Αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με την πίεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης οδήγησαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αναφερθεί στη Βουλή στην πιθανότητα φορολόγησης των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας, δίχως όμως να πείθει ότι το εννοεί και δείχνοντας ότι περισσότερο προσπαθεί να αποφύγει το σφυροκόπημα για τη μη λήψη μέτρων, σε αναντιστοιχία με ό,τι έπραξαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από το ρεπορτάζ, τα κέρδη των παραγωγών και εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας στο οκτάμηνο Ιούλιος 2021-Φεβρουάριος 2022 ανέρχονται στα 1,4 δισ. ευρώ, ενώ έως και το τέλος του 2022 αναμένεται να φτάσουν τα 3 δισ. ευρώ.
Αν πάρουμε τοις μετρητοίς την εξαγγελία του πρωθυπουργού για φορολόγηση των υπερκερδών σε ποσοστό 90%, τότε τα δημόσια ταμεία θα ενισχυθούν με 2,7 δισ. στη μάχη ενάντια στην ακρίβεια και τα νοικοκυριά θα πάρουν μια βαθιά ανάσα.
Το μέτρο όμως της φορολόγησης των κερδών των εταιρειών απουσίαζε από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού μετά την ολοκλήρωση της συνόδου κορυφής την Παρασκευή, παρά το γεγονός ότι μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες το έχουν ήδη εφαρμόσει.
Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Ισπανία από τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. φορολογούν τα υπερκέρδη, ενώ ανάλογα μέτρα έχουν πάρει η Βουλγαρία, η Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε μειώσεις των έμμεσων φόρων στα καύσιμα έχουν προχωρήσει 11 χώρες, σε ρύθμιση των τιμών της λιανικής 8 χώρες, ενώ μέτρα για τις τιμές χονδρικής στην ενέργεια έχουν λάβει 5 χώρες.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα τα μέτρα είναι και συνδυαστικά, με την Ισπανία να έχει προχωρήσει σε όλα τα παραπάνω σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης Σαντσεθ να συγκρατήσει τον πληθωρισμό και ανακουφίσει τις ευάλωτες
Ο Πούτιν φταίει για την ακρίβεια
Η ελληνική κυβέρνηση για μήνες παρέπεμπε τη λύση του προβλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις εισηγήσεις που έφταναν στο πρωθυπουργικό γραφείο ακόμη και από τα στελέχη των ρυθμιστικών αρχών, με τη ΡΑΕ να προτείνει πλαφόν στις ρήτρες αναπροσαρμογής από το καλοκαίρι.
Ακόμη και η Κομισιόν όμως προτείνει εθνικές φορολογικές και ρυθμιστικές πολιτικές εδώ και μήνες, δίνοντας δημοσιονομικά περιθώρια στις χώρες για την εφαρμογή τους σε συνθήκες κρίσης.
Ο πρωθυπουργός φαίνεται ότι αντιμετώπισε μια κρίση δίχως να εξετάζει βασικές παραμέτρους αυτής.
Πρώτον, δεν αντιλήφθηκε την επιβάρυνση στη ζωή των πολιτών.
Στην κυβέρνηση ήταν και παραμένει άγνωστο πώς είναι να ζει μια οικογένεια με τον μέσο μισθό στην Ελλάδα.
Δεν εκτίμησαν δηλαδή το φαινόμενο του «μισθού των 19 ημερών», γιατί ποτέ τα στελέχη της δεν το βίωσαν.
Δεύτερον, το οικονομικό επιτελείο αποδείχθηκε ανίκανο να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις.
Ο υπουργός Ανάπτυξης μέχρι πρόσφατα πίστευε ότι η αύξηση των τιμών στα καύσιμα επηρεάζει όσους έχουν Καγιέν.
Τρίτον, αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής Μητσοτάκη και της ιδεολογικής του συγκρότησης η ενίσχυση των ντόπιων επιχειρηματιών, είτε αφορά τις επιλογές διαχείρισης του ταμείου ανάπτυξης είτε τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης.
Τέλος, επιλέχθηκε επικοινωνιακά η κυβέρνηση να στηριχθεί σε μια επικοινωνιακή γραμμή που κρίθηκε επιτυχής από το Μαξίμου στη διαχείριση κρίσεων, όπως η πανδημία και οι φυσικές καταστροφές:
να αποδοθούν οι κυβερνητικές αποτυχίες σε εξωτερικούς παράγοντες και, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπάνω, πλέον να αφεθούν και οι λύσεις σε υπερεθνικές αποφάσεις.
Έτσι φτάσαμε την Παρασκευή το βράδυ στη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «για την ακρίβεια φταίει ο Πούτιν» και ότι οι λύσεις μπορεί να είναι μόνο ευρωπαϊκές.
Με δεδομένο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δρόμο ακόμη και πλέον οι ευρωπαϊκές χώρες προχωρούν σε σχέδια έκτακτης ανάγκης για αντιμετώπιση ακόμη και επισιτιστικών κρίσεων, η στρατηγική του πρωθυπουργού φαίνεται ότι εξαντλεί τα περιθώρια επιτυχούς έκβασης το επόμενο σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι επόμενοι λογαριασμοί ρεύματος, σε συνδυασμό με τη μη αντιμετώπιση του κύματος ακρίβειας οδηγούν σε ραγδαία φτωχοποίηση τους πολίτες και δεν θα ζητήσουν τα ρέστα ούτε από τον πολέμαρχο Πούτιν ούτε από τον άτολμο Σολτς.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πέσει γιατί απλώς δεν θα έχει κάνει τη δουλειά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου