Θανάσης Αλμπάντης
Η βράβευση της ταινίας με εξέπληξε.
Όχι διότι δεν το άξιζε.
Ίσα-ίσα, με το πολύ παραπάνω.
Αλλά, είναι τόσο ιδεολογικά φορτισμένη, η ταξική της θέση είναι τόσο φανερή, που κλίνω προς την άποψη, ότι οι κριτές δεν έπιασαν το νόημά της, αλλά την είδαν μόνο τεχνικά-καλλιτεχνικά (Α-Ψ-Ο-Γ-Η, Τ-Ε-Λ-Ε-Ι-Α από κάθε άποψη) και σαν μια μαύρη κωμωδία, σαν ένα θρίλερ του Χίτσκοκ (όλα έχουν μια κωμική μαύρη διάσταση).
Απ’ την άλλη, όμως, βραβεύτηκε και το ντοκυμαντέρ «Αμερικανικό εργοστάσιο».
Η σκηνοθέτιδα Τζούλια Ράικερτ, παίρνοντας το βραβείο, δήλωσε:
«Πιστεύουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα όταν οι εργάτες όλου του κόσμου ενωθούν».
Λες και το Σύμπαν κράτησε, με εντελώς μυστηριώδη τρόπο, μια παράξενη ισορροπία:
Αναπλήρωσε το κενό που δημιούργησε ο Κερκ Ντάγκλας πεθαίνοντας, ο κινηματογραφικός Σπάρτακος, ο ηθοποιός που όρθωσε ανάστημα στην αντικομμουνιστική υστερία.
Η ταινία συγγενεύει θεματολογικά και δραματουργικά με το «Βίαιοι, βρόμικοι και κακοί» του Ντίνο Ρίζι.
Διαφέρουν, όμως, όσον αφορά στο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
Απλώς θα πρέπει να επισημάνω εδώ, πως η τεχνολογική εξέλιξη της κορεατικής κοινωνίας (ακόμη και στα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα) είναι κάτι που εμείς δεν μπορούμε να το φανταστούμε, διότι ως χώρα ζούμε ακόμη σε τεχνολογικό και διανοητικό μεσαίωνα.
Δεν θα μιλήσω για τα καλλιτεχνικά κ.λπ. της ταινίας, αλλά για όσα σηματοδοτεί, με έναν αριστοτεχνικό, κατάπικρο και εντελώς απαισιόδοξο τρόπο.
Μια οικογένεια λούμπεν ατόμων (γονείς, γιος και κόρη) καταφέρνουν να εισχωρήσουν, σαν παράσιτα, στον «υγιή» οργανισμό μια μεγαλοαστικής οικογένειας (αντρόγυνο, έφηβη κόρη, 8χρονος γιος).
Εισχωρεί πρώτα ο γιος, μετά από τις συστάσεις φίλου του, για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών στην 14χρονη κόρη, την οποία σχεδίαζε να την παντρευτεί ο δεύτερος.
Όμως, ο γιος της λούμπεν οικογένειας τη θέλει για λογαριασμό του, παρά τις προειδοποιήσεις του φίλου του.
Ο νεαρός, λοιπόν, παίζοντας με το μυαλό της μητέρας, καταφέρνει να βάλει στην υπηρεσία των μεγαλοαστών την αδερφή του, και μετά, εξοστρακίζοντας τον οδηγό και την οικονόμο της οικογένειας, με συκοφαντίες και ίντριγκες. να προσληφθούν στις θέσεις ο πατέρας του και η μητέρα του.
Η αδερφή του, πουλώντας πολλή μούρη, γίνεται ψυχολογικός και καλλιτεχνικός σύμβουλος του πορφυρογέννητου «καλλιτέχνη» κανακάρη, εκθειάζοντας τις ζωγραφιές του, αλλά επισημαίνοντας –τάχα- τα ψυχικά προβλήματα που αυτές αποτυπώνουν.
Η λούμπεν οικογένεια έμενε σε ένα ημιυπόγειο, που απέξω ουρούσαν και ξερνούσαν οι μεθυσμένοι και μέσα έβρισκαν φιλόξενο χώρο οι κατσαρίδες και η μούχλα.
Το σπίτι ήταν προφανές, ότι είχε αγοραστεί απ’ τον πατέρα, που υπήρξε κάποτε καλός αθλητής (ακοντιστής), βραβευμένος με μετάλλιο.
Η υγρασία και η μούχλα είχε κολλήσει στα ρούχα και είχε εισχωρήσει στο μεδούλι των ενοίκων, που μύριζαν.
Η μυρουδιά της φτώχειας, που δεν φεύγει, όσο κι να πλυθεί ο –από μέσα κι από έξω- φτωχός, όσα αρώματα κι αν βάλει.
Και η μυρουδιά είχε γίνει αντιληπτή στους εργοδότες, που το συζητούσαν διακριτικά, όχι όμως όσο έπρεπε, ώστε να μην το ακούσει ο παλιός αθλητής, που έδειξε να θίγεται.
Οι μεγαλοαστοί έμεναν σε ένα καλά προφυλαγμένο, με ψηλό τοίχο, χώρο, όπου είχε κτιστεί το μεγάλο, μοντέρνο σπίτι, με τεράστιο κήπο, το οποίο ανήκε προηγουμένως στον Γερμανό (αν θυμάμαι καλά) αρχιτέκτονα, που το είχε σχεδιάσει.
Το επάγγελμα το συζύγου και πατέρα άγνωστο, δεν το αποκαλύπτει η ταινία, δεν έχει σημασία.
Διαπιστώνεις, όμως, ότι ξοδεύουν αφειδώς, χωρίς δεύτερη σκέψη, ειδικά αν τους πείσει κάποιος, ότι η δαπάνη είναι απαραίτητη, όσο παράλογη κι αν είναι.
Κυρίως δαπανούν όταν είναι να «ψωνίσουν» δυτική κουλτούρα και αμερικανιά.
Ευκαιρίας δοθείσης, η λούμπεν οικογένεια εισβάλλει στο σπίτι των αστών και βάζει χέρι σε ποτά, φαγητά, χώρο, έπιπλα, εγκαταστάσεις και κάνει ένα τσιμπούσι, που θυμίζει το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι.
Οι λούμπεν κάνουν σχέδια για το πώς θα καταλάβουν και θα κυριαρχήσουν σε όλη την οικογένεια των εργοδοτών.
Η κόρη εκδηλώνει τη βούλησή της να αποπλανήσει το αφεντικό της για να τον χωρίσει από τη γυναίκα του.
Μέσα στην τρελή χαρά και ενώ άρχισε μια μεγάλη μπόρα, εμφανίζεται στην αυλόπορτα η πρώην οικονόμος και ζητά κλαίγοντας να μπει μέσα.
Μέσα στην τρελή χαρά και ενώ άρχισε μια μεγάλη μπόρα, εμφανίζεται στην αυλόπορτα η πρώην οικονόμος και ζητά κλαίγοντας να μπει μέσα.
Τη λυπούνται, τη βάζουν και διαπιστώνουν ότι υπάρχει κρυφό αντιπυρηνικό καταφύγιο, όπου η οικονόμος κρύβει τον άντρα της, που τον κυνηγάνε για χρέη από τζόγο.
Εκεί, λοιπόν, ξεκινά το δράμα.
Η οικονόμος σκοτώνεται (πολύ δραματική και φορτισμένη σκηνή, οι εργάτες να σκοτώνονται μεταξύ τους για την εύνοια του αφεντικού) και τα αφεντικά ειδοποιούν πως επιστρέφουν.
Σε μια τρελή κούρσα, σφραγίζουν το καταφύγιο με τη νεκρή και τον άντρα της δεμένο, η μητέρα παραμένει στο σπίτι και οι λοιποί φεύγουν μέσα στη νεροποντή.
Περιμένεις πως το τόσο νερό θα είναι ο καθαρμός, αλλά λάθος.
Το ημιυπόγειο πλημμυρίζει, οι αποχετεύσεις υπερχειλίζουν, τα σκατά βγαίνουν απ’ τη λεκάνη της τουαλέτας, χωρίς σταματημό, τους πνίγουν.
Η κόρη προσπαθεί να σώσει τα μόνα για τα οποία η οικογένειά της περηφανεύεται και τα είχε κερδίσει με τον ιδρώτα του ο πατέρας, το αθλητικό μετάλλιο, το δίπλωμα και τη φωτογραφία του νικητή πατέρα της.
Την επόμενη ημέρα έχουμε την αιματηρή λήξη της αφύσικης κατάστασης.
Το σπίτι στοιχειώνει, το αγοράζουν Γερμανοί (πάντα οι Γερμανοί κερδίζουν στο τέλος) και ο πατέρας στοιχειώνει κι αυτός ζωντανός μέσα στο πυρηνικό καταφύγιο.
Μια σκιά, ένα φάντασμα, ήταν και πριν, μέσα στον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό, σκιά συνεχίζει να είναι. Ο δε γιος ονειρεύεται, ότι θα εργαστεί και θα αγοράσει το σπίτι των αστών, για να ελευθερώσει τον πατέρα του. Οι ψευδαισθήσεις που μας ταΐζει ο καπιταλισμός, για να μην εξεγερθούμε.
Η ιστορία ακολουθεί μια ελικοειδή άνοδο, σαν ανάβαση στο ζιγκουράτ της Βαβυλώνας και μετά κάνει ένα απότομο, επώδυνο γκρέμισμα στο σκληρό και αιχμηρό έδαφος της πραγματικότητας.
Αρχικά γελάμε με τα καμώματα των φτωχών, τους συμπαθάμε, νιώθουμε και συνένοχοι μαζί τους.
Στο κάτω-κάτω, είναι φτωχοδιάβολοι που επιβιώνουν, τ’ αφεντικά θέλουν να κλέψουν, που προκλητικά σπαταλούνε πλούτο αδήλωτης προέλευσης και φέρνονται συγκαταβατικά στους όζοντες υποτακτικούς τους. Όμως το γέλιο βγαίνει πικρό και ο σκηνοθέτης κατορθώνει να σε κρατεί υποψιασμένο, ανήσυχο, πως κάτι τρομερό πρόκειται να συμβεί.
Δεν σκέφτεσαι, ίσως, ότι πήραν τις θέσεις κάποιων τίμιων εργαζόμενων ανθρώπων.
Ναι, τίμιων, αλλά καθόλου μπαγάσηδων, αφού ήταν υποταγμένοι στα αφεντικά.
Κι επειδή πάντα θέλουμε ο μικρός να γίνεται μεγάλος, ο φτωχός να πάρει τη θέση του ξιπασμένου πλούσιου, πάντα αγαπάμε την Σταχτοπούτα, πάντα είμαστε με τον κλέφτη κι όχι με τον αστυνόμο, δεν ενοχλούμασταν και πολύ, έως ότου μαθαίνουμε για τον κρυμμένο άντρα της οικονόμου και αυτή σκοτώνεται.
Εδώ η ιστορία ανατρέπεται δραματικά.
Αρχίζεις κι αναρωτιέσαι:
Ποιοι είναι τα παράσιτα και για τι είδους παράσιτα πρόκειται;
Κι αυτό είναι πάνω στο οποίο θέλει να μας προβληματίσει ο σκηνοθέτης, καθώς και πάνω στο θέμα της ταξικής και παραγωγικής ηθικής και συνείδησης.
Κανένας απ’ τους ήρωες της ταινίας δεν έχει τέτοιου είδους συνείδηση.
Οι ταξικές διαφορές δεν είναι παραγωγικού χαρακτήρα, αλλά φράκτες-ταμπού.
Οι αστοί θέλουν να κρατήσουν το απαραβίαστο.
Οι λούμπεν να τους υπονομεύσουν και να εισβάλλουν οι ίδιοι.
Η εργατική τάξη είναι ικανοποιημένη που η μεγαλοψυχία των αφεντικών τους αφήνει να εισέρχονται, πού και πού, στο άδυτο των αφεντικών.
Τα παράσιτα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Αυτά που σκοτώνουν τον ξενιστή τους, αλλά στο τέλος πεθαίνουν κι αυτά, διότι δεν μπορεί να τους ταΐσει ένα πτώμα.
Σ’ εκείνα που κατορθώνουν, τελικά, να βρουν έναν τρόπο συμβίωσης με τον ξενιστή, επ’ αμοιβαία ωφελεία.
Και, τέλος, σ’ εκείνα που παραπλανούν τον ξενιστή και αφού πετύχουν στο σκοπό τους φεύγουν, προκαλώντας μικρή ζημιά.
Στην ταινία έχουμε και τις τρεις μορφές παρασιτισμού, υπό μορφή ενός φαύλου κύκλου.
1. Όσοι εργάζονται τίμια, παρασιτούν στα ψίχουλα πολυτέλειας που τους πετάνε τ’ αφεντικά και κατευνάζονται, επιτρέποντας στ’ αφεντικά να κερδίζουν απ’ την εργατική τους υπεραξία.
Δεν είναι τυχαίο που το επάγγελμα και οι πηγές εισοδημάτων και οι χώροι εργασίας του αφεντικού μένουν άγνωστα. Δεν έχει σημασία, άλλωστε.
2. Οι λούμπεν παρασιτούν σε βάρος της εργατικής τάξης, την οποία και αποβάλλουν απ’ το σύστημα.
Εν ανάγκη την εξοντώνουν.
3. Παρασιτούν και σε βάρος των αφεντικών, τα οποία, όμως, παρασιτούν σε βάρος της εργατικής τάξης. Στόχος τους είναι να γίνουν αυτοί αφεντικά. Δεν μπορεί, όμως, να συμβεί αυτό, διότι τους προδίδει η αποφορά της φτώχιας που βγάζει το κορμί τους και τα ρούχα τους.
4. Κι αυτό είναι που προκαλεί το αιματηρό αμόκ στον λούμπεν πατέρα
5. Το τελικό θύμα, απ’ το οποίο τρέφονται όλα τα παράσιτα, είναι η εργατική τάξη, που όμως, δεν έχει ταξική ηθική και συνείδηση.
Υπάρχουν και άλλα πολλά στην ταινία, μερικά θα έπρεπε να τα δούμε κάτω από το πρίσμα της κορεάτικης κουλτούρας, αλλά νομίζω πως αυτά αρκούν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου