Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Τεμπονέρας:Το πρόγραμμα «Συν-εργασία» απέτυχε, οι απολύσεις και η ανεργία έχουν τη σφραγίδα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού




















«Σε συνθήκες ακραίας ύφεσης, όπως αυτή στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, η αδράνεια, η ολιγωρία και ο ελλιπής σχεδιασμός στοιχίζουν δραματικά και οδηγούν χιλιάδες εργαζόμενους στην απόλυτη εξαθλίωση. Δεν μιλάμε για ένα απλό 'φιάσκο'», τονίζει, σε συνέντευξή του στην »Αυγή" της Κυριακής, ο δικηγόρος-εργατολόγος Διονύσης Τεμπονέρας.
Όπως σημειώνει, «η ένταξη μόνο του 5% των εργαζομένων στον μηχανισμό αυτόματα σημαίνει ότι το υπόλοιπο 95% των εργαζομένων είναι πλήρως εκτεθειμένο στις απολύσεις, στις μετατροπές συμβάσεων και στις μειώσεις μισθών».
Συνέντευξη στον Ανδρέα Πετρόπουλο

Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης εξήγγειλε προχθές νέες διορθωτικές παρεμβάσεις στον μηχανισμό «Συν-εργασία», παραδεχόμενος έτσι ότι το πρόγραμμα έχει αποτύχει σε μεγάλο βαθμό. Ποια εικόνα έχετε εσείς από την εφαρμογή του μηχανισμού στην αγορά και γιατί δεν τον εμπιστεύτηκαν οι επιχειρήσεις;
Ο μηχανισμός «Συν-εργασία», όπως είχαμε αναδείξει και στην «Αυγή», πριν από την έναρξη λειτουργίας του, στις 15.6, ήταν εξαρχής καταδικασμένος να αποτύχει. Παρά το ''λίφτινγκ'' που επιχειρήθηκε στον μηχανισμό από τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών, προκειμένου να προσελκύσουν τους εργοδότες -με την πρόβλεψη ότι έως και τις 31 Ιουλίου το Δημόσιο θα καλύπτει όχι μόνο το 60% του πραγματικού μισθού κάθε εργαζομένου για το διάστημα που δεν εργάζεται αλλά και το 60% των εργοδοτικών εισφορών για την ίδια περίοδο-, φαίνεται ότι ακόμα και επιχειρήσεις που έχουν πληγεί σημαντικά από την κρίση του κορωνοϊού στη χώρα μας δεν έχουν υποβάλει αίτηση ένταξης στο πρόγραμμα, παρότι πληρούν τον βασικό όρο, δηλαδή να έχουν εμφανίσει κατά τους μήνες της πανδημίας μείωση τουλάχιστον 20% του κύκλου εργασιών σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες των προηγούμενων ετών.
Προκύπτει ότι έχουν υποβάλει αίτηση για ένταξη στον μηχανισμό λίγο περισσότερες από 4.500 επιχειρήσεις για τη μείωση του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας των περίπου 50.000 εργαζομένων τους, σύμφωνα και με τα στοιχεία που έδωσε ο υπουργός Εργασίας.
Εκτιμώ ότι και μετά τις προχθεσινές νέες εξαγγελίες του πρωθυπουργού και την επέκταση της επιδότησης των εργοδοτικών εισφορών τίποτα δεν θα αλλάξει θεαματικά στο πρόγραμμα «Συν-Εργασία».

Πού αποδίδετε την αποτυχία του προγράμματος;
Να θυμίσω αρχικά ότι οι εκτιμήσεις του αρμόδιου υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Βρούτση, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, έκαναν λόγο για 400.000 - 500.000 εργαζομένους, οι οποίοι και θα εντάσσονταν στον μηχανισμό στήριξης.
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι εργοδότες εμφανίζουν τη σχετική «απροθυμία» είναι αφενός η διατήρηση σε ισχύ της εκ περιτροπής εργασίας που προβλέπεται από τον ν. 3846/2010, με τον οποίο δίνεται η δυνατότητα να απασχολείται ο εργαζόμενος ακόμα και μία ημέρα την εβδομάδα, αφετέρου η πρόθεση των εργοδοτών να αναδιατάξουν τη σύνθεση του προσωπικού τους μέσω απολύσεων, καταγγέλλοντας τις συμβάσεις των πιο «ακριβών» εργαζομένων τους. Ο νόμος επέτρεψε άλλωστε τη δυνατότητα αυτή, αφού από την απόλυση προστατεύονται μόνο όσοι ενταχθούν στο «Συν-εργασία» μέχρι και 15.10.2020.

Με δεδομένη τη μέχρι τώρα αποτυχία του προγράμματος, ποιες εκτιμάτε ότι θα είναι οι επιπτώσεις και τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά;
Σε συνθήκες ακραίας ύφεσης, όπως αυτή που αντιμετωπίζει η χώρα, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, η αδράνεια, η ολιγωρία και ο ελλιπής σχεδιασμός στοιχίζουν δραματικά και οδηγούν χιλιάδες εργαζόμενους στην απόλυτη εξαθλίωση. Δεν μιλάμε για ένα απλό «φιάσκο».
Δυστυχώς, η ένταξη μόνο του 5% των εργαζομένων στον μηχανισμό αυτόματα σημαίνει ότι το υπόλοιπο 95% των εργαζομένων είναι πλήρως εκτεθειμένο στις απολύσεις, στις μετατροπές συμβάσεων και στις μειώσεις μισθών.
Αυτή η πραγματικότητα που ήδη βιώνουμε δεν ήταν μια απλή νομοτέλεια και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, με την οριζόντια απαγόρευση απολύσεων και την ουσιαστική ενίσχυση του κράτους σε εργαζόμενους και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το χειρότερο είναι ότι, ακόμα και τώρα, που είναι πανθομολογούμενο ότι ο μηχανισμός δεν λειτουργεί, ο ίδιος ο πρωθυπουργός με ασαφείς δεσμεύσεις παραπέμπει στο αόριστο μέλλον την οποιαδήποτε παρέμβαση. Δυστυχώς, αυτό μαρτυρά ότι η κυβέρνηση συνειδητά επιλέγει τη δήθεν αυτορρύθμιση της αγοράς εργασίας, σε συνθήκες κατά τις οποίες το κράτος είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή με ισχυρή παρεμβατική δράση. Θα μπορούσε λοιπόν εύλογα να υποστηρίξει κανείς ότι το αρμόδιο υπουργείο επιδιώκει το «ξεκαθάρισμα» της αγοράς, με την επιβίωση μόνο των λίγων και ισχυρών.

Ποιες δράσεις θα μπορούσαν και να διαφυλάξουν τις θέσεις εργασίας και να κρατήσουν τους μισθούς σε αξιοπρεπή επίπεδα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία;
Η κυβέρνηση δεν είναι ανάγκη να «ανακαλύψει την Αμερική». Αρκεί να ακολουθούσε το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ακόμα και εκείνες που έχουν φιλελεύθερες κυβερνήσεις, τήρησαν τους στοιχειώδες κανόνες της οικονομικής επιστήμης.
Η Γαλλία, για παράδειγμα, προχώρησε στην καταβολή του 100% του μισθού των εργαζομένων από το κράτος, με ανώτατο πλαφόν το πολλαπλάσιο κατά 4,5 φορές του κατώτατου μισθού, για τις επιχειρήσεις που διακόπτουν πλήρως την οικονομική τους δραστηριότητα.
Χώρες όπως η Ισπανία και η Μεγάλη Βρετανία ή η Πορτογαλία προχώρησαν σε αναπλήρωση των μισθών των εργαζομένων, από το 70% έως και το 100%. Επίσης, θέσπισαν έκτακτους μηχανισμούς αναπλήρωσης εισοδήματος για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού (επισφαλείς εργαζόμενους, άνεργους κ.λπ.), ενώ απαγόρευσαν τις απολύσεις και τις μετατροπές συμβάσεων, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τη γενίκευση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Παράλληλα, είναι ενδεικτικό ότι πολλές χώρες, δαπάνησαν πολλαπλάσιο ποσοστό του ΑΕΠ τους για τη στήριξη των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Ακόμα πιο σημαντικό, όλα τα παραπάνω έγιναν με συνεννόηση ή έστω σε συζήτηση (συλλογικές συμφωνίες) με τα συνδικάτα και τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αντίθετα, στην Ελλάδα η νομοθέτηση μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου άγγιξε τα όρια της συνταγματικής εκτροπής.
Δυστυχώς, οι εξελίξεις εφεξής έχουν τη σφραγίδα της κυβέρνησης, που επέλεξε «καθεστώς αποχής» από τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου