Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Τo συναίσθημα που ’χει κάτι απ’ τη φωτιά

 από την άλλη η ελπίδα∙ 
στη μέση η αγωνία, η ένταση, η απογοήτευση. 
Και γύρω τους η βία και οι συναισθηματικές της πλαισιώσεις∙ 
το μίσος, ο φθόνος, η αηδία. 
Να ο πραγματικός χάρτης των τελευταίων εκλογών. 
Οι εκλογές πάντα, θα πει κανείς, γίνονται στιγμές έξαψης των συλλογικών συναισθημάτων, οπότε το να χαρακτηρίσει κανείς τις τελευταίες ως ιδιαίτερα συναισθηματικές, μοιάζει και λίγο ταυτολογικό.

Προπύλαια, βράδυ της 17.6.2012. Φωτογραφία του Άγγελου Καλοδούκα από το μπλογκ www.aformi.gr
Όμως, αν κάποτε τα συναισθήματα αντιμετωπίζονταν 
ως παράγοντες εκτροπής της δημοκρατικής διαδικασίας,
 κάτι «ψεύτικο» που «ακύρωνε» την πραγματική βούληση του λαού, 
ή γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, 
σήμερα, αντίθετα, γίνονται πόλοι παραγωγής πολιτικής. 

Το πολιτικό κοινό δεν χειραγωγείται με την έξαψη συναισθημάτων∙ 
αντίθετα, καλείται στη βάση αυτών 
να αναγνωρίσει την πολιτική του θέση και πρακτική.

Γίνεται δηλαδή το συναίσθημα, ιδιαίτερα στη συλλογική του εκφορά, 
πλατφόρμα συγκέντρωσης και οργάνωσης απόψεων, 
τρόπος και ύφος προβληματισμού, 
επιχείρημα και εξαγγελία πολιτικής. 

Με κορυφαίο παράδειγμα τον πολιτικό χειρισμό του φόβου, 
ο οποίος στις τελευταίες προεκλογικές μέρες εκφράστηκε κάπως έτσι: 
εφόσον «ο κόσμος» φοβάται τι θα συμβεί μετά την καταγγελία του Μνημονίου, τότε η καταγγελία είναι άκαιρη, άστοχη, λάθος, 
και όποιος φοβάται πρέπει να ενωθεί εναντίον της. 

Ως επιχείρημα μάλιστα, ανακυκλωμένο με τη γνωστή δυναμική της προπαγάνδας, λειτούργησε επιτελεστικά, 
κατορθώνοντας δηλαδή να πολλαπλασιάσει αυτό που περιέγραφε. 

Περισσότερος φόβος, μεγαλύτερο πολιτικό επιχείρημα περί αυτού. 
Φοβάσαι; 
Ταυτίσου εδώ.

Ο λόγος για τον οποίο επιμένω στην παράμετρο των πολιτικών συναισθημάτων, είναι γιατί θα πρέπει να μην υποτιμήσουμε 
τη βαθιά συντηρητική της λειτουργία στην παρούσα φάση. 

Όταν ο Βορίδης μιλάει για το πώς πρέπει να συνεργαστούν 
«όσοι αγαπούν την Ελλάδα» 
καθώς επίσης δηλώνει ότι 
«τα προβλήματα θα αντιμετωπιστούν με αγάπη», 
δεν είναι πια ο λαϊκιστής πολιτικός σε στιγμή λυρικής αποστροφής. 

Είναι ο κυβερνητικός νους που δημιουργεί μια καινούρια ατζέντα. 
Αυτό που λέει αγάπη δεν είναι συναίσθημα πίσω από το οποίο θέλει να κρυφτεί μια στυγνή λογική∙ είναι, αντίθετα, η εκφορά και η μεγιστοποίησή της. 

Ένας νέος εθνικός, κοινοτικός και γενικά βιοπολιτικός λόγος 
ετοιμάζεται κάπως έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, 
όχι κρυμμένος πίσω από συναισθήματα, 
αλλά αναδιοργανώνοντας το οικοσύστημά τους.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το θέμα αξίζει να μας απασχολήσει, 
είναι γιατί χρειάζεται να αποενοχοποιηθεί η αίσθηση ότι και στην αριστερά το συναίσθημα (οργή, ελπίδα, συγκίνηση) παίζει κεντρικό πολιτικό ρόλο. 

Ναι, συμβαίνει αυτό, και όποιος συμμετείχε στις δημόσιες συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ τον τελευταίο καιρό καταλαβαίνει και το γιατί 
(δεν νομίζω ήμουν ο μόνος που ξαναθυμήθηκε –ενάντια στον βιολογικό Σαββόπουλο– εκείνο τον δύσβατο παλιό του στίχο :
«η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα πού’ χει κάτι απ’ τις φωτιές»). 

Μπορεί όμως να καταλάβουμε εδώ και τη βασική διαφορά:
 στην αριστερά το συναίσθημα γίνεται η αρχή μια κριτικής διαδικασίας συμμετοχής και επαναπροσδιορισμού.
Δεν είναι απάντηση αλλά ερώτημα. 

Δεν είναι δηλαδή πλατφόρμα ταύτισης,
 αλλά η αρχή μιας αγωνιώδους και βαθειά αγωνιστικής διαδικασίας συμμετοχής.

Ο γραμματικός του χρόνος δεν είναι τετελεσμένος, αλλά διαρκής — εκδιπλούμενος σε ένα παράφορα δύσβατο παρόν.
Δεν ελπίζω, αλλά διεκδικώ το δικαίωμα να μένω και να μπορώ να ελπίζω.

Δεν συγκινούμαι,
αλλά διεκδικώ τη συγκίνηση ως διαδικασία ιστορικής κατανόησης.
Δεν οργίζομαι απλώς:
καταγγέλλω με την οργή μου συγκεκριμένες πολιτικές
που προϋποθέτουν τη δική μου αναισθησία
για να τη μεγιστοποιήσουν ως παθητικότητα.

Η διαφορά είναι μικρή, το ξέρω,
αλλά είναι αυτή ακριβώς η διαφορά
που αξίζει να αναδείξουμε και να κατακτήσουμε.


Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία και θεωρία της λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου