Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Ήταν πράγματι καλύτερη παλαιότερα η ελληνική δημοσιογραφία;













Του Γ. Λακόπουλου
Ο  Χρήστος Ξανθάκης έγραψε -με τον εξαιρετικό τρόπο του-ένα κείμενο στο  «Νewpost.gr«για την δημοσιογραφία.  Τον κάνει επιφυλακτικό «το κλάμα για τη χαμένη τιμή της» και  προτάσσει ότι λίγο -πολύ  τα πράγματα δεν ήταν και τόσο καλύτερα παλιότερα. 
Είναι παλιός στο κουρμπέτι, αλλά κάνει λάθος. Ήταν πολύ καλύτερα. Με συγκεκριμένους τρόπους. Ας δούμε μερικούς:
-Για να γίνει κάποιος μέλος της ΕΣΗΕΑ έπρεπε να έχει κάποιες προϋποθέσεις και πάντως υποβαλλόταν σε εξετάσεις- τις οποίες δεν περνούσαν όλοι. Δηλαδή το επαγγελματικό σωματείο είχε αίσθηση αυτοπροστασίας του. Σ’ αυτό το πλαίσιο υπήρχε πειθαρχικός έλεγχος. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερο στίγμα από τη διαγραφή από την Ένωση.
-Η δημοσιογραφία ήταν προϊόν ταλέντου, κυρίως στη γραφή, αλλά όποιος ήθελε να την ακολουθήσει την μάθαινε στην πράξη. Δεν γινόσουν δημοσιογράφος αν δεν άρχιζες από το «μονόστηλο». Και αν δεν σε έπιανε η απελπισία διαπιστώνοντας ότι αυτά που γράφεις και τα θεωρείς σπουδαία δεν δημοσιεύονται.
-Στις εφημερίδες υπήρχε αίσθηση ότι τα υλικά τους  είναι δύο: Η είδηση – και δεν υπήρχε περίπτωση να δημοσιευτεί κάτι που δεν ήταν είδηση -και η γλώσσα.
Η εντολή «ξαναγράψτο» ήταν καθημερινή. Σε κάθε γραφείο υπήρχε λεξικό- μια λανθασμένη λέξη επέφερε  επιπλήξεις.  Η γραφή έπρεπε να είναι πυκνή και ουσιώδης. «Κύριε συνάδελφε δεν είχατε χρόνο να  γράψετε λιγότερα;» έλεγε ο θρυλικός διευθυντής του «Βήματος» Α. Δημάκος.΄
-Δεν υπήρχε περίπτωση δημοσιογράφος να είναι ταυτόχρονα… ιδιοκτήτης και επιχειρηματίας, στον κλάδο ή αλλού. Ή παπάς, ή ζευγάς. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να διαφημίζει προϊόντα. Ούτε εμμέσως, ούτε άμεσα σαν μοντέλο.
Ο σπουδαίος Κώστας Τσιβιλίκας -που μαζί με την Εύη Δεμίρη ήταν το καλύτερο δίδυμο σε δελτίο ειδήσεων όλων των εποχών, υπό την μπαγκέτα του Ανδρέα Δεληγιάννη, αρνήθηκε ένα τεράστιο ποσό για την εποχή, για να φορέσει μια συγκεκριμένη μάρκα γυαλιών.
-Οι εφημερίδες ανήκαν σε εκδότες. Δηλαδή σε επιχειρηματίες που   εξασφάλιζαν την επιβίωση τους από τις πωλήσεις και τις διαφημίσεις. Δηλαδή από την επιτυχία τους. Ασφαλώς οι πιο ισχυροί αναζητούσαν και άδηλες πηγές, ή έπαιζαν πολιτικά παιχνίδια. Αλλά  οι εφημερίδες, του Λαμπράκη, της Βλάχου, του Βελίδη, του Τεγόπουλου, του Μπότση, του  Παπαγεωργίου κ.α. ήταν εκδοτικές επιχειρήσεις. Όχι παραρτήματα άλλων δραστηριοτήτων- με αγνώστους μετόχους.
-Η δημοσιογραφική εργασία ήταν πραγματική. Ο δημοσιογράφος δεν έμενε σε ένα γραφείο περιμένοντας το non paper του κόμματος, του πολιτικού, ή του επιχειρηματία. Υπήρχε εκδοτική γραμμή πολιτικών προτιμήσεων, αλλά οι δημοσιογράφοι την υπηρετούσαν με το ρεπορτάζ. Επί τόπου.
«Ρεπορτάζ από το τηλέφωνο δεν γίνεται» ήταν ο κανόνας. Ούτε έγραφε τη συνέντευξη ο συνεντευξιαζόμενος και την  έστελνε στον δημοσιογράφο. Η διάψευση δημοσιεύματος ήταν κόλαφος για τον συντάκτη και έμπαινε στο επαγγελματικό «μητρώο» του.
-Οι διευθυντές των εφημερίδων ήταν κατά κανόνα προσωπικότητες, με κύρος, μορφωμένοι, ψημένοι στη δουλειά και αφοσιωμένοι στη δημοσιογραφία.  Ήταν δάσκαλοι- στη δημοσιογραφία  όχι στην αθλιότητα. Αυτοί ήταν οι σχολές δημοσιογραφίας της εποχής. Υποστήριζαν κόμματα, αλλά δεν απέκλειαν τα υπόλοιπα.
Π.χ. σε όλες τις εφημερίδες, στην ουρά όλων των πολιτικών ρεπορτάζ υπήρχαν απαραιτήτως και οι ανακοινώσεις των αντίπαλων κομμάτων. Οι διευθυντές ήταν αφεντικά στη σύνταξη. Αλίμονο στον πολιτικό που θα  διανοούνταν να κάνει παρέμβαση στον Καραπαναγιώτη, ή τον Πασαλάρη.
Η δημοσιογραφία είχε αίσθηση της υποχρέωσης της να μην παραβιάζει τον νόμο- τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την υπόσταση των ανθρώπων. Η «συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου» δεν ήταν μόνο αδίκημα, αλλά και όνειδος. Και, αν μη τι άλλο, οι εφημερίδες είχαν το φόβο στέρησης της «ατέλειας δημοσιογραφικού χάρτου», που ήταν στοιχείο επιβίωσης τους.
-Η δημοσιογραφία ήταν η δύναμη των αδυνάτων.  Όχι μόνο ως φορέας ανάδειξης των μεγάλων ιδεών του ουμανισμού και παράθυρο στην αλήθεια. Αλλά παρούσα και στην καθημερινότητά του  πολίτη, που κατέφευγε στον Τύπο για να βρει το δίκιο του απέναντι στην εξουσία- και τον είχε συμπαραστάτη αν προσκόμιζε τεκμήρια της αδικίας του.
-Οι δημοσιογράφοι είχαν κλαδική συνείδηση -όχι για τις ευνοιοκρατικές ρυθμίσεις που είχαν εξασφαλίσει διαχρονικά.  Σέβονταν πρώτοι από όλους το επάγγελμα τους. Ο απεργοσπάστης, ήταν αποσυνάγωγος και εξαφανίζονταν από το μητρώο της ΕΣΗΕΑ. Περνούσε στο δρόμο και τον έφτυναν.  Δεν καμάρωνε αναίσχυντα από πάνω, όπως σήμερα.
-Οι δημοσιογράφοι δεν πλούτιζαν προκλητικά και δεν περιφέρονταν σαν νεόπλουτοι- ούτε  έλεγε κανείς ότι «τα κονομάνε από παντού». Δεν είχαν έσοδα υπερπολλαπλάσια του μισθού τους, δεν ήταν μιζαδόροι και βαποράκια.  
Η δημοσιογραφία δεν ήταν προπέτασμα για άλλες δραστηριότητες, όπως σήμερα: Δεν υπάρχει λοβιτούρα που να μην που να μην έχει τη στήριξη ενός μέσου. Δεν υπάρχει δυσώδης υπόθεση στην οποία να μην συμπράττει και ένας δημοσιογράφος.
Έχει δίκιο ο Ξανθάκης: «Δεν ωφελεί να μοιρολογούμε τον χαμένο Παράδεισο. Δεν έχει νόημα, μιας και ο Παράδεισος αυτός ήταν φτιαγμένος από φελιζόλ και τον είχανε χτίσει στην άμμο».
Αλλά δεν ήταν και κόλαση- σαν αυτό  που βιώνουμε σήμερα. Είτε σαν δημοσιογράφοι  μέσα στα ΜΜΕ, είτε σαν πολίτες που λοβοτομούνται νυχθημερόν, από τη διατεταγμένη ενημέρωση. Που αντιμετωπίζονται ως αγέλη με τον ευτελισμό του λόγου, τον εξευτελισμό  προσωπικοτήτων. Με  την φτήνια της θεματολογίας και την κατασκευή, όχι απλώς ειδήσεων, αλλά ολόκληρων αφηγημάτων παραπληροφόρησης.
Δεν ήταν ποτέ αγνή και άδολη η ελληνική δημοσιογραφία. Είχε τις ελλείψεις, τα κουσούρια, τις μονομέρειες, τις σκοτεινές πλευρές της. Αλλά υπήρχαν οι δημοσιογράφοι που -στην πλειοψηφία τους- τιμούσαν την ιδιότητά τους.  Υπήρχαν κανόνες, εθιμικοί έστω. 
Και πάντως δεν ήταν κακόφημο επάγγελμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου