Ο ένας, ο Ηλίας Κασιδιάρης, ιδιοκτήτης κομματιδίου πλέον, επιχειρεί να αυτοπροβληθεί σαν διασταύρωση του Θεμιστοκλή και του Κολοκοτρώνη.
Αλλά είναι τόσο άθλιος χρήστης των ελληνικών, που ούτε τον εαυτό του δεν πείθει.
Ο άλλος, ο Νίκος Μιχαλολιάκος, δηλώνει περήφανος για τις ιδέες του.
Αλίμονο, και ο Αδόλφος ήταν, και ο Μπενίτο, κι όλοι οι πνευματικοί –τρόπος του λέγειν– πατέρες της «σποράς των ηττημένων του 1945».
Διαβεβαιώνει μάλιστα το σκορποχώρι που κατάντησαν τα αιμοβόρα τάγματά του ότι το δικαστήριο «καταδίκασε τον εθνικισμό σαν έγκλημα».
Αν η «ιδέα του εθνικισμού» σε προστάζει να δολοφονείς ανθρώπους που τους στάμπαρες σαν «κουμμούνια» στη γειτονιά και σαν εμπόδια στις αγαθοεργίες σου· αν σε αφιονίζει τόσο ώστε να μαχαιρώνεις μέχρι θανάτου ανθρώπους που το μόνο έγκλημά τους είναι το σκούρο χρώμα τους, πιθανόν και η διαφορετική θρησκεία τους, ή να μπουκάρεις νυχτιάτικα στο σπίτι τους και να τους λιανίζεις με λοστούς και σιδερογροθιές·
αν η «ιδέα του εθνικισμού», εκτός απ’ όλα αυτά, σε οδηγεί να μισείς την Ελλάδα τόσο ώστε να καταντάς δουλικός μιμητής και φανατικός θιασώτης των κατ’ εξοχήν σφαγέων της, των ναζιστικών ορδών, τότε ναι: το δικαστήριο καταδίκασε τις «ιδέες» σου, επειδή οι «ιδέες» σου δεν είναι απλώς μισαλλόδοξες αλλά αναπόφευκτα φονικές.
Οσο μπορούσαν να βγάζουν μέσα σε λίαν εξυπηρετικά αστυνομικά τμήματα τις χρυσαυγίτικες μαυρόμπλουζες και να φοράνε κατιτίς το ουδέτερο· όσο κατέβαιναν με σαρωτικές διαθέσεις στην Ομόνοια, στον Αγιο Παντελεήμονα, σε λαϊκές κι όπου αλλού, με τη βεβαιότητα ότι οι αστυνομικοί, και ειδικά τα ΜΑΤ, όχι μόνο δεν θα σταθούν απέναντί τους αλλά θ’ ανοίξουν θερμή και προστατευτική την αγκάλη τους·
όσο κρύβονταν πίσω από τη βουλευτική ασυλία για να απειλούν τη Βουλή με πραξικοπήματα, αλλά και με αγωγές όποιον τους αποκαλούσε με το όνομά τους, να-ζι-στές, το ματάκι τους γυάλιζε από την αλαζονεία, την πεποίθηση της δύναμης, τη σιγουριά του ακαταδίωκτου και του ατιμώρητου που τους πρόσφεραν διάφοροι τυχοδιώκτες του πολιτικαντισμού και των ΜΜΕ.
Και τώρα, μετά την απόφαση του δικαστηρίου, κρύβονται οι λεβέντες της Χρυσής Αυγής, οι μαθημένοι να απολαμβάνουν τη βία τους εκ του ασφαλούς, πάντα εις βάρος αδυνάμων.
Κρύβονται πίσω από γέροντες γονείς, άρρωστες μανάδες, μωρά παιδιά.
Αν νοιάζονταν γι’ αυτούς, δεν θα τους ντρόπιαζαν με τη δράση τους.
Αντί να κλάψουν για όσα βάρβαρα έκαναν, κλαίγονται.
Σαν παλικάρια της φακής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου