φορά, μια κυρία νόμιζε ότι ήθελα να δηλητηριάσω τα πουλιά 
και τσίριζε να φύγω...
Εκείνο το βράδυ γυρνούσα σπίτι. 
Δεν κατάλαβα τι συνέβη, παρά μόνο πρόλαβα να δω τρεις άντρες γύρω στα τριάντα με μαύρα ρούχα να με πλακώνουν με μεγάλα τούβλα και να με χτυπούν σε όλο το σώμα. 

Φώναξα για βοήθεια, κανείς δεν ήρθε, ήταν σκοτάδι, ίσως δεν υπήρχε κανείς, 
ίσως φοβόντουσαν όλοι. 
Λιποθύμησα. 
Μου είπαν ότι κειτόμουν αιμόφυρτος στο πεζοδρόμιο όταν σταμάτησε ένας περαστικός οδηγός και φώναξε το ασθενοφόρο.
 Μου έκαναν πενήντα ράμματα στο κεφάλι. 
Ήμουν ακόμη ζαλισμένος την άλλη μέρα όταν με βρήκε στο νοσοκομείο
 ο συγκάτοικός μου ο Τζαουάντ. 
Στην αστυνομία; 
Όχι! Αυτοί σε ρωτάνε «γιατί δεν τους χτύπησες κι εσύ;» 
Φοβάμαι να πάω!
Αν το είπα στην οικογένεια πίσω στο χωριό μου; 
Όχι! 
Έχω πέντε αδέλφια και μια αδελφή και ξέρουν ότι είμαι καλά εδώ. 
Δεν τους είπα τίποτα!
Η συνάντηση με τον Ριζά ήταν μια από τις περισσότερες που έγιναν με θύματα ρατσιστικής βίας στο πλαίσιο ενός φωτογραφικού και ερευνητικού project με τον φωτογράφο Λεωνίδα Τούμπανο. Ακόμη και έξι μήνες ή ένα χρόνο μετά το συμβάν ο φόβος συνοδεύει τους ανθρώπους αυτούς. Σημαδεύει τη ζωή τους μέσα σε μια κοινωνία που με τη σειρά της, παραπληροφορημένη και τρομαγμένη, τους φοβάται. 
Έτσι νομιμοποιεί ή αποδέχεται αποκρουστικές στάσεις και πράξεις, 
όπως η ρατσιστική βία, και τελικά τον εκφασισμό της.
Ο Ριζά έφυγε από το Αφγανιστάν επειδή τον κυνηγούσαν και υπέβαλε αίτημα ασύλου, το οποίο δεν έχει εξεταστεί μέχρι σήμερα.


Από τη μέρα της συνάντησής μας πριν μερικές μέρες 
σε ένα ταπεινό σπίτι με ανοιχτόκαρδη φιλοξενία άλλαξαν πολλά πράγματα: 

ο Ριζά βγήκε από σπίτι αρκετές φορές για βόλτα μαζί με το Λεωνίδα και την παρέα του, 
ενώ για το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου 
είναι προσκεκλημένος στο εξοχικό του έλληνα εργοδότη του.

Ο Τζαουάντ με τη σειρά του βρέθηκε στη Δανία όπου και συνελήφθη με πλαστό διαβατήριο (το μοναδικό αδίκημα στο οποίο οι μετανάστες υπερεκπροσωπούνται σε σχέση με τους ημεδαπούς είναι η πλαστογραφία). Στο τηλέφωνο μας είπε χαρούμενος ότι έχει υποβάλλει αίτημα ασύλου και περνάει μια χαρά.
Καλύτερα σε κέντρο υποδοχής στη Δανία, παρά ελεύθερος στην Αθήνα!
*Μετά από λίγες μέρες η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει κάτι για αυτό το πρόβλημα με την αστυνομική επιχείρηση με τον τραγικό τίτλο «Ξένιος Ζεύς». 

Ωστόσο, αντί να αντιμετωπίσει το έγκλημα και την αστική υποβάθμιση, 
προτίμησε να συλλάβει μαζικά πολλούς «Ριζά» παραβιάζοντας επίσης μαζικά τα δικαιώματά τους (μερικές από αυτές τις παραβιάσεις: 
διάκριση-ethnic profiling, δηλαδή σύλληψη με βάση το χρώμα του δέρματος ή τη φτωχή ένδυση, 
αντιμετώπιση μεταναστών χωρίς χαρτιά ως εγκληματιών, 

κακομεταχείριση κατά την κράτηση – καταγγελίες υπήρξαν κυρίως από την Κομοτηνή προορισμό των συλληφθέντων – 

κράτηση ανηλίκων μαζί με ενήλικες όπως κατήγγειλε το Δίκτυο Δικαιωμάτων του Παιδιού, αλλά και διεθνείς φορείς όπως η Διεθνής Αμνηστεία και το Human Rights Watch).
Οι συντριπτικά περισσότεροι (το 77%!), μετά την εξευτελιστική και αδικαιολόγητη σύλληψη και κράτησή τους, βρέθηκαν να διαμένουν νόμιμα στη χώρα 
ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι σχεδόν κανένας δεν διαπιστώθηκε να έχει εμπλακεί σε ποινικά αδικήματα (εκτός από εκείνο της ..παρακώλυσης συγκοινωνίας για 4-5 καθαριστές τζαμιών, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση είναι θύματα κυκλωμάτων...)
Άλλωστε ακόμη και αυτή η στατιστική καταγραφή της δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνομίας – με στελέχη που σε μεγάλους αριθμούς υποστηρίζουν το κόμμα των νεοναζί και άρα είναι αρνητικά προκατειλημένοι – δείχνει ότι εκείνοι που συλλαμβάνει για σοβαρά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό Έλληνες, παρά μετανάστες, ενώ οι τελευταίοι είναι στην μεγάλη πλειοψηφία τους άντρες νεαρής ηλικίας (φύλο και ηλικιακή κατηγορία που παρουσιάζει στατιστικά μεγαλύτερη συχνότητα τέλεσης αδικημάτων σε σχέση με άλλες κατηγορίες).
Αρκετοί από τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, ακόμη και σε συνθήκες ύφεσης εργάζονται στη μαύρη αγορά εργασίας. 

Η ελληνική πολιτεία προτιμάει - αντί να αναζητήσει ασφαλιστικές εισφορές και να προστατεύσει την εργασία - να τους συλλαμβάνει, να τους φυλακίζει σε απάνθρωπες συνθήκες και κατόπιν να τους επιδίδει έγγραφο εντολής εγκατάλειψης της χώρας (πώς; στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εντελώς ανέφικτο) εντός λίγων ημερών. 

Αυτοί κατόπιν θα επιστρέψουν στην παραοικονομία και στην εκμετάλλευση ενώ το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί υπέρ του συλλογικού και δημόσιου συμφέροντος.
Ακόμα και αυτή η – απολύτως απαραίτητη - καταγραφή της σύνθεσης του μεταναστευτικού πληθυσμού στο ιστορικό κέντρο (ως προς τον τίτλο διαμονής, απασχόληση, διαβίωση κλπ.) θα μπορούσε και θα έπρεπε να συντελεστεί με σχεδιασμό και με ειρηνικό, όχι αδικαιολόγητα κατασταλτικό και ταπεινωτικό τρόπο. 

Πχ. ενθαρρύνοντας τους νόμιμα διαμένοντες μετανάστες να υποστηρίξουν προγράμματα καταγραφής και ένταξης με στόχο την αναβάθμιση των περιοχών διαβίωσής τους μέσα από διαθέσιμα Ευρωπαϊκά κονδύλια.
Η δε αναβάθμιση του κέντρου και η αντιστροφή της οικτρής κατάστασης σε ορισμένες περιοχές δεν γίνεται με τζάμπα θρασύτητα και βία, είτε είτε των παραστρατιωτικών ακροδεξιών ομάδων είτε εκείνων των αστυνομικών που ντροπιάζουν χιλιάδες εργαζόμενους στην Ελληνική Αστυνομία και όλους εμάς παγκοσμίως,.
Εν συντομία μερικές από τις προτάσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς: Χρειάζεται αφενός επιχειρησιακά καταρτισμένο ειδικό αστυνομικό σώμα και συντονισμός διαφορετικών ειδικοτήτων και υπηρεσιών (πχ. ηλεκτρονικού και οργανωμένου εγκλήματος, δημόσιας υγείας, με ένταξη αλλοδαπών με ισότιμους ρόλους στις επιχειρησιακές μονάδες κ.ά.) και αφετέρου σχεδιασμός, και επένδυση σε προγράμματα ανοικοδόμησης του κέντρου τόσο μέσα από διαθέσιμους ή απαιτητούς ευρωπαϊκούς πόρους – όπως το Ταμείο Επιστροφών-επαναπατρισμού για τους εξαθλιωμένους του κέντρου και τα Ταμεία Ένταξης και Προσφύγων. Κατόπιν, η αλληλεγγύη άλλων Ευρωπαϊκών χωρών μπορεί να απαιτηθεί για τον επιμερισμό του βάρους των μεταναστευτικών ροών.
Η ευρεία ανοχή ή αποδοχή και σε κάθε περίπτωση μη κύρωση, του ρατσιστικού λόγου και πρακτικών (όπως οι μαζικές συλλήψεις των σκουρόχρωμων μεταναστών και προσφύγων) από την ελληνική κοινωνία και πολιτεία ενθάρρυνε την περαιτέρω όξυνση της ατιμώρητης ρατσιστικής βίας με αποκορύφωμα τη δολοφονία νεαρού Ιρακινού στην Αθήνα την 12.8.2012.
To Ευρωπαϊκό RED Early Warning System (Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας) του RED Network Combating Racism & Xenophobia, του οποίου ηγείται ελληνικός επιστημονικός φορέας (i-RED) έχει εγκαίρως επισημάνει τόσο τα ανησυχητικά σημάδια της έξαρσης του φαινομένου όσο και της οξείας ειδικής ελληνικής περίπτωσης.
**Ο Μίλτος Παύλου είναι Διευθυντής του i-RED 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου