Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Πεθαίνοντας στο Κερατσίνι σε κοινή θέα





https://www.rosa.gr/progressives/pethainontas-sto-keratsini-se-koini-thea/

Ένα οκτάχρονο παιδί πέθανε σε κοινή θέα, ξεψυχώντας επί 70 ολόκληρα λεπτά, μπροστά σε εργαζομένους εργοστασίου και περαστικούς.


Κι εδώ θα μπορούσε να τελειώσει το άρθρο.

Θα μπορούσε να μη γραφτεί τίποτε άλλο.


Διότι, όταν πεθαίνει ένα παιδί, δε θα έπρεπε να υπάρχει ούτε «ναι μεν αλλά» ούτε συνέχεια σε κάποιο συλλογισμό ούτε αιτιολόγηση της τραγικότητας του γεγονότος. 

Δυστυχώς, όμως, σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται.


Και γράφω «δυστυχώς», διότι, προς μεγάλη μου θλίψη, παρατηρώ, όχι μόνο την ανοχή μέρους της κοινωνίας, αλλά τη σιωπή όσων υποτίθεται ότι έπρεπε να μιλήσουν, να ταρακουνήσουν, να πάρουν θέση, να φωνάξουν «έχε το  νου σου στο παιδί». Όσων διαβάζουν ή ακούν επιχειρήματα τύπου «ήταν τσιγγανάκι, τι να κάνουμε» κι επιλέγουν να μη σπάσουν αυγά, για τον όποιο λόγο. 

Επειδή το θέμα «δεν πουλάει»;

Επειδή το εκλογικό κοινό «δεν είναι με τους Ρομά»;

Επειδή «είναι η οικονομία, ηλίθιε»;


Επειδή ο μικρόσκοσμος στον οποίο όλοι λίγο -πολύ εγκλωβιστήκαμε, θες από την πανδημία, θες από το φόβο, θες από τα ξέφτια της δεκαετούς κρίσης που περάσαμε, δε μας επιτρέπει να δούμε πέρα από τη μύτη μας; Θες επειδή υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος σκέφτεται ακόμα -στην πλειοψηφία του- ταξικά κι ότι οι κοινωνικές τάξεις στις οποίες απευθυνόμαστε είναι «καθαρές» από ακροδεξιές ιδέες ή επειδή δεν είναι, αλλά τις θέλουμε, δεν προτιθέμεθα να τις δυσαρεστήσουμε;


Δεν ξέρω ποια απ’ όλες είναι η απάντηση. Εικάζω πως είναι όλες μαζί.


Και αυτό καθιστά το πρόβλημα πολύ δυσκολότερο να λυθεί.


Γιατί, ποιος στ’ αλήθεια, έχει το κουράγιο να συνθλίψει το φασισμό, το ρατσισμό, το μικροαστισμό στους φίλους του;

Στους αντιπάλους σου είναι πολύ εύκολο να τον εντοπίσεις και να τον καταδείξεις.

Στους φίλους σου θέλει κότσια και ρήξεις.

Θέλει ύψωμα φωνής και χτύπημα του χεριού στο τραπέζι.

Θέλει γερό στομάχι.


Κι αυτό, πλέον, δεν ξέρω πόσες, πόσοι -και αν- το έχουν.


Ένα οκτάχρονο παιδί πέθανε και κλωτσούσαν το νεκρό κορμάκι του, για να δουν αν ζει.

Εμείς, ως παιδιά, ούτε στις κούκλες μας δε φερόμασταν έτσι… 

Κι όμως, η κοινωνία του σήμερα επιτρέπει αυτήν την εκμηδένιση, αυτήν την απαξίωση της ζωής του «άλλου»

 του Ρομά, του ηλικιωμένου εκτός ΜΕΘ, του ηλικιωμένου στη ΜΕΘ-μαϊμού, 

του νέου, αλλά ανεμβολίαστου. 

Και το επιτρέπει, επειδή το ανέχεται.

Κι αυτό που ανεχόμαστε, αυτό και προμοτάρουμε ως μοτίβο συμπεριφοράς, ως νόρμα. Ως κανονικότητα.

Στην ανθρώπινη ζωή, λοιπόν, μπήκε συντελεστής βαρύτητας.

Κι αυτό δε συνέβη ξαφνικά:

Γίνεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή τα τελευταία χρόνια.

Έγινε τότε, με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.

Αλλά έγινε και τότε, που ο κακοποιητικός φίλος χτυπούσε την κοπέλα του στο δρόμο και δεν αντέδρασε καμία και κανείς από φόβο ή ωχαδερφισμό.

Έγινε όταν ειπώθηκε ότι ο Γρηγορόπουλος «είχε αποκλίνουσα συμπεριφορά» ή όταν πολλοί συμφώνησαν πως «δεν είχε καμία δουλειά στα Εξάρχεια».

Έγινε όταν , κατά την οικονομική κρίση παίζαμε ένα blame game μεταξύ μας, κάνοντας αγώνα να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες. 

Όταν νομίζαμε ότι το πρόβλημα ήταν ένας τυροπιτάς ή ένας καστανάς κι όχι το διογκωμένο έλλειμμα από κυβερνήσεις, οι οφσόρ, η επί δεκαετίες διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, με αντάλλαγμα ένα ξεροκόμματο για το λαό. 

Όταν ασχολούμασταν μόνο με το δέντρο, αντί για τις ρίζες του. 

Αντί για το δάσος.

Όταν ο πολιτισμός άρχισε να τελειώνει, με την ομερτά ημών των ιδίων ή των γονιών μας, που, ενώ οι ίδιοι μεγάλωσαν στον απόηχο των συλλογικών θριάμβων, επέτρεψαν στη δική μας τη γενιά να εξελιχθεί σε μία από τις πιο εγωκεντρικές κι ατομιστικές.

Ο πολιτισμός μας άρχισε να τελειώνει όταν μας είναι πολύ ευκολότερο να στοχοποιήσουμε και να αποκλείσουμε ή να συντηρήσουμε τον αποκλεισμό, αντί να αγκαλιάσουμε και να ενσωματώσουμε. 

Όταν πείσαμε τον εαυτό μας ότι «δεν είναι δική μας δουλειά», αλλά κάποιου άλλου.

Ότι δεν είναι δική μας δουλειά το αδέσποτο που πεθαίνει στην άκρη του δρόμου, 

δεν είναι δική μας δουλειά ο άστεγος που πεινάει, 

το παιδί που ζητιανεύει,

 το παιδί που επί 70 λεπτά ξεψυχάει σε μία καγκελόπορτα.

Ο πολιτισμός μας πέθανε κι εμείς κοιτάμε το κουφάρι μιας κοινωνίας που ούτε η ίδια δεν έχει καταλάβει ότι είναι ήδη νεκρή. 


Πότε – πότε μας έρχεται η αποφορά της αποσύνθεσης, αλλά, ακόμα και τότε, προτιμάμε να εθελοτυφλούμε, παρά να πάρουμε το κουφάρι της και να το θάψουμε – μπας κι απ’ αυτό φυτρώσει κάτι νέο, κάτι καινούργιο, και καλύτερο.


Δε θα μπορούμε, βέβαια, να εθελοτυφλούμε για καιρό. 

Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η δυσωδία θα πνίξει κι εμάς τους ίδιους – αλλά τότε θα είναι πλέον αργά.


Το παιδί πέθανε σε κοινή θέα, σφηνωμένο ανάμεσα σε σφηνωμένα κάγκελα.

Το παιδί δε γλίτωσε.

Κι όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό για την ελπίδα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου