Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Αν ο πρωθυπουργός ήταν πράγματι αυτοκριτικός, θα έπρεπε να πάρει τα πράγματα από την αρχή. Γιατί επέμενε να διορίσει διοικητή της ΕΥΠ τον κ. Κοντολέοντα, ένα στέλεχος εταιρείας παροχής υπηρεσιών ασφάλειας με μηδαμινή πείρα σε θέματα εθνικής ασφάλειας; Γιατί άλλαξε φωτογραφικά τον νόμο περί τυπικών προσόντων

 



 










Στο διάγγελμά του για την υπόθεση της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνομιλιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην «αυτοκριτική» διάθεση που, όπως είπε, τον χαρακτηρίζει.

Αναζήτησα την «αυτοκριτική» στο διάγγελμά του, αλλά δεν τη βρήκα. 

Σαν τον πιστό που διακηρύσσει τη φιλαλληλία αλλά δεν την αποδεικνύει, ο κ. Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι επιδίδεται σε αυτοκριτική αλλά, απέφυγε, εν προκειμένω, να την ασκήσει.

 Ναι μεν, αξιέπαινα, παραδέχθηκε το λάθος της ΕΥΠ, αλλά η παραδοχή σφάλματος δεν συνιστά αυτοκριτική. Αυτοκριτική θα πει: 

εξετάζω πού έκανα λάθος και γιατί. Αν είχα τη δυνατότητα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, τι θα έπραττα διαφορετικά;

Αν ο πρωθυπουργός ήταν πράγματι αυτοκριτικός, θα έπρεπε να πάρει τα πράγματα από την αρχή. 

Γιατί επέμενε να διορίσει διοικητή της ΕΥΠ τον κ. Κοντολέοντα, ένα στέλεχος εταιρείας παροχής υπηρεσιών ασφάλειας με μηδαμινή πείρα σε θέματα εθνικής ασφάλειας; 

Γιατί άλλαξε φωτογραφικά τον νόμο περί τυπικών προσόντων, προσθέτοντας την ασαφή διαζευκτική φράση «ή δεκαετής τουλάχιστον αποδεδειγμένη επαγγελματική απασχόληση», προκειμένου να διοριστεί ο κ. Κοντολέων;

 Γιατί αυτή η επιμονή στην επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου, στην εταιρεία του οποίου είχε επιβληθεί πρόστιμο για «συμμετοχή σε συμφωνία/εναρμονισμένη πρακτική» από την Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2015 και η οποία είχε καταγγελθεί για παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας το 2009 (βλ. «K», 13/6/2009);

Οταν υπάρχουν σκιές σε έναν επικείμενο δημόσιο διορισμό, οι οποίες τεκμηριώνονται σε σχετική συζήτηση στη Βουλή, γιατί μια κυβέρνηση που διακηρύσσει ότι επιδιώκει τη συναίνεση για εθνικά θέματα δεν μεταπείθεται αλλά ενεργεί μονοκόμματα και μονοκομματικά;

Γατί να μη θεωρηθεί προσχηματική η τωρινή διακήρυξη του πρωθυπουργού ότι «θα [είναι] ανοιχτός σε κάθε δημιουργική ιδέα» για την αναδιοργάνωση της ΕΥΠ, όταν είχε κλειστά τα αυτιά του στις εμπεριστατωμένες αντιρρήσεις για την επιλογή του κ. Κοντολέοντος;

Τέλος, όταν ο πρωθυπουργός υπάγει, με συγκεντρωτικό ζήλο, την ΕΥΠ στις αρμοδιότητές του, δεν είναι εύλογο να χρεώνεται ο ίδιος την πολιτική ευθύνη για σημαντικά σφάλματά της; 

Αν ναι, πώς εξιλεώνεται πολιτικά; 

Γιατί φέρει «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» ο γενικός γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού, ένας μετακλητός διοικητικός υπάλληλος, και όχι ο πολιτικός του προϊστάμενος;

Τα θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική εξουσία είναι αναιμικά και ανεπιθύμητα από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Η παρεκτροπή της ΕΥΠ –στην καλύτερη εκδοχή, απόρροια της ακρισίας του επικεφαλής της– δεν είναι απλώς ένα «ολίσθημα», όπως είπε ο πρωθυπουργός. 


Είναι κάτι χειρότερο, το οποίο προέκυψε από τη διασταύρωση δύο αντιλήψεων για τη λειτουργία του κράτους: μία συγκυριακή (η δογματικώς αγοραία αντίληψη περί «επιτελικού κράτους», από την οποία εμφορείται η σημερινή κυβέρνηση) και μία διαχρονική (η ιδιοκτησιακή αντίληψη του κράτους, που καλλιέργησαν όλες οι κυβερνήσεις). 

Εξηγούμαι:

Οταν διορίστηκε ο κ. Κοντολέων, η κυβέρνηση χαιρέτισε την επιλογή του ως εταιρικού στελέχους «απαλλαγμένου από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που χαρακτήριζαν άλλες εποχές».

 Προσέξτε πώς απαξιώνεται ως «γραφειοκρατική αγκύλωση» η σταδιοδρομία στον κρατικό μηχανισμό και η εξ αυτής γνώση της λειτουργίας του! 

Ενα στέλεχος του ιδιωτικού τομέα θεωρείται εκ προοιμίου κατάλληλο να διοικήσει μια μυστική υπηρεσία. 

Δεν είναι σίγουρο τι προηγείται: η ιδεοληψία περί διοικητικής ανωτερότητας του ιδιωτικού τομέα και η εν συνεχεία επιλογή στελέχους από αυτόν ή η επιλογή συγκεκριμένου προσώπου και η εκ των υστέρων ιδεολογική κατασκευή για τη δικαιολόγησή της;

 Ο,τι κι αν ισχύει, υιοθετείται το αδόκιμο ιδεολόγημα ότι ο πυρήνας του κράτους διοικείται απαραιτήτως καλύτερα αν προσωρινά μεταφυτευτούν σε αυτό στελέχη της αγοράς, όχι αν το κράτος αναπτύξει ενδογενώς τα δικά του στελέχη, όπως συμβαίνει σε θεσμικώς ανεπτυγμένες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. 

Αν ο πρωθυπουργός ενδιαφερόταν για διεθνώς «βέλτιστες πρακτικές», όπως είπε, θα επιδίωκε να μάθει από τη μακρά παράδοση δημόσιας διοικητικής αριστείας αυτών των χωρών.

Τα θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική εξουσία είναι αναιμικά και ανεπιθύμητα από την εκάστοτε κυβέρνηση.

 Στην κοινοβουλευτική συζήτηση για τον διορισμό του κ. Κοντολέοντος, το 2019, ο υπουργός κ. Γεραπετρίτης είπε: 

«ΕΥΠ σημαίνει να [έχει τη] δυνατότητα [η] κυβέρνηση να διορίζει τα πρόσωπα και να ορίζει τα προσόντα για να εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον». 

Με άλλα λόγια: 

Η κυβέρνηση θέλει να κόβει και να ράβει κατά το δοκούν – να προσαρμόζει καιροσκοπικά τα προσόντα σε προεπιλεγέντα πρόσωπα και να επιλέγει ετσιθελικά όποιον επιθυμεί. 

Το έκαναν διακομματικά όλοι – από τους διορισμούς των Ψυχάρη (στη θέση διοικητή του Αγίου Ορους) και Μίχα (στη θέση προέδρου του ΕΦΕΤ) μέχρι χαριστικούς διορισμούς στη διοίκηση νοσοκομείων. 

Οταν το κράτος το βλέπεις σαν λάφυρο, το μεταχειρίζεσαι σαν ιδιοκτησία. Ο προβληματισμός περί θεσμικής διακυβέρνησης (governance) (π.χ. πώς εποπτεύεται καλύτερα η ΕΥΠ σε ένα κράτος δικαίου;) υποβαθμίζεται. Αυτό που μετράει είναι να διοικεί τον κρατικό φορέα κάποιος «δικός μας».

Το πραγματικό ερώτημα, τελικά, δεν είναι γιατί και πώς προέκυψε η παρεκτροπή της ΕΥΠ, αλλά πώς (και για πόσο ακόμη) αυτή η χώρα (θα) καταφέρνει να στέκεται όρθια.

* Ο κ. Χαρίδημος K. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου