Η κυβέρνηση με την πρωτοβουλία της αυτή θα βρεθεί αντιμέτωπη με το σύνολο της αντιπολίτευσης. Για τον λόγο αυτό το νομοσχέδιο έχει ήδη στηρίξει δημόσια ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο επικοινωνιακός μηχανισμός του κυβερνώντος κόμματος φαίνεται επίσης να ρίχνει όλο του το βάρος στην προβολή του εργασιακού νομοθετήματος ως «εκσυγχρονισμό» της αγοράς εργασίας.
Προβάλλεται ως ένα σύνολο διατάξεων που στόχο έχουν την καλυτέρευση των συνθηκών για τους εργαζόμενους.
Παρόλα αυτά από τις διαρροές που έχουν υπάρξει από την πλευρά της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι έτσι.. Αξίζει μάλιστα να εστιάσει κανείς σε 4 συγκεκριμένους τομείς που συγκεντρώνουν το περισσότερο ενδιαφέρον.
Η κυβέρνηση και το υπουργείο Εργασίας υποστηρίζουν ότι εργοδότες και εργαζόμενοι θα διαπραγματεύονται ελεύθερα και ισότιμα το θέμα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ουσιαστικά το «κλειδί» όχι μόνο του εργασιακού νομοσχεδίου αλλά συνολικά της κυβερνητικής λογικής για τα ζητήματα της εργασίας.
Προϋποθέτει πώς ένας εργοδότης και ένας εργαζομένους ξεκινούν από την ίδια αφετηρία. Ώς εκ τούτου συμφωνίες που τυχόν θα προκύψουν μεταξύ τους θα αποτελούν προϊόν ελεύθερης και επί ίσοις όροις διαπραγμάτευσης.
Αμφισβητείται έτσι ένα δομικό στοιχείο που διέπει έως τώρα την εργατική νομοθεσία., τουλάχιστον από το 1982 που διαμορφώθηκαν τα βασικά σημερινά χαρακτηριστικά της:
Η αντικειμενική υπεροχή της εργοδοτικής πλευράς.
Ιδίως σε περιόδους όπως η σημερινή όπου τα ποσοστά ανεργίας και εργασιακής επισφάλειας είναι υψηλότατα σε σχέση με το παρελθόν. Μάλιστα το επόμενο διάστημα οι σχετικοί δείκτες αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ενημερωτικό σημείωμα που εξέδωσε η κυβέρνηση σχετικά με το εργασιακό νομοσχέδιο «το μόνο που αλλάζει είναι, ότι η επιλογή του μηχανισμού της διευθέτησης θα μπορεί να γίνεται και με αίτημα του ίδιου του εργαζομένου, όταν αυτό τον βολεύει για λόγους που έχουν να κάνουν με τη «συμφιλίωση» της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής».
Αναφέρει ότι αυτό αφορά τις επιχειρήσεις «που δεν υπάρχουν καθόλου συνδικάτα». Στην πραγματικότητα όμως θα ισχύει για κάθε επιχείρηση.
Επιπρόσθετα η κυβέρνηση επικαλείται γι αυτό την ύπαρξη νομοθεσίας από το 1990 (ν.1892) αναφερόντας πως «σε ό,τι αφορά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, αυτή είναι νόμος του κράτους εδώ και 30 χρόνια».
Όμως αν ισχύει αυτό τότε γιατί η κυβέρνηση σπεύδει να τον αλλάξει;
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι ο νόμος 1892 προβλέπει ότι αποκλειστικά «με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή συμφωνίες του εργοδότη και του συμβουλίου εργαζομένων επιτρέπεται να καθορίζεται, για διάστημα έως τρεις μήνες, αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας».
Δηλαδή προέβλεπε και χρονικό περιορισμό αλλά κυρίως απέκλειε την ατομική διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Έτσι δεν μπορούσε να έχει γενικευμένη εφαρμογή,αλλά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και στο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων κλαδικού η επιχειρησιακού χαρακτήρα.
Η κυβέρνηση δηλώνει ότι υφίσταται «ειδική διάταξη στο νομοσχέδιο και η οποία θα κατοχυρώνει όχι μόνο το 8ωρο, αλλά και το 40ωρο και το 5ήμερο την εβδομάδα».
Στην πραγματικότητα όμως αυτό που συμβαίνει είναι ότι το νομοθέτημα «αντιλαμβάνεται» το 5νθήμερο και το 8ωρο αθροιστικά.
Με τον τρόπο αυτό δίνει την δυνατότητα με την ατομική σύμβαση που συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου αυτό να «μοιραστεί» σε 6μηνιαία βάση. Έτσι λοιπόν ένας εργαζόμενος μπορεί να βρεθεί να εργάζεται έως και 10 ώρες την εβδομάδα.
Στην ίδια ατομική σύμβαση είναι δυνατόν να προβλέπεται εργασία έως και 7 ημέρες την εβδομάδα με αντίστοιχα ρεπό σε μελλοντικό χρόνο.
Ερωτηματικό είναι μάλιστα το τι θα συμβεί σε περίπτωση που ένας εργαζόμενος λείψει από την εργασία του εξαιτίας του Covid 19.
Σε αυτή τη περίπτωση με βάση νομοθετική ρύθμιση που έχει ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση καλύπτονται οι χαμένες ώρες με μία επιπλέον ώρα εργασίας επί 45 ημέρες. Έτσι το 10ωρο μπορεί να γίνει 11ωρό.
Επίσης όπως ομολογείται με σαφήνεια από την κυβέρνηση το 5νθήμερο «σπάει» αφού επεκτείνεται η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας σε σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο επίσημο ενημερωτικό σημείωμα της Ν.Δ «η Ελλάδα, ευθυγραμμιζόμενη με πρακτικές που εφαρμόζονται στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, προσθέτει στις εξαιρέσεις που ήδη ισχύουν στον γενικό κανόνα».
Σε αυτή περιλαμβάνονται δραστηριότητας «όπως οι αποθήκες, τα logistics, τα κέντρα δεδομένων, αλλά και τις εξωσχολικές δράσεις, τη μηχανογράφηση, τις εξετάσεις έκδοσης διπλωμάτων».
Μάλιστα η Ν.Δ αναρωτιέται «πώς θα μπορούσε για παράδειγμα η Ελλάδα να γίνει διεθνής διαμετακομιστικός κόμβος, όταν ο κλάδος των logistics είναι κλειστός την Κυριακή;»
Η Νέα Δημοκρατία και το υπουργείο Εργασίας λένε ότι «οι υπερωρίες όχι μόνον δεν καταργούνται αλλά ενισχύονται».
Οι υπερωρίες ως έννοια πράγματι δεν καταργούνται αντιθέτως διευρύνονται ως εργοδοτικό αποκλειστικά δικαίωμα.
Όμως η κυβέρνηση εισάγοντας την δυνατότητα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας δίνει την δυνατότητα σε μία επιχείρηση που υπό άλλες συνθήκες θα πλήρωνε υπερωρίες να μην καταβάλλει το κόστος αυτό.
Αντίθετα να προσαρμόσει τον χρόνο εργασίας των εργαζομένων στις ανάγκες της..
Έτσι σε μία περίοδο που υπάρχει περισσότερη δουλειά θα υπάρξει ταυτόχρονα διευρυμένο ωράριο ώστε να μην χρειαστεί ο εργοδότης να πληρώσει υπερωρία.
Στην πραγματικότητα λοιπόν νομιμοποιείται η απλήρωτη υπερεργασία και υπερωρία σε μόνιμη βάση.
Όπως άλλωστε αναφέρει η ίδια η Ν.Δ με το νομοσχέδιο εισάγονται 2 μηχανισμοί:
έτσι ώστε ένας εργαζόμενος «με τον ένα μηχανισμό (τις υπερωρίες) να δουλέψει παραπάνω ώρες για κάποιες μέρες και να τις πληρωθεί.
Με τον άλλο μηχανισμό (τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας) να δουλέψει παραπάνω για κάποιες μέρες και να παίρνει ως αντάλλαγμα ελεύθερες τις Παρασκευές (στην περίπτωση της 4ήμερης εργασίας) ή περισσότερα ρεπό ή παραπάνω άδειες σε περιόδους του χρόνου που επιθυμεί».
Αυτό που ΔΕΝ λέει το υπουργείο εργασίας είναι τι στην πραγματικότητα συμβαίνει με τον …συνδυασμό των δύο μηχανισμών.
Για τις περιπτώσεις που δεν θα υπάρξει διευθέτηση του χρόνου εργασίας, όπως σημειώνεται από το υπουργείο Εργασίας «αυξάνουμε τις επιτρεπόμενες υπερωρίες από τις 96 ώρες που είναι σήμερα στη βιομηχανία και τις 120 ώρες στους υπόλοιπους κλάδους, στις 150 ώρες το μέγιστο, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος».
Αυτό συνιστά εργοδοτικό δικαίωμα το οποίο μπορεί να αξιώσει ανά πάσα στιγμή οποιαδήποτε επιχείρηση.
Με αποτέλεσμα την υποχρεωτική επιπλέον εργασία.
Η κυβέρνηση εξαγγέλλει ότι στο νέο νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις ενισχύεται το καθεστώς των απολύσεων ευνοϊκά για τους εργαζόμενους.
Όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές το νομοθέτημα έχει «ένα διευρυμένο κατάλογο σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους απαγορεύεται πλήρως να γίνει μια απόλυση».
Αναφέρει ότι πέραν της απαγόρευσης απόλυσης για λόγους καταγωγής, φύλου, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, συνδικαλιστικής δραστηριότητας κ.α. προστίθενται και άλλοι λόγοι απαγόρευσης όπως ο περιορισμός στις απολύσεις πατεράδων που αποκτούν παιδία για 6 μήνες, για όσους αρνούνται την διευθέτηση εργασίας η για όσους ασκούν το «δικαίωμα της αποσύνδεσης» στην τηλε-εργασία
Παρόλα αυτά στις διατάξεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας αναμένεται να υπάρχουν διατάξεις που ουσιαστικά θα αποτρέπουν την δυνατότητα του εργαζόμενου εφόσον δικαιωθεί από τα δικαστήρια να επαναπροσληφθεί στην εργασία του.
Αυτό συνέβαινε έως σήμερα σε περίπτωση που μία απόλυση κρίνονταν άκυρη.
Επίσης προβλέπεται στην ίδια περίπτωση σημαντική μείωση της αποζημίωσης απόλυσης.
Μέχρι σήμερα εργαζόμενους που δικαιώνονταν δικαστικά αποζημιώνονταν για όλη την χρονική περίοδο με αρχική ημερομηνία αυτή της απόλυσης και μάλιστα με υπερημερία.
Αυτό πλέον δεν θα ισχύει και θα προβλέπεται αποζημίωση «αστικής ευθύνης» που στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι σημαντικά μικρότερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου