Αντιμέτωπο µε αναπάντητα και για το ίδιο ερωτήματα για την υπόθεση των υποκλοπών βρίσκεται το Μέγαρο Μαξίμου, ενώ χαράσσει τη στρατηγική του για τις επόμενες, «δύσκολες» επικοινωνιακά, εβδομάδες με αιχμή τις μάχες με την αντιπολίτευση στη Βουλή, αλλά και την προετοιμασία των μέτρων θωράκισης της ΕΥΠ για τα οποία δεσμεύθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Παράλληλα, στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αλλά και σε όλα τα κομματικά γραφεία, επιχειρείται η ανίχνευση του νέου πολιτικού τοπίου που έχει δημιουργήσει η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη: με την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής, στις 22 του μηνός, η χώρα εισέρχεται σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που, μετά την πλήρη «ρήξη» στις σχέσεις Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, και Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη σε προσωπικό επίπεδο, οδηγεί σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια σε διπλές κάλπες, από τις οποίες όμως, περισσότερο από ποτέ, ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας καθίσταται δυσεπίλυτος γρίφος.
Οι φόβοι
Κυρίαρχη εκτίμηση στο Μέγαρο Μαξίμου είναι πως, παρά το σοκ και την αναμενόμενη φθορά από τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, η εικόνα της κυβέρνησης μπορεί να αναταχθεί.
Όπως αναφέρουν συνεργάτες του, ο πρωθυπουργός επέδειξε αντανακλαστικά με την αποπομπή του τέως διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντος και την αποδοχή της παραίτησης του διευθυντή του Γραφείου του, Γρηγόρη Δημητριάδη.
Όμως αναγνωρίζουν και οι ίδιοι ότι υπάρχουν δύο σημαντικοί αστερίσκοι που μπορεί να ανατρέψουν πλήρως τα δεδομένα:
Πρώτον, να αποδειχθεί πως εν αγνοία του κ. Μητσοτάκη και του Μεγάρου Μαξίμου η ΕΥΠ είχε προχωρήσει σε «επισυνδέσεις» εις βάρος και άλλων πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων ή επιχειρηματιών με πρόφαση λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Παρότι δεν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις ή πληροφορίες, το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού ο κ. Κοντολέων ουδέποτε ενημέρωσε το πρωθυπουργικό γραφείο για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη. Μάλιστα, δεν το έπραξε ούτε όταν προσήλθε μαζί με τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για το σκέλος της απόπειρας παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ με το παράνομο λογισμικό Predator, ούτε και στη συνέχεια, γεγονός που, σύμφωνα με πληροφορίες, προκάλεσε και την έκρηξη του κ. Μητσοτάκη όταν έγινε γνώστης όλων των πτυχών της υπόθεσης την προπερασμένη Πέμπτη.
Δεύτερον, να επιχειρηθεί η ευρύτερη «υπονόμευση» της κυβέρνησης.
Να διατυπωθεί δηλαδή δημοσίως από κάποιο «εμπλεκόμενο» πρόσωπο η –πλήρως ανυπόστατη, όπως τονίζεται– καταγγελία ότι κάποιο μέλος του Μεγάρου Μαξίμου τελούσε εν γνώσει της παρακολούθησης. Είναι προφανές πως μέσα στο γενικότερο κλίμα τοξικότητας που έχει διαμορφωθεί, μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε βόμβα στα θεμέλια της κυβέρνησης.
Επί του παρόντος, πάντως, οι προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι εστιασμένες στη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου λειτουργίας της ΕΥΠ, για το οποίο δεσμεύθηκε την περασμένη Δευτέρα ο πρωθυπουργός, και στην επιτυχή αντιμετώπιση των πυρών της αντιπολίτευσης σε μια σειρά από «αναμετρήσεις» που αναμένονται στη Βουλή. Βούληση του κ. Μητσοτάκη είναι η θεσμική θωράκιση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών να αποτελέσει προϊόν συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων, ως μέρος των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής που θα συγκροτηθεί για την υπόθεση Ανδρουλάκη.
Ήδη, όμως, το Μέγαρο Μαξίμου εξετάζει συγκεκριμένα μέτρα που θα προτείνει, ενώ αναζητούνται προκειμένου να υιοθετηθούν και οι «βέλτιστες πρακτικές» που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ειδικότερα, ως πρόσθετες δικλίδες ασφαλείας για τον τρόπο λειτουργίας της ΕΥΠ εξετάζονται:
Δρομολογείται η δημιουργία Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στην ΕΥΠ, καθώς αποτελεί κοινό μυστικό πως διαχρονικά εντός της αναπτύσσονται ανεξέλεγκτοι θύλακοι.
• Η θέσπιση διαβαθμισμένου επιπέδου εγγυήσεων για τα πολιτικά πρόσωπα προκειμένου να υπάρξει άρση του απορρήτου τηλεπικοινωνιών.
Όπως λέγεται, θα μπορούσαν να διαμορφωθούν πρόσθετα «φίλτρα» –δικαστικά ή πολιτικά– προκειμένου να ανάβει το πράσινο φως για την παρακολούθησή τους είτε για ποινικές υποθέσεις, όπως συνέβη με τη Χρυσή Αυγή, είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας.
• Η διεύρυνση του αριθμού των προσώπων που συνυπογράφουν και γνωρίζουν την ταυτότητα του παρακολουθούμενου προσώπου.
Με τα υφιστάμενα δεδομένα, γνώση για τον «στόχο» της όποιας νόμιμης επισύνδεσης είχαν ο εκάστοτε διοικητής της ΕΥΠ, εν προκειμένω ο κ. Κοντολέων, και η εισαγγελέας, στη συγκεκριμένη περίπτωση η κ. Βασιλική Βλάχου.
Πλέον γνώση θα έχει και ο εισαγγελέας εφετών, που προστίθεται στο σχήμα με την πρόσφατη πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
• Η αναβάθμιση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας σε συλλογικό όργανο.
Το ΣΕΑ θα μπορούσε να αξιολογεί εάν οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που επικαλείται η ΕΥΠ για μια παρακολούθηση είναι επαρκείς ή προσχηματικοί, αλλά και να αξιοποιεί καλύτερα τις όποιες πληροφορίες προκύπτουν.
• Η δρομολόγηση αλλαγών στο εσωτερικό της ΕΥΠ, με βασικότερη τη δημιουργία Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, καθώς αποτελεί κοινό μυστικό πως διαχρονικά εντός της αναπτύσσονται ανεξέλεγκτοι θύλακοι.
Τριπλή μάχη στη Βουλή
Στο μέτωπο των κοινοβουλευτικών διαδικασιών που θα τεθούν σε κίνηση από τη μεθεπόμενη Δευτέρα, κρίσιμοι σταθμοί είναι η συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση που έχει προκαλέσει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και, βεβαίως, η σύσταση και λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής.
Η κυβέρνηση έχει ανάψει το πράσινο φως προκειμένου με την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής να συνέλθει εκ νέου η Επιτροπή Θεσμών.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, θα συναινέσει προκειμένου να κληθεί εκ νέου προκειμένου να εξεταστεί ο κ. Κοντολέων, ενώ το «παρών» αναμένεται να δώσει και ο επικεφαλής της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος.
Αντιθέτως, ερώτημα υφίσταται όσον αφορά την κ. Βλάχου, λόγω του ειδικού καθεστώτος που ισχύει για τους δικαστικούς.
Επίσης, στην Επιτροπή θα κληθεί προκειμένου να εγκριθεί η τοποθέτησή του και εν συνεχεία για να καταθέσει για την υπόθεση ο νέος διοικητής της ΕΥΠ Θεμιστοκλής Δεμίρης.
Πάντως, μέσω της Επιτροπής Θεσμών, όπως αναφέρουν κυβερνητικοί παράγοντες, δεν πρόκειται να γίνουν γνωστοί οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, καθώς, σημειώνουν, τούτο απαγορεύεται από την κείμενη νομοθεσία.
Στο διάστημα μεταξύ 22 και 27 Αυγούστου θα πραγματοποιηθεί και η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή. Ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να επισημάνει το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας επιδίωξε μια αναμέτρηση με επίκεντρο τον κ. Ανδρουλάκη στην οποία δεν μπορεί να παραστεί ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει την έντονη δυσφορία της Χαριλάου Τρικούπη.
Σε κάθε περίπτωση, «μητέρα των μαχών» θα αποτελέσουν οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής που θα συγκροτηθεί, καθώς η κυβέρνηση έχει δηλώσει ήδη πως αποδέχεται το σχετικό αίτημα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η εξεταστική θα ερευνήσει σε βάθος δεκαετίας.
Τούτο σημαίνει πως θα κληθούν να καταθέσουν για τον τρόπο λειτουργίας της ΕΥΠ οι πρώην διοικητές της, Γιάννης Ρουμπάτης –επί ΣΥΡΙΖΑ– και Θεόδωρος Δραβίλας, την περίοδο πρωθυπουργίας του κ. Σαμαρά.
Επίσης, ως απότοκο, στο μικροσκόπιο της επιτροπής θα μπουν, πέραν των υποθέσεων Ανδρουλάκη και Κουκάκη, οι καταγγελίες του ΚΚΕ και των κ. Βαρουφάκη και Λαφαζάνη για «συνακροάσεις» επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το tweet του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου περί παρακολούθησης του κ. Μητσοτάκη με το σύστημα Predator όταν ήταν επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αλυσιδωτές επιπτώσεις
Είναι προφανές πως οι τελευταίες εξελίξεις έχουν ισχυρό αντίκτυπο στο πολιτικό σκηνικό.
Το κλίμα στη Ν.Δ. είναι βαρύ, αλλά κυρίαρχη εκτίμηση είναι πως εάν η υπόθεση παραμείνει «περιχαρακωμένη» στον κ. Ανδρουλάκη, θα υπάρξει συσπείρωση στελεχών –κορυφαίων και μη– καθώς και των βουλευτών ενόψει της επερχόμενης διπλής κάλπης.
Εξάλλου, από τους τελευταίους, εάν η Ν.Δ. είναι δεύτερο κόμμα στις εκλογές με τον νόμο Μητσοτάκη, ένας στους τρεις θα απολέσει την έδρα του.
Επίσης, μένει να αποδειχθεί εάν η πλήρης ρήξη του κ. Ανδρουλάκη θα συνοδευτεί από μια σταδιακή στροφή του ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που πιστεύουν ορισμένοι στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά απορρίπτουν με κατηγορηματικό τρόπο εξ απορρήτων συνεργάτες του τελευταίου.
Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, καθίσταται πλέον δυσχερέστερος ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, εάν δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση ούτε από τις δεύτερες εκλογές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική σταθερότητα και ευρύτερα για τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου