Στις 7 Ιανουαρίου η αναπληρωτής υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα δήλωνε ότι σε «δυο-τρεις εβδομάδες θα πάρουμε τις ζωές μας πίσω», προαναγγέλλοντας το τέλος της πανδημίας.
Στις 31 Ιανουαρίου η Ελλάδα κατέγραψε 128 νεκρούς, στην χειρότερη μέρα από την αρχή της πανδημίας, και ο τελευταίος μήνας αποδείχθηκε ο πιο φονικός της περιόδου του κορονοϊού.
Μέσα στον Ιανουάριο έχασαν την ζωή τους 2.710 άνθρωποι, ξεπερνώντας και το «μαύρο» ρεκόρ των 2.633 θανάτων του Δεκεμβρίου, ενώ συνολικά στο τελευταίο τρίμηνο καταγράφηκαν 7,562 θάνατοι ασθενών με κορονοϊό.
Mε βάση τα στοιχεία του statista.com την τελευταία εβδομάδα η Ελλάδα έχει τον 7ο υψηλότερο αριθμό θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού στον κόσμο και τον 2ο υψηλότερο, ξεπερνώντας μακράν ακόμη και χώρες με πολύ χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού.
Εξήγηση επ’ αυτού του μακάβριου και σταθερού ρεκόρ δεν δίνεται και δεν προβλέπεται να δοθεί ούτε από την κυβέρνηση, ούτε από τους επιστημονικούς συμβούλους του υπουργείου Υγείας, οι οποίοι επί μήνες περιορίζονται να μιλούν για «σύνθετο και πολυπαραγοντικό» ζήτημα που ερευνάται.
Πιο απλά, οι αριθμοί μπορεί να σοκάρουν την κοινωνία, δεν σοκάρουν όμως το Μαξίμου. Και δεν προσμετρώνται στον πολιτικό και εκλογικό του σχεδιασμό.
Η πολιτική ανάλυση του πρωθυπουργικού επιτελείου έχει καταλήξει οριστικά στο ότι η κυβέρνηση δεν θα πληρώσει κρίσιμο πολιτικό κόστος στην πανδημία, και πολύ περισσότερο, δεν θα κριθούν οι εκλογές στις ευθύνες για τις εκατόμβες του κορονοϊού.
Η ίδια ανάλυση βασίζεται στην εκτίμηση των επιστημονικών συμβούλων του πρωθυπουργού και του υπουργείου Υγείας – μεταξύ αυτών και αμερικανικών ειδικών, σύμφωνα με πληροφορίες – με βάση τις οποίες μέσα στον επόμενο μήνα θα υποχωρήσουν εκτός από τα κρούσματα, και οι σκληροί δείκτες της πανδημίας. Και μετά την άνοιξη θα υπάρξει εκτόνωση του πανδημικού κύματος, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ως εκ τούτου, η πολιτική αποτίμηση λέει πως το δύσκολο διάστημα για την κυβέρνηση θα είναι το επόμενο δίμηνο ή τρίμηνο, και αφού παρέλθει αυτό η χώρα θα μπει στην ψυχική και οικονομική ανάταξη του καλοκαιριού – βοηθούντος και του τουρισμού.
Το δια ταύτα αυτής της ανάλυσης είναι πως μπαίνουν ξανά στον «πάγο» οι εισηγήσεις για εκλογές τον Μάιο ή τον Ιούνιο, ενισχύονται τα σενάρια που δείχνουν ως πιο ενδεδειγμένο χρόνο για τις κάλπες το επόμενο φθινόπωρο ή και την άνοιξη του 2023, και επιχειρείται ολική στροφή στο μέτωπο της οικονομίας.
Εκεί, όπως φάνηκε και από την ομιλία Μητσοτάκη στην Βουλή την Κυριακή, η κυβέρνηση θεωρεί ότι έχει πλεονέκτημα.
Και πως θα το ενισχύσει περαιτέρω αφενός με την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Μάιο – στην οποία επενδύει ως «αντίβαρο» στην εισοδηματική αποψίλωση που φέρνει ο πληθωρισμός – και, αφετέρου, με την έναρξη διανομής των πρώτων 5,2 δις ευρώ από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η ζημιά από το ναυάγιο του επιτελικού κράτους και οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως, αυτή την στιγμή τουλάχιστον, δεν υφίσταται αυτοδυναμία ούτε στις δεύτερες κάλπες, είναι δύο ακόμη παράγοντες που πάνε προς τα πίσω τον σχεδιασμό των εκλογών.
Προφανώς, το ρίσκο που εμπεριέχει ο νέος «οδικός χάρτης» είναι πολλαπλό:
Από ένα νέο ατύχημα με πυρκαγιές το καλοκαίρι και ένα πέμπτο κύμα ή μια νέα μετάλλαξη του κορονοϊού, έως μια επιτυχή ανασύνταξη του ΣΥΡΙΖΑ μετά το συνέδριο και μια παγίωση των διαρροών της ΝΔ προς το ΚΙΝΑΛ.
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο όμως η κρατούσα άποψη είναι πως «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακάμπτει», πως το ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να απειλήσει ουσιαστικά την ΝΔ και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρό προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο.
Και αποτελεί, επίσης, παγιωμένη πεποίθηση ότι οι προεκλογικές οικονομικές παροχές μπορούν να σβήσουν την πολιτική φθορά ενώπιον της κάλπης – όπως μπορούν να σβήσουν και το άχθος των νεκρών της πανδημίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου