23χρόνια έκλεισαν απ’τον θάνατο του μέγιστου αυτού ποιητή και του πιο αγαπημένου μου.
Η ποίησή του πλημμυρίζει ανθρωπιά και μεγαλοσύνη χωρίς να λείπει κι ο διάχυτος ερωτισμός.
Ηταν ένας ποιητής που αγαπησε τον άνθρωπο,αγάπησε τη γυναίκα.
Κάθε του στίχος ένα χάδι στην ψυχή.
Πολλά ειναι τα ποιήματά του που μελοποιήθηκαν ή οι στιχοι που έγιναν κατ’ευθείαν τραγούδια.
Και μιλάμε για τραγουδια ΜΕΓΑΛΑ,τραγούδια ΣΥΜΒΟΛΑ,όπως Δραπετσώνα,Βρέχει στη
φτωχογειτονια,για να σε συναντήσω,την πόρτα ανοίγω το βράδυ,φυσάει και πολλά άλλα.
φτωχογειτονια,για να σε συναντήσω,την πόρτα ανοίγω το βράδυ,φυσάει και πολλά άλλα.
Θα παραθέσω ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ κείμενο που διάβασα στο μπλογκ του Γιώργου Σαρρήhttp://giorgossarris.blogspot.com/2010/10/blog-post_31.html που αποδεικνύει τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου.Αξίζει να το διαβάσετε.Και παραθέτω και μερικά βίντεο με ποιήματα και τραγούδια για να θυμηθούμε αυτόν τον αξέχαστο ποιητή και άνθρωπο
Ο ποιητής
Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι είναι στιγμές που το κατορθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.
Μιά τρομερή διήγηση του Μανώλη Πρατικάκη που βρηκα στο Λογομνήμονα (logomnimon.wordpress.com) και που αναδημοσιεύω με αφορμή την ημέρα του θανάτου ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, του Τάσου Λειβαδίτη.
Πιστεύω ότι γι αυτούς που σκεφτονται με ήρεμο νου, η παρακάτω ιστορία δεν θίγει φυσικά ούτε τον Γ.Ρίτσο ούτε τον Ν.Καρούζο.Και οι δύο είναι χωρίς αμφιβολία τεράστιοι ποιητές, αλλά ποτέ να μην ξεχνάμε πως ακόμη κι ποιητές αυτού του μεγέθους είναι άνθρωποι με απλές μικρές η μεγάλες ανθρώπινες αδυναμίες.
Πιστεύω ότι γι αυτούς που σκεφτονται με ήρεμο νου, η παρακάτω ιστορία δεν θίγει φυσικά ούτε τον Γ.Ρίτσο ούτε τον Ν.Καρούζο.Και οι δύο είναι χωρίς αμφιβολία τεράστιοι ποιητές, αλλά ποτέ να μην ξεχνάμε πως ακόμη κι ποιητές αυτού του μεγέθους είναι άνθρωποι με απλές μικρές η μεγάλες ανθρώπινες αδυναμίες.
Οι νεκροί προηγούνται
“Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988 ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
“Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988 ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους. Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π.
Προσωπικά αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους του.Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα, υπήρχε.
Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν…σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα…κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ.
Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός.
Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά!
Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ».
Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε. Καταλάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνίας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι κούφιες λέξεις!
Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μακάβριο παιχνίδι. Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνεργασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξάωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει. Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσχευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φαντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγματικότητα.
Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο στους αγώνες και την τέχνη. Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέκι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βραχνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται…είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι, που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντανός.
Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλιστικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που είχαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμαστε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει η Σοβιετική ΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή.
Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.”
Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.”
Αθήνα, Μανόλης Πρατικάκης
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Τεύχος 140, Απρίλιος- Ιούνιος 2008.
αντιγραφή από το http://gianniszelianaios.blogspot.com/2008/04/blog-post.html
http://papaioannou.wordpress.com/2010/10/31/%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%83-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CF%84%CE%B7%CF%83-20-%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-1922-30-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%89%CE%B2%CF%81%CE%AF/
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Τεύχος 140, Απρίλιος- Ιούνιος 2008.
αντιγραφή από το http://gianniszelianaios.blogspot.com/2008/04/blog-post.html
http://papaioannou.wordpress.com/2010/10/31/%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%83-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CF%84%CE%B7%CF%83-20-%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-1922-30-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%89%CE%B2%CF%81%CE%AF/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου