Έτσι λοιπόν θα πήγαινε αυτό το κείμενο.
Θα έλεγε επίσης, ότι την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, ο Αργύρης μαζί με την Έλλη Τρίγγου θα υποδυθούν για μία ακόμη φορά τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα αντίστοιχα, στο This is Not Romeo and Juliet, σε ένα από αυτά τα live streaming που καταφέρνουν να φέρουν πολύ κόσμο έστω και νοητά στο θέατρο, να τον συνωστίσουν με ασφάλεια και να τον κάνουν να χειροκροτήσει εν είδει ευχαριστώ προς τους συντελεστές που συνεργάστηκαν, δούλεψαν, πόνεσαν, για να παρουσιάσουν αυτήν την παράσταση.
Όλα αυτά θα συνέβαιναν εάν αυτό το διάστημα αυτός ο προαναφερθέν «πόνος» δεν λάμβανε άλλες διαστάσεις.
Ανεβάζοντας μια αυλαία που πολλοί δεν γνώριζαν και δυστυχώς ακόμη περισσότεροι ήξεραν πολύ καλά.
Ο Αργύρης απάντησε σε 13 ερωτήσεις που θα μπορούσαν ίσως να κλειστούν σε μια: Σε αυτήν που ψάχνει να βρει μια αλήθεια στο «τι συνέβη» και μια λύση στο «τι θα συμβεί από εδώ και πέρα».
Ο Αργύρης μοιράζεται με τον δικό του τρόπο εμπειρίες και σκέψεις για τις οποίες δεν έχει ξαναμιλήσει.
Ο Αργύρης.
Θα μάθω να οδηγώ μοτοκρός, να χειρίζομαι εκσκαφέα, θα αγοράσω μηχανές, θα κάνω σκοποβολή, θα μάθω γαλλικά, ποντιακά, αραβικά, πιάνο, κιθάρα, μπουζούκι, θα βρω το κούρεμά μου, τα ρούχα, τα τατουάζ, τα δαχτυλίδια, τα σταυρουδάκια του ρόλου, τα λόγια του, πώς μιλάει, πώς πονάει, ποια είναι τα βλέμματά του, τα όνειρά του.
Πάντα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ.
Αν πω το «ναι» θα είμαι εκεί μέχρι τελικής πτώσης. Είμαι ο πρώτος που θα μπω στη μάχη και ο τελευταίος που θα φύγει.
Βασίζεσαι σε αυτό το πρότυπο; Μπορείς;
Πετυχημένοι, φτασμένοι, τεράστιοι, που αποτελούν δήθεν πρότυπα, αλλά υποκύπτουν στην ασυδοσία, στη λαγνεία, στην κατάχρηση εξουσίας, στη βία. Πού να ψάξεις για πρότυπα όταν πάντα βουίζει στα αυτιά μου η φράση «μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Επίσης, δεν υφίσταται πρότυπο αν δεν υπάρχει μια συναλλαγή με αυτό με την έννοια του «συνδιαλέγομαι».
Πώς μπορώ να σου πω ότι το πρότυπο μου είναι ο Γκάντι ή ο Τέσλα; Ο Μότσαρτ και ο Ντα Βίντσι; Τα πρότυπά μου εμένα είναι συνήθως άνθρωποι «εκτός χώρου», που λέμε.
Είναι προπάντων οι γονείς μου, τα αδέρφια μου, οι άνθρωποι που συναντάω στη γειτονιά μου, αυτοί που δουλεύουν στο σουπερμάρκετ, στο αρτοπωλείο, στο καφέ, είναι οι φίλοι μου και οι συνεργάτες μου.
Άνθρωποι που ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες και γινόμαστε καλύτεροι συναποφασίζοντας για ένα καλύτερο μέλλον, κλείνοντας το μάτι ο ένας στον άλλον ότι είμαστε από την ίδια πλευρά.
Ναι. Τους θαυμάζω και τους αγαπάω.
Μου εμπνέουν την εκτίμηση στον συνάνθρωπο και μια ανάγκη να μαθαίνω από αυτούς. Αυτοί βοηθούν στη καλλιέργειά μου, αυτοί συνδράμουν στη φιλοσοφία της ζωής και στο πώς να εμπλουτίζω τον χαρακτήρα μου.
Έτσι, δεν νιώθω μονός, ούτε ορφανός από πρότυπα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μου δείχνουν το πώς να γίνεσαι εσύ πρότυπο για τον άλλον.
Αυτό είναι το μυστικό και δεν θα στο πει κανείς με λέξεις.
Πρέπει να μοχθήσεις να γίνεις το πρότυπο που θα ήθελες εσύ να έχεις και να γίνεις εσύ «υπόδειγμα» για κάποιον άλλον.
Χρόνια κάτι δεν μου άρεσε στον «βωμό της τέχνης».
Η τέχνη δηλαδή να γίνεται μια επίφαση ή μια πρόφαση, ακόμη και ένα άσυλο για κάποια δήθεν «ιερά τέρατα».
Για μένα η τέχνη είναι σκέτο ιερή και εκεί μέσα δεν χωράνε τέρατα.
Κάθε είδους «μεταμόρφωση» και «ενσάρκωση» στο θέατρο είναι για να κρατήσουμε τα τέρατά μας μακριά. Για παράδειγμα, δεν έπαιξα τον Μεφιστοφελή για να εμπνεύσω στον κόσμο τον διάολο, αλλά για να τον ξορκίσω από αυτόν τον κόσμο. Να τον ξορκίσω από μέσα μας, όχι να τον αναπαράγω.
Χρόνια έβλεπα και ένιωθα ότι κάποιοι χρησιμοποιούν τον καλλιτεχνικό χώρο τον σαν «ψυχιατρείο», ένα άλλοθι για κάθε είδους τρέλα, νεύρωση, παραξενιά και ψυχοπαθολογία. Το έβλεπα, το ένιωθα, το διαχειρίστηκα.
Από καιρό το φωνάζω ότι η τέχνη θέλει υγιείς ανθρώπους, μεγαλόκαρδους, μεγαλόψυχους, γενναιόδωρους, σε επαφή με τα τραύματά τους και με το ανθρώπινο πνεύμα. Τέρμα με τους καταραμένους, εγωπαθείς, ψυχάκηδες, τέρμα. Τέρμα με το «Ποιος την έχει πιο μεγάλη και ποιος την έχει πιο παράξενη... την τέχνη».
Θέλει να αγαπάς, να δίνεσαι και να δημιουργείς συμπαίκτες, συνεργάτες, συμπολεμιστές, ίσους με ίσους, ή και καλύτερους από εσένα. Τόσα χρόνια κρύβονται πίσω από μεθόδους, συστήματα, πτυχία.
Το θεατρο θέλει τους επομενους συνεργάτες, όχι μαθητές, όχι ιπποκόμους, αυλικούς, όχι υποτελείς, όχι υποταγμένους, όχι “yes masterάδες”.
Ο καθένας πρέπει να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη, να δώσει τη γροθιά στο δικό του μαχαίρι. Αρκετά με τους παράξενους, τους ιδιόμορφους, τις «διάνοιες», τα «ταλεντάκια», τα «αρρωστάκια», πέρασε η μόδα και απέτυχε.
Ξέρεις τι; Έναν απλό άνθρωπο θέλουμε, έναν άνθρωπο.
Εμείς φταίμε, εμείς φτιάξαμε αυτούς τους δήθεν καινοτόμους, τους επιτηδευμένα πρωτοπόρους, εμείς δώσαμε χώρο σε αυτό το «δεν πειράζει αλλά είναι ταλαντούχος», στο «ναι μωρέ, είναι παράξενος, αλλά το ‘χει».
Όχι. Η αγάπη θα αλλάξει τον κόσμο, ναι, η αγάπη, που λέει και στο 1984 ο Τζωρτζ Όργουελ.
Ο σεβασμός, η ομορφιά, η συνέπεια, η εργατικότητα, η ευγένεια, η ειλικρίνεια. Αυτά είναι που χρειαζόμαστε. Είναι η εποχή της αλήθειας.
Έλεγα «μια μέρα θα είναι ταμπού το να είσαι μαλάκας».
Ε, ήρθε αυτή η μέρα.
Κανένας δεν αξίζει τέτοια συμπεριφορά. Κανένας, όποιος και να είναι.
Ακόμη και αν είσαι ατάλαντος, ακόμη και αν στη τελική «δεν κάνεις για αυτήν τη δουλειά» - για την όποια δουλειά.
Πρέπει να τελειώνει η φάση με συμπεριφορές και ανθρώπους που είναι στο απυρόβλητο. Πρέπει να φτιάξουμε έναν κόσμο που θα υποδεχτεί τον επόμενο.
Έναν κόσμο που θα βλέπει το παιδί μας σαν δικό του παιδί. Και δεν πειράζει ρε παιδιά, ας μην είμαστε και τόσο προχώ, τόσο μοντέρνοι, ας είμαστε αληθινοί, ειλικρινείς και διαχρονικοί.
Δεν μπορείς να πεις στοπ. Οι άνθρωποι αυτοί το κάνουν με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο που πραγματικά δεν ξέρεις από πού σου ήρθε.
Η ψυχική κακοποίηση δεν είναι σαν μια γροθιά στο πρόσωπο. Δεν είναι μια βρισιά ή μια προσβολή ή «ένα τασάκι» στον τοίχο. Είναι σαν «καρκίνος», σου συμβαίνει χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Mια μέρα ξυπνάς και δεν ξέρεις πώς, γιατί και από πού προέκυψε.
Η ψυχική κακοποίηση είναι η χειρότερη βία. Είναι -ας πούμε- ένα βλέμμα ταπεινωτικό και διαρκές, όμως το βλέμμα δεν μπορεί να το καταγγείλει κανείς. Είναι ένα ύφος το οποίο σου κόβει τα γόνατα, όμως το ύφος δεν μπορεί να το καταγγείλει κανείς. Είναι η κάθε είδους καταχρηστική συμπεριφορά στον βωμό της τέχνης και στα όνειρα της κάθε ψυχής.
Στα 17 μου, όταν είχα πει στην αδερφή μου, που ήταν ήδη ηθοποιός, ότι θέλω να ασχοληθώ με την υποκριτική, άρχισε να κλαίει. Τώρα κατάλαβα γιατί έκλαιγε τότε. Γιατί φοβήθηκε για μένα. Όμως δεν φοβήθηκα εγώ και γι’ αυτό δεν θα αφήσω κανέναν να φοβάται να ακολουθήσει αυτό που αγαπάει. Και τα δάκρυα της αδερφής μου θα τα σβήσω από κάθε πρόσωπο.
Πίστεψέ με, αυτή η βία είναι το ίδιο σκληρή όσο οποιαδήποτε αφόδευση, εκσπερμάτωση και εμετική λεκτική βία. Κάθε μορφή βίας, ευδιάκριτη ή μη, σεξιστική, ρατσιστική, εργασιακή μπορούμε να τη σταματήσουμε τώρα. Σκέφτομαι αυτό με τη σεξουαλικη κακοποίηση από πού έρχεται, πού σταματάει, πώς σταματάει.
Θα σου πω πώς σταματάει: Θα σταματήσουμε να χαχανίζουμε όταν ένας συνάδελφος ή συμμαθητής μας «τη βγάζει έξω» για πλάκα ή επειδή είναι «δήθεν ταλαντούχος» τού συγχωρείται μια τέτοια ακραία συμπεριφορά. Θα είναι ανεπίτρεπτο εάν συνεχίσει αυτό να θεωρείται ελευθερία σε αυτόν τον δήθεν καταπιεσμένο κόσμο.
Ελευθερία, ναι. Στην τέχνη όλοι ψάχνουμε την ελευθερία, το καταλαβαίνω, αλλά εγώ απορώ: ελευθερία ναι, όμως για ποιον;
Όλα αυτά τα ασυγχώρητα και αμήχανα χαχανίσματα έδωσαν χώρο στις σεξουαλικές επιθέσεις και στους επόμενους. Οι θύτες τρέφονται από τον φόβο σου και αυτό είναι που τους κάνει πιο δυνατούς να συνεχίσουν.
Κάθε είδους κακοποίηση βασίζεται στη σιωπή και στα χαχανίσματά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου