Σαν σήμερα, 8 Ιανουαρίου 1944, τα ξημερώματα, έβαλε τέρμα στη ζωή του μέσα στο πατρικό του σπίτι, στη γωνία των οδών Οικονόμου και Κουντουριώτου, στον λόφο του Στρέφη, ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα στιγμιότυπο από τη ζωή ή κάποιο λίγο ή πολύ δυσεύρετο έργο του.
Σήμερα θα παρουσιάσω μιαν επιφυλλίδα του Λαπαθιώτη, γραμμένη λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία του, μιαν επιφυλλίδα που αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια σπαραχτική εξομολόγηση του ποιητή για την αδυναμία του να προφυλαχτεί από τους επιτήδειους που εκμεταλλεύονταν την αφέλειά του και τον λήστευαν πίσω από την πλάτη του ή και μπροστά στα μάτια του.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Λαπαθιώτης δεν φτάνει στο σημείο να ομολογήσει ανοιχτά ότι θύμα των επιτήδειων απατεώνων έπεσε ο ίδιος.
Υποτίθεται πως όλα αυτά συνέβησαν σε έναν στενό του φίλο, στον οποίο δίνει τον λόγο για να εξομολογηθεί.
Φυσικά, το προκάλυμμα είναι τόσο διάφανο που πανεύκολα καταλαβαίνουμε την αλήθεια -άλλωστε δεν κάνει καν τον κόπο να συγκαλύψει τα πραγματικά περιστατικά, π.χ. μιλάει για κτήμα στην Πάτρα, ενώ είναι γνωστό ότι είχε περιουσία εκεί.
Κι έτσι, πιο εύκολα κατηγορεί για κορόιδο τον “άλλον εαυτό του”, παρά αν παραδεχόταν ανοιχτά ότι όλες αυτές οι απογοητεύσεις και οι περιπέτειες συνέβησαν στον ίδιον.
Η επιφυλλίδα δημοσιεύτηκε στα μέσα του 1943 στην εφημερίδα Πρωία και εγκαινίασε τη συνεργασία του Λαπαθιώτη με την εφημερίδα αυτή, η οποία, ίσως να το έχω ξαναγράψει, μέσα στα μαύρα χρόνια της κατοχής, που όμως είχαν αρχίσει να γεμίζουν ελπίδα μετά την ήττα των ναζήδων στο ανατολικό μέτωπο, κατάφερνε στην πρώτη σελίδα της να προσφέρει μια πραγματική πνευματική πανδαισία στον αναγνώστη, καθώς η υποχρεωτική και σχεδόν απόλυτη έλλειψη πολιτικών ειδήσεων άφηνε χώρο
για το χρονογράφημα του Βάρναλη,
το μυθιστόρημα σε συνέχειες του Καραγάτση,
τις επιφυλλίδες γνωστών λογίων,
τις αντιπαραθέσεις για το γλωσσικό,
τα ιστορικά και λαογραφικά άρθρα.
Ο Λαπαθιώτης στην Πρωία δημοσίευσε συνολικά οχτώ επιφυλλίδες, αλλά, με εξαίρεση αυτήν εδώ, όλες οι επόμενες εξετάζουν γλωσσικά ή πνευματικά θέματα, δεν έχουν δηλαδή τον (έστω και συγκαλυμμένο) προσωπικό χαρακτήρα της πρώτης αυτής δημοσίευσης.
Αξίζει επίσης να σημειώσω ότι το 1943, που ήταν ο τελευταίος χρόνος της ζωής του, ο Λαπαθιώτης είχε εντονότατη συγγραφική δραστηριότητα, καθώς συνεργάστηκε με τουλάχιστον 14 διαφορετικά έντυπα, άλλοτε σε εφήμερες και άλλοτε σε μόνιμες συνεργασίες.
Από τα πρόσωπα της τραγωδίας, ο μεσαίος επιτήδειος (ο κλέφτης των βιβλίων) είναι σίγουρα ο Μήτσος Παπανικολάου, που άλλωστε έμελλε λίγους μήνες αργότερα να πεθάνει, πάμφτωχος και εξαθλιωμένος, όπως οι περισσότεροι ναρκομανείς που η κατοχή αναπόδραστα τούς τσάκισε.
Ο τρίτος, ο νεαρός θαυμαστής, έχω μιαν υποψία ποιος ήταν, αλλά θα περιμένω άλλους λαπαθιωτιστές να το επιβεβαιώσουν -έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε πολλά στοιχεία.
Βέβαια, το κουτί με τους διαβήτες και τα άλλα γεωμετρικά όργανα θα ανήκε στον στρατηγό Λεωνίδα Λαπαθιώτη, πατέρα του ποιητή και διακεκριμένο μαθηματικό, καθηγητή του Πολυτεχνείου ένα φεγγάρι.
Όσο για τον αητονύχη δικηγόρο, δεν έχω ιδέα. Πάντως, το μεγάλο κτήμα της Πάτρας τελικά κάποιος άλλος το οικειοποιήθηκε, γιατί ο Λαπαθιώτης, όπως ξέρουμε, κηδεύτηκε με έρανο.
Πριν προχωρήσω, να διευκρινίσω πως η φωτογραφία, που δείχνει τον Λαπαθιώτη σε ηλικία πέντε χρονών, δεν έχει καμιάν άλλη σχέση με το άρθρο που ακολουθεί, πέρα από το ότι είναι, απ’ όσο ξέρω, αθησαύριστη, όπως και η επιφυλλίδα.
Πολλά είπα, ιδού η επιφυλλίδα (μονοτονίζω και προσαρμόζω την ορθογραφία):
Άνθρωποι και σημεία των καιρών
Πολλές φορές, πάρα πολλές φορές, στο διάστημα της ήμερης, της ήρεμης, της έρημα στοχαστικής ζωής μου, βλέποντας και παρακολουθώντας πράξεις, σκέψεις, κλίσεις κι εκδηλώσεις διαφόρων, γύρω, συνανθρώπων, είτε και πολύ συγγενικών μου, ίσως, σε πολλά άλλα σημεία συναδέλφων μου, έχω φτάσει να διερωτώμαι, αν είναι δυνατόν αληθινά, εγώ κι αυτοί, ν’ ανήκουμε στο ίδιο είδος συνομοταξίας ζώων!
Υπάρχει τόση ηθική διαφορά, τόση άβυσσος πραγματική πεποιθήσεων, ενστίκτων, αισθημάτων, επιθυμιών και διαθέσεων, αναμεταξύ αυτών κι εμένα, που δε μπορώ να φαντασθώ πως γεννηθήκαμε μέσα στο ίδιο πλαίσιο αισθαντικών υπάρξεων, μέσ’ στην περιοχή μιας ίδιας ράτσας…
Κι όμως, το εξωτερικό μας είναι όμοιο, η οργανική κατασκευή μας, η σύνθεση κι η λειτουργία, όμοιες, το κάθετί μας, ίδιο κι απαράλλαχτο ! Ο ψυχικός μας κόσμος, όμως, είναι άλλος, όσο κανενός των άλλων όντων, μεταξύ μας, είτε μεταξύ των…
Ένα τέτοιο χάσμα ηθικό, — μια τέτοια άβυσσος αισθαντική, αδιαπέραστη, — καθώς των άστρων, που, ενώ κινούνται όμοια, ζουν και κινούνται, όμως, μεταξύ τους, σε ιλιγγιώδεις αποστάσεις —, με χωρίζει έξαφνα, από τους «κυνηγούς»:
ναι, ναι, τους συνανθρώπους μου, που, ενώ είναι άνθρωποι, επίσης σαν κι εμένα, έχουν, όμως, τη φριχτήν αυτή θηριωδία να παίρνουν ένα όπλο, στα καλά καθούμενα, και ξεκινώντας ένα γελαστό πρωί, χαράματα, μέσα σε τοπία μαγικά, τοπία ρεμβασμού και προσευχής, πάνε, μεθοδικά κι εκ προμελέτης, να σπείρουν την οδύνη και το θάνατο, σε ξένοιαστες και φτερωτές υπάρξεις, που κελαϊδούν χαρμόσυνα, στο γαλανό διάστημα, και τονίζουν ύμνους προς το φως…
Ό,τι για κείνους, είναι διασκέδαση, — για μένα, είναι έγκλημα τεράστιο, έγκλημα βδελυρό και τερατώδες, που, μπροστά του, ωχριούν και είναι πράξεις άκακες, όλα τ’ άλλα τ’ ανθρώπινα εγκλήματα !
Δε βρίσκω τίποτε, στον κόσμο, φοβερώτερο, απ’ αυτή τη θεληματική, ψυχρή και στυγερή δολοφονία, που γίνεται για γούστο, «χάριν τέρψεως», — μ’ απόλαυση, με κέφι, δίχως τύψεις…
Αλλά θαρρώ πως έφυγ’ απ’ το θέμα μου. Δεν είναι για τους κυνηγούς, που γύρευα να πω. Το ‘φερα για παράδειγμα χαρακτηριστικό των όσων διατύπωσα πιο πάνω.
Ο σκοπός μου είναι να μιλήσω για μιαν άλλη ράτσαν αξιόλογη, — ράτσα καθαυτό της εποχής μας —, για τη ράτσα των «απατεώνων», που θριαμβεύουν σήμερα, καθ’ όλη τη γραμμή, βοηθημένοι, βέβαια, κι από τις περιστάσεις, τις όλως εξαιρετικές για όλους μας, που τους παρέχουν άφθονο το έδαφος της δράσεως, και τους κάνουν να κινούνται, άνετα, προς όλων των ειδών τις κατευθύνσεις…
Αφηγούμαι περιστατικά, — περιστατικά συγκεκριμένα, που συνέβησαν σε κάποιο στενό φίλο μου, με τον οποίον συνδεόμεθα ανέκαθεν, — ένα είδος «άλλου εαυτού» μου —, άνθρωπον αγαθό, καλοπροαίρετο, που ποτέ δεν έβλαψεν, εκούσια, κανένα, — ένα «κορόιδο», δηλαδή, λαμπρό της εποχής μας.
Για το ζωντανότερο του πράγματος, ας τον αφήσω, μόνο του, να μας τ’ αφηγηθεί:
—Καθώς ξέρεις από κάμποσες κουβέντες μας, είμαι ιδιοκτήτης ενός κτήματος, κτήματος οικογενειακού, λίγο παρακάτω απ’ τας Πάτρας, κι αυτό το κτήμα έτυχε να εμπλακεί σε δίκη, σχετιζομένη με την πώλησή του.
Ανέθεσα σε κάποιο δικηγόρο, τη διεξαγωγή της υποθέσεως, — δικηγόρο μεγαλοπρεπέστατο, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στο λέγειν, πολύ «κύριον» στους τρόπους και στις φράσεις του —, γοητευμένος απ’ το φέρσιμό του, αν και μια σκοτεινή διαίσθησή μου, με ειδοποιούσε, κάθε τόσο, για τον κάποιο κίνδυνο που έτρεχα, με το να του παραδοθώ τόσο ανεπιφύλακτα, και με τόση φιλική, τυφλήν εμπιστοσύνη.
Κι ο δικηγόρος, μη αρκούμενος στα κέρδη του, που θα ήσαν αρκετά σημαντικά, μη αρκούμενος στα δώρα, και στα χρήματα, που διάφοροί μου συγγενείς, του παρέδιδαν για να μου παραδώσει, και που δεν έφθαναν στα χέρια μου ποτέ, δοκίμασε, χωρίς πολλά προσχήματα, να με υποκαταστήσει ζωντανό, και να γίνει, αυτός, μόνος κύριος του κτήματος, παραμερίζοντάς με εντελώς…
Ένα πληρεξούσιο, που του είχα κάνει, η μάλλον που μου είχεν αποσπάσει, τάχα για να με διευκολύνει, και για να ‘χει πιο ελεύθερες κινήσεις, του χρησίμευσεν ως βάσις, κι ως εφόδιο για όλες του τις ύποπτες ενέργειες:
Αφού δεν τα κατάφερε να… δωροδοκηθεί απ’ τον αντίδικο, συνεβλήθη με τον ενοικιαστή μου, να νέμονται το κτήμα μου, με όλην των την άνεση, — ενώ εγώ, ο δυστυχής πελάτης του, εστερούμην κάθε εισοδήματος, και πουλούσα έπιπλά μου, για να ζήσω !
Η πλεκτάνη, βέβαια, στο τέλος, φανερώθηκε, — η ζημιά, ωστόσο, είχε ήδη γίνει, και κόντευε να γίνη σοβαρότερη, αν δε φρόντιζα, ξυπνώντας απ’ την πλάνη μου, να προλάβω το κακό, κάπως εγκαίρως !
Κι εις επίμετρον, στο τέλος, ανακάλυψα πως ο περίφημός μου δικηγόρος, ήταν στερημένος, κοντά στ’ άλλα, και της αδείας του δικηγορείν, γι’ άλλα του, προηγούμενα, όμοια κατορθώματα… Αυτά μου σκάρωσε, που λες, ο δικηγόρος μου ! Θέλεις, μήπως, να σου πω και τ’ όνομά του;…
—Τι να το κάνω τ’ όνομά του φίλε μου ; Μου αρκούν οι πράξεις του και τα καμώματά του! Δε μ’ ενδιαφέρει τ’ όνομά του…
Δεύτερο, τώρα, περιστατικό, του ίδιου αυτού φίλου, — ο οποίος ξέχασα να σας πω, είναι λόγιος, γνωστός, από καιρό. Αλλ’ ας τον αφήσομε ξανά, να μας πει την ιστορία μόνος του:
—Ξέρεις τον δεσμό μου με τον Π. Φιλία εικοσιπενταετίας, παρά την προφανή, την ολική, τη ριζική διαφορά των χαρακτήρων μας.
Εκείνος, πάντα σκοτεινός, κρυψίνους, αλλοπρόσαλλος, με τις γνωστές σου μικροπονηρίες, φθονερός, ασυνεπής και μικρολόγος. Όλ’ αυτά, θυμάσαι, τα θαρρούσαμε για παιδιακίσιες επιπολαιότητες, που επέμεναν, παρά την πάροδο των χρόνων.
Αλλά, ιδίως, τώρα τελευταία, με το εύλογο, το πρόσχημα των οικονομικών αδιεξόδων (σα να μην είχε τέτοια ο καθένας μας !), η κάθε λίγο εκμετάλλευσις των φίλων του, του είχε γίνει σύστημα, και μέθοδος υπάρξεως…
Επειδή είχα, κι εγώ, στενοχωρίες, για να τον βοηθήσω δε κι αυτόν, του ανέθεσα την πώληση βιβλίων μου, που μπορούσα ν’ αποχωρισθώ, δίχως αυτό να μου στοιχίσει και πολύ, και χωρίς να ζημιώσω, κατά τίποτε, την αρμονία της βιβλιοθήκης μου.
Όπως εξακρίβωσα αργότερα, τα πουλούσε σε τριπλάσια τιμή, από κείνη που μου παρουσίαζε, παίρνοντας, συγχρόνως, τακτικά, και το συμφωνημένο ποσοστό του.
Αλλά το χειρότερο δεν τ’ άκουσες ακόμα: Κάθε λίγο και λιγάκι ήταν σπίτι μου, — και κάνοντάς με να βγαίνω από την κάμαρα, — τις περισσότερες φορές, για να του φέρνω χρήματα, — επωφελείτο της μικρής εκείνης απουσίας μου, για να κλέβει, γρήγορα, διάφορα βιβλία μου, που μοσχοπουλούσε, εννοείται, για το ευχαριστώ της καλοσύνης μου!…
Κι ένα τρίτο περιστατικό, του ίδιου, πάντα, φίλου μου, από τα πιο χαρακτηριστικά, κωμικοτραγικά παθήματά του:
— Είχα κι ένα θαυμαστή μου νεαρό, καθώς έχουν όλοι, όσοι γράφουν. Ζωηρό παιδί, και προθυμότατο, κάνοντάς μου χίλιες δυό περιποιήσεις, και που, ειλικρινά, το συμπαθούσα.
Κι αυτός ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μου, και του δάνειζα βιβλία, να διαβάζει, — πράγμα που πολύ μ’ ευχαριστούσε, γιατί μπορούσα και τον βοηθούσα να μορφώνεται και να καλλιεργείται.
Κάποιες μέρες, κάπως πιο στενόχωρες, βλέποντας την τόση προθυμία του να γυρεύει να μ’ εξυπηρετήσει, του έδωσα ένα κουτί, μ’ εργαλεία για χαράκτες και αρχιτέκτονες, με διαβήτες, με μεταλλικές γωνιές, που δε μου χρησίμευε, ατομικά, σε τίποτε, — να κοιτάξει να το διαθέσει σε μαθητές του Πολυτεχνείου, φίλους του, είτε σ’ επιστήμονες γνωστούς του, όπως με διαβεβαίωνε πως είχε.
Μαζί μ’ αυτό, και μερικά βιβλία, κι’ αυτά, επίσης, για τον ίδιο το σκοπό. Τα πήρε προθυμότατα, με χίλιες υποσχέσεις, χαρούμενος που θα με βοηθούσε σε μια παροδική κακή στιγμή μου, — κι’ από τότε… δεν τον ξαναείδα, πάει, τώρα, παραπάνω από μήνας, ούτε κι έλαβα σημείωσή του, σχετιζομένη με την εξαφάνισή του !
Και θα ήμουν διατεθειμένος να πιστέψω, δίχως δισταγμό, πως του συνέβη κάποιο απευκταίο, αν δε με βεβαίωναν ότι τον βλέπουν έξω, όπως πάντα, κι ότι ρωτάει, μάλιστα, τι γίνομαι !…
Κι έτσι, κλείνω την αφήγηση του φίλου μου, του κλασικού «κορόιδου» των καιρών μας !
Μου τα ‘λεγε, και μόνο που δε δάκρυζε… Και τώρα επιστέφω στο ερώτημα που είχα θέσει στην αρχή του σημειώματός μου:
Μεταξύ ανθρώπων, σαν αυτούς, που παρουσιάζω παραπάνω, — και των άλλων, των «κορόιδων», σαν το φίλο μου, που επιμένουν, σε μια τέτοιαν εποχή, να πιστεύουν στην αξιοπρέπεια, στην καλοσύνη και στην ειλικρίνεια, αν και το ίδιο, αν όχι περισσότερο, πιεζόμενοι από τις περιστάσεις, υπάρχει τίποτε κοινό, πραγματικά, που να μας δίνει το δικαίωμα να λέμε, ότι ανήκουν, έτσι όπως εμφανίζονται, στο ίδιο είδος συνομοταξίας ζώων;…
Απλώς ρωτώ, — και περιμένω την απάντηση, από τους ειδικούς τους επιστήμονες, ζωολόγους η ανθρωπολόγους….
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου