Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ωμές παρεμβάσεις













Πριν από μερικές μέρες ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, μιλώντας στην εκπομπή «Δέκα» της ΕΡΤ, άφησε σαφείς υπαινιγμούς για την επιλογή του εισαγγελέα να ασκήσει διώξεις στους συλληφθέντες στο Κουκάκι για πλημμελήματα και όχι για κακουργήματα.

Εξέφρασε τη ζωηρή αντίθεσή του και με έμμεσο τρόπο ζήτησε, για να μην πω απαίτησε, να επανεξετάσει την υπόθεση. Την Πέμπτη το βράδυ από τον Alpha ο πρωθυπουργός ήταν ακόμη πιο ωμός. Δεν θέλει, είπε, να υποδείξει στους εισαγγελείς τι να κάνουν, όμως παίζοντας τον ρόλο του εισαγγελέα εξέδωσε απόφαση: «Οταν πετά κάποιος τσιμεντόλιθο από τον δεύτερο όροφο είναι απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση και κακούργημα». Με την ίδια λογική κινήθηκαν και οι συνδικαλιστές της αστυνομίας.

Παρελαύνοντας σε καθημερινή βάση στα φιλόξενα τηλεοπτικά στούντιο και βοηθούμενοι από τις κραυγαλέες αβάντες που τους έδιναν οι συντονιστές των εκπομπών και άλλοι καλεσμένοι (μερικοί εκ των οποίων με όχι καθαρό ποινικό μητρώο), έλεγαν ότι «η αστυνομία κάνει άριστα τη δουλειά της, αλλά η Δικαιοσύνη δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Εμείς πιάνουμε τους ταραξίες και οι εισαγγελείς τούς αφήνουν ελεύθερους». Δύο ερωτήματα:

●Είναι ή όχι παρέμβαση στη Δικαιοσύνη (σχετική καταγγελία από τον πρόεδρο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων) και μάλιστα χωρίς προσχήματα οι δηλώσεις Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη και οι πιέσεις που ασκούν οι συνδικαλιστές αστυνομικοί; Οταν γίνεται από άλλους είναι κατακριτέα και πρέπει να αποδοκιμαστεί, όταν δράστες είναι κυβερνητικοί παράγοντες και φίλιες συνδικαλιστικές δυνάμεις είναι θεμιτή ενέργεια;
●Αλήθεια, τι ακριβώς προσάπτουν στον εισαγγελέα; Οτι είναι επαγγελματικά ανεπαρκής; Οτι φοβήθηκε και δεν ήθελε να μπλέξει σε επικίνδυνες καταστάσεις; Οτι διάκειται φιλικά στους αντιεξουσιαστές και γι’ αυτό φρόντισε να τους ρίξει στα μαλακά;
Μέχρι τώρα η Δεξιά, παρά το κακόφημο παρελθόν της σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τον θεσμό, υποστήριζε ότι σέβεται τη διάκριση των εξουσιών, ότι οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι υπεράνω κριτικής, ότι δεν είναι φρόνιμο να γίνεται πολιτική σπέκουλα γύρω απ’ αυτό το θέμα γιατί σε τελική ανάλυση πλήττεται το κύρος της Δικαιοσύνης.
Οταν η ίδια ήταν στην κυβέρνηση εγκαλούσε τους πολιτικούς αντιπάλους της που ασκούσαν κριτική στις επιλογές της για την ηγεσία της Δικαιοσύνης ότι λειτουργούσαν μικροκομματικά, ωστόσο η ίδια από τη θέση της αντιπολίτευσης κατηγορούσε τις κυβερνήσεις ότι επιδίωκαν να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη τοποθετώντας σε υψηλόβαθμα πόστα ανθρώπους με μοναδικό κριτήριο τις σχέσεις τους με το σύστημα εξουσίας.
Ετσι πολιτεύτηκε απέναντι στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, με την ίδια γραμμή πορεύτηκε και την περίοδο 2015-2019 όταν στα πράγματα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Την πρακτική που είχε υιοθετήσει η ίδια δεν ανεχόταν να την ακολουθήσουν και οι άλλοι. Και στο πεδίο αυτό αναγνώριζε μόνον στον εαυτό της το δικαίωμα να συμπεριφέρεται ως ο φυσικός ιδιοκτήτης της χώρας.
Το ίδιο ακριβώς έπραξε και το ΠΑΣΟΚ τα πολλά χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα. Η λογική του ήταν ότι έπρεπε να σπάσει η κυριαρχία της Δεξιάς στην περιοχή της Δικαιοσύνης και για να το πετύχει εφάρμοσε την ίδια παρεμβατική πολιτική. Και την εποχή της Νέας Δημοκρατίας και την εποχή του ΠΑΣΟΚ εκείνη η έρμη επετηρίδα για την εξέλιξη των δικαστών είχε γίνει κουρέλι.
Για να προωθηθούν σε θέσεις ευθύνης οι εκλεκτοί της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ανατρεπόταν η σειρά, σε μερικές περιπτώσεις τόσο εξόφθαλμα που προκαλούνταν σοβαρές θεσμικές κρίσεις και παράγονταν εντάσεις στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης.
Με λίγα λόγια όλες οι κυβερνήσεις (χωρίς καμία εξαίρεση) προσπάθησαν -άλλες με ωμό τρόπο, άλλες πιο διακριτικά- να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη για ευνόητους λόγους. Στελέχη τους είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη για πράξεις ή παραλείψεις τους με ποινικά κολάσιμο χαρακτήρα και ήθελαν να αποφύγουν δυσάρεστες περιπέτειες. Πάντως, έβρισκαν και έκαναν. Δεν συνάντησαν αντιστάσεις.
Υπήρξαν πρόθυμοι δικαστικοί λειτουργοί που είτε έκλεισαν τα μάτια σε σκαστές παρανομίες πολιτικών προσώπων, είτε έβγαλαν αποφάσεις εξοργιστικά προκλητικές για το κοινό περί δικαίου αίσθημα, είτε ακολούθησαν παρελκυστικές τακτικές για να προστατεύσουν εκπροσώπους της οικονομικής ελίτ οι οποίοι είχαν νταραβέρια με την πολιτική εξουσία. Η συνέπεια ήταν να εδραιωθεί ένα κλίμα καχυποψίας στην κοινωνία και για το πολιτικό σύστημα και για τη Δικαιοσύνη.
ΥΓ. Ούτε από τη Δεξιά ούτε από την Κεντροαντιαριστερά έχω δει μέχρι τώρα κάποια επιθετική δήλωση για τις αποφάσεις δικαστηρίων σε υποθέσεις στις οποίες κατηγορούμενοι ήταν ισχυροί οικονομικοί παράγοντες (τα λεγόμενα «λευκά κολάρα») και πρόσωπα με αναφορά στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και όταν κρίνονται ένοχοι για διάπραξη κακουργημάτων, οι ποινές είναι ελαφριές (στα όρια της παρεξήγησης) και έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα (ελεύθεροι μέχρι τον δεύτερο βαθμό).
Στις σπάνιες εξαιρέσεις που κάποιοι οδηγούνται στα «σωφρονιστικά» καταστήματα, γρήγορα αποφυλακίζονται χάρη στις μεθοδεύσεις ακριβοπληρωμένων δικηγορικών γραφείων και την ευένδοτη στάση ορισμένων δικαστών.

Ανάγωγα

Ενας από τους ηγέτες της ρωσικής εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, ο Αλεξέι Ναβάλνι, ακούγοντας ότι ο πρόεδρος Πούτιν διόρισε πρωθυπουργό τον Μιχαήλ Μισούστιν, έκανε το εξής σχόλιο: «Ο Μισούστιν υπήρξε “υπηρέτης του λαού” τα 20 από τα τελευταία 22 χρόνια. Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο διαολεμένα πλούσιος;» Για πόσους από τους εγχώριους «υπηρέτες του λαού» μπορούμε να πούμε το ίδιο; Τόσους για να φάνε και οι κότες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου