Η διαχρονική στάση της Ν.Δ. για την εξέγερση: από τη σιωπή του ιδρυτή της Κωνσταντίνου Καραμανλή, που δεν πλησίασε ποτέ το Πολυτεχνείο στις επετειακές γιορτές, μέχρι την κατασυκοφάντηση του αντιδικτατορικού κινήματος από τους ακροδεξιούς συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ξάφνιασε την περασμένη Δευτέρα η αγριότητα με την οποία αντιμετώπισε τους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ η κυβέρνηση.
Πολλοί αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο επέλεξαν οι Μητσοτάκης - Χρυσοχοΐδης να κάνουν μια παρόμοια επίδειξη πυγμής στον χώρο των Πανεπιστημίων και μάλιστα την επομένη μιας επιχείρησης, η οποία μεταφέρθηκε στην κοινή γνώμη ως πλήρης απόδειξη της ανάγκης κατάργησης του ασύλου, εφόσον υποτίθεται ότι ανακαλύφθηκε και εξαρθρώθηκε «γιάφκα» στο εσωτερικό του Οικονομικού Πανεπιστημίου.
Κάποιοι άλλοι προβληματίστηκαν με την επιλογή της κυβέρνησης να επιτεθεί στο φοιτητικό κίνημα λίγες μέρες πριν από την επέτειο του Πολυτεχνείου.
Η απάντηση είναι βέβαια εύκολη.
Η στρατηγική της Ν.Δ. είναι να αποδώσει στο φοιτητικό κίνημα τη δράση των ακραίων ομάδων και να το εμφανίσει ως σύνολο «μπαχαλάκηδων».
Αυτός είναι ο τρόπος που έχει σκαρφιστεί η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων για τη δική της κατασταλτική πολιτική.
Υπάρχει, όμως, και ένας βαθύτερος λόγος που υποχρεώνει τη δεξιά κυβέρνηση να αντιμετωπίσει με ωμή βία τις φοιτητικές κινητοποιήσεις: η παλιά αμηχανία της παράταξης απέναντι στο αντιδικτατορικό κίνημα και ιδιαίτερα την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Αυτή η δυσκολία έχει ενισχυθεί από το γεγονός ότι στη σύνθεση της κυβέρνησης μετέχουν σήμερα ως υπουργοί ή γενικοί γραμματείς μια σειρά στελεχών που έχουν κάνει καριέρα συκοφαντώντας την εξέγερση του Πολυτεχνείου, σε σημείο να υιοθετούν πλήρως τη σχετική χουντική προπαγάνδα.
Η σιωπή του ιδρυτή
Ασφαλώς η αμηχανία και οι εχθρικές διαθέσεις της σημερινής Δεξιάς απέναντι στην εξέγερση ξεκινούν από τη στάση του γενάρχη της Ν.Δ. Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Νοέμβρη του 1973. Ο αυτοεξόριστος Καραμανλής ήταν ο μοναδικός εξέχων πολιτικός άνδρας της εποχής που παρέμεινε απολύτως σιωπηλός τόσο κατά την εξέγερση όσο και κατά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη που προηγήθηκε (βλ. σχετ. τον τόμο που κυκλοφόρησε με την «Εφ.Συν.» στις 28.4.2017, «Το μυστικό του Εθνάρχη»).
Μάλιστα, ο Καραμανλής αντάλλασσε μηνύματα με τον Γκλίξμπουργκ τις κρίσιμες μέρες του Νοέμβρη, όπως πιστοποιείται από το Ημερολόγιο του Αυλάρχη Παπάγου: «Την εβδομάδα του Πολυτεχνείου υπήρξαν πολλές επαφές Βασιλέως - Καραμανλή.
Ο Βασιλεύς επικοινώνησε με τον Καραμανλή και του είπε ότι σκέπτεται να κάνει κάποια ανακοίνωση. Οπως εξελίσσονται τα πράγματα, υπάρχει κίνδυνος να μη μείνει τίποτε όρθιο “εκτός από το prestige σας ως πρωθυπουργού και το δικό μου ως αρχηγού του κράτους. Αν αποφασίσουν οι Ελληνες να προσχωρήσουν στον κομμουνισμό, θα έχουν δίκαιο, εσείς παίζατε golf και εγώ το ίδιο, χωρίς να γίνεται τίποτα”.
“Δεν έχετε άδικο”, απάντησε ο Καραμανλής. Σε νεότερη τηλεφωνική επαφή ο Βασιλεύς διάβασε στον Καραμανλή το μήνυμά του που ανέφερε ότι πρέπει η χούντα να σταματήσει να χτυπάει τα παιδιά και να παραδώσει την εξουσία για να πάμε σε εκλογές. Στις ίδιες γραμμές θα ήταν και το μήνυμα του Καραμανλή».
Την επομένη ο Γκλίξμπουργκ έμαθε από τον Καραμανλή ότι εκείνος δεν πρόκειται τελικά να κάνει καμιά ανακοίνωση, περιμένοντας εξελίξεις, προσθέτοντας ότι «αν, όμως, ο Βασιλεύς από τη μεριά του θέλει να δώσει μήνυμα, ας το κάνει, χωρίς να συνιστά τίποτε.
Μετά από πληροφορίες τις οποίες είχε ο Βασιλεύς από την Ελλάδα ότι το κίνημα εκτρέπεται του αρχικού του σκοπού και κατευθύνεται από άκρως αριστερά στελέχη, αποφάσισε να μην κάνει τίποτε» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1999, σσ. 524-525).
Ο επιμελητής του Αρχείου Καραμανλή προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα: «Ο Κ. Καραμανλής, μη έχοντας άμεση την εποπτεία των δραματικών γεγονότων που εκτυλίσσονταν στην Αθήνα και ενόψει πιθανών ανεξέλεγκτων εξελίξεων που ήταν δυνατόν να επιφυλάσσουν, δεν θεώρησε προφανώς σκόπιμο, μετά την πρόσφατη σαφή και αναλυτική διατύπωση των απόψεών του, να κάμει οποιαδήποτε εσπευσμένη δήλωση» (Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), «Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα», Εκδοτική Αθηνών - Ιδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αθήνα 1997, τ. 7, σ. 202).
Οπως προκύπτει από την αλληλογραφία Καραμανλή - Τσάτσου που φυλάσσεται στο Αρχείο του Ιδρύματος Καραμανλή, ο στενός του συνεργάτης ενημέρωνε τον «Εθνάρχη» ότι είχαν μετάσχει στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και στελέχη της ΕΡΕ, αλλά δεν είχαν σημαντικό ρόλο:
«Δυστυχώς τα νήματα της οργανώσεως ήταν σε εμπειρότερα χέρια. Οχι –στην αρχή τουλάχιστον– παιδιών της ΕΔΑ, αλλά παλιών Λαμπράκηδων και οργανώσεων του Κέντρου». Μάλιστα ο Τσάτσος δεν δίσταζε να καρφώσει τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για ανάμιξη στις κινητοποιήσεις της νεολαίας: «Φοβούμαι πως θα αποκαλυφθούν πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Παναγιώτη πολύ αναμεμιγμένα στα τελευταία γεγονότα» (Επιστολή Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 18.11.1973, ΑΚΚ, Φ. 42Α, 8. 2062-2072).
Ο άλλος στενός συνεργάτης του Καραμανλή, Κ. Παπακωνσταντίνου, τρεις μέρες μετά την εξέγερση, έστελνε μήνυμα προς τον αρχηγό του, στο οποίο εκτιμούσε ότι το καθεστώς βγήκε ενισχυμένο: «Η υπόθεσις περιήλθε ταχέως εις τα χέρια των αναρχικών, έτι δε και εις τας σκοπίμους προκλήσεις χαφιέδων του καθεστώτος, υποκρινομένων συμπαράστασιν και συμμετοχήν. […] Φοβούμαι ότι από τας ακρότητας μόνον τα δύο άκρα θα είναι εις το τέλος κερδισμένα. Ο Παπαδόπουλος και οι πάσης φύσεως αναρχικοί» (Επιστολή Κ. Παπακωνσταντίνου προς Κ. Καραμανλή, 20.11.1973, ΑΚΚ, Φ. 42Α, 8. 2073- 2076).
Η μπλόφα της Μεταπολίτευσης
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η στάση του Καραμανλή παρέμενε η ίδια. Είναι ο μόνος πολιτικός ηγέτης που δεν διανοήθηκε να πλησιάσει στον χώρο του Πολυτεχνείου τις μέρες που τιμούνταν οι επέτειοι, ενώ φρόντισε να ορίσει την ημερομηνία των πρώτων εκλογών στις 17 Νοεμβρίου 1974. Ο Τσάτσος θα επιβεβαιώσει μετά από πολλά χρόνια αυτή την τοποθέτηση: «Η στάση μου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ήταν απλώς αξιοπρεπής. Ούτε βόμβες έφτιαχνα, ούτε βγήκα στο πεζοδρόμιο. […]
Οταν έγινε το Πολυτεχνείο, ούτε πήγα επί τόπου, ούτε συγκινήθηκα. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αυτά τα πεζοδρομιακά ξεσπάσματα δεν κλόνιζαν τη δικτατορία και ότι, όπως στα χρόνια της Κατοχής, υποκρύπτανε κομμουνιστικές επιδιώξεις επικίνδυνες για το μέλλον. Εχω τη συνείδησή μου ήσυχη ότι δεν συνήργησα στην κατασκευή του μύθου του Πολυτεχνείου. Λυπάμαι τα 5-6 παιδιά που σκοτώθηκαν έξω και μακρυά από το Πολυτεχνείο, διότι μέσα στο Πολυτεχνείο δεν σκοτώθηκε κανείς» (Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Λογοδοσία μιας ζωής», τ. Β΄, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2000, σ. 393).
Γεγονός είναι βέβαια ότι παράλληλα μ’ αυτή την απέχθεια του στενού του περιβάλλοντος προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Καραμανλής έβλεπε με καλό μάτι και την απόπειρα στελεχών της Δεξιάς να διεκδικήσουν αντιστασιακές δάφνες, υιοθετώντας τη λαϊκή μυθοποίηση της εξέγερσης.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμα και η θέσπιση εθνικής γιορτής για το Πολυτεχνείο προτάθηκε από εφημερίδα της Δεξιάς: «Η 17 Νοεμβρίου 1973 πρέπει να ανακηρυχθεί εθνική εορτή. Η τρίτη ελληνική εθνική εορτή. Γιατί συμπυκνώνει την άγια κληρονομιά του λαού μας κι όλες τις αρετές και τις ελπίδες του: ενότητα εθνική, τυραννοκτόνο φιλελευθερισμό και δημοκρατική ομοψυχία. Εθνική εορτή. Οπως η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου…» («Η Βραδυνή», 17.11.1975).
Η υποκριτική αυτή στάση και τα αντιφατικά μηνύματα της ηγεσίας οδήγησαν έπειτα από λίγα χρόνια τη νεολαία της Ν.Δ. σε ανοιχτή καταγγελία του Πολυτεχνείου. Στον εορτασμό της δεκάτης επετείου (1983) τέθηκε ζήτημα να μη συμμετάσχει η ΟΝΝΕΔ, κάτω από την πίεση του γραμματέα της μαθητικής ΜΑΚΙ Νίκου Χατζηνικολάου, με το επιχείρημα ότι «οι μαθητές που ψήφισαν Δεξιά κατά τις πρόσφατες εκλογές για τις μαθητικές κοινότητες και τα δεκαπενταμελή συμβούλια, δεν θέλουν ούτε ν’ ακούσουν για Πολυτεχνείο» («Συναγερμός», 4.11.1983).
Για πολλά χρόνια η ηγεσία της Ν.Δ. κρατούσε αυτή την αντιφατική στάση. Μόνο στην επέτειο των 30 χρόνων διοργανώθηκε από την ΟΝΝΕΔ επίσημος εορτασμός με ομιλητή τον ίδιο τον τότε αρχηγό της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή. Και ένα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 2004, ο πρωθυπουργός πλέον Κώστας Καραμανλής επιδίωξε να προβληθεί η συμμετοχή στελεχών της Δεξιάς στην εξέγερση.
Ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ Στέφανος Τζουμάκας αναφέρθηκε στην παρουσία του ίδιου του Καραμανλή, αλλά και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη και του Μιχάλη Λιάπη στον χώρο της εξέγερσης το ’73, για να υποστηριχθεί επισήμως από τη Ν.Δ. ότι πράγματι είχε κάνει τότε σκασιαρχείο ο 17χρονος μαθητής Καραμανλής.
Οι συκοφάντες του Πολυτεχνείου
Μαζί με την εγκατάλειψη του «μεσαίου χώρου», η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά θυμήθηκε τη δυσανεξία της για την επέτειο. Τα στελέχη της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματος αισθάνονταν απελευθερωμένα να καταφέρονται εναντίον της εξέγερσης, επιστρατεύοντας κάθε λογής αστήρικτα επιχειρήματα.
Επί χρόνια ο βασικός τους ισχυρισμός βασιζόταν στην αδυναμία συγκρότησης ενός οριστικού καταλόγου των νεκρών εκείνης της βραδιάς και της επόμενης μέρας, κάτι που έχει ήδη αντιμετωπιστεί από τις εξαντλητικές εργασίες του ιστορικού του ΕΙΕ Λεωνίδα Καλλιβρετάκη. Η εμμονή στους νεκρούς έκρυβε την πρόθεση να αμφισβητηθεί η σχέση της χουντικής κυβέρνησης με τη σφαγή και να εμφανιστεί η άγρια καταστολή ως προϊόν σκοτεινών μηχανισμών που δρούσαν χωρίς την έγκριση του Παπαδόπουλου.
Οταν έπαψε να πείθει η θεωρία αυτή, άρχισε να διακινείται από τον χώρο της Δεξιάς μια ακόμα πιο ύπουλη, ότι δηλαδή επρόκειτο για μια εξέγερση αφελών νέων, οι οποίοι το μόνο που κατάφεραν ήταν να προκαλέσουν την κυπριακή τραγωδία. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο αμαυρώνεται ο χαρακτήρας της εξέγερσης, αλλά κυρίως απαλλάσσονται από το εθνικό αυτό έγκλημα οι πραγματικοί δράστες, οι χουντικοί και το βαθύ κράτος της εθνικοφροσύνης που έριξε τον Μακάριο.
Το κακό είναι ότι η Ν.Δ. από την περίοδο Σαμαρά έχει ανοίξει την αγκαλιά της στα στελέχη του ΛΑΟΣ που είχαν ειδικευτεί στην κατασυκοφάντηση της εξέγερσης, ενώ ο πρόεδρός τους καλούσε τις μέρες της επετείου τον αρχιπραξικοπηματία Παττακό για να μας «ενημερώσει» σχετικά.
Ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης έχουν θητεύσει σ’ αυτή την πολιτική σχολή και με κάθε ευκαιρία, όπως βέβαια και ο παλιός τους συναγωνιστής Βελόπουλος. Βέβαια παραμένουν σιωπηλοί τις μέρες αυτές, γνωρίζοντας ότι ακόμα και στον δικό τους πολιτικό χώρο δεν είναι ευπρόσδεκτος ο εξωραϊσμός του τυραννικού καθεστώτος.
Εκείνος που επιμένει ανοιχτά στη συκοφάντηση του Πολυτεχνείου είναι ο υμνητής του Παπαδόπουλου αλευροβιομήχανος Κωνσταντίνος Λούλης, στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος διορίστηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη θέση του γεν. γραμματέα Τουρισμού.
Τα σχετικά αποκαλυπτικά δημοσιεύματα της «Εφ.Συν.» (27 και 29.7.2019) δεν προβλημάτισαν τον πρωθυπουργό. Ενθαρρυμένος από αυτή την έμμεση επιδοκιμασία, ο κ. Λούλης επανήλθε με επανέκδοση του βιβλίου του, χωρίς να αναθεωρήσει τους ύμνους για το δικτατορικό καθεστώς.
Ειδικά για το Πολυτεχνείο, ο Λούλης επιμένει ότι ο Παπαδόπουλος είχε πρόθεση να οδηγηθεί η χώρα στην ομαλότητα, ότι η κυβέρνηση Μαρκεζίνη ήταν «υψηλού επιπέδου», ότι «η ανατροπή της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, με αφορμή τη φοιτητική εξέγερση, ανέκοψε την ομαλή πορεία προς τις εκλογές», ότι «η φοιτητική εξέγερση ενδυνάμωσε τη δικτατορία», ότι «δεν καταγγέλθηκε από τη Σύγκλητο κανείς θάνατος φοιτητή», και αφήνει να εννοηθεί ότι η κυπριακή τραγωδία οφείλεται στην εξέγερση («Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα», Ψυχογιός, Αθήνα 2019, σσ. 224-229).
Ο Λούλης περηφανεύεται ότι τις γνώσεις του για την περίοδο της δικτατορίας τις αποκόμισε από τη στενή φιλική του σχέση με τον φυλακισμένο δικτάτορα Παπαδόπουλου και άλλα στελέχη της χούντας (Παττακό, Μακαρέζο, Λαδά, Ντερτιλή, Ιωαννίδη και Ανδρουτσόπουλο). Με ενθουσιασμό μάς πληροφορεί ότι διαπίστωσε πως όσα του έλεγε ο Παπαδόπουλος ήταν τελικά αλήθεια (ό.π., σ. 45).
Με αυτή την «αλήθεια» του δικτάτορα επιχειρεί να κυβερνήσει η σημερινή Δεξιά. Γι’ αυτό τα στελέχη της υιοθετούν μεθόδους σκληρής καταστολής για την αντιμετώπιση του φοιτητικού κινήματος. Το μάθημα του Νοέμβρη δεν το έχει πάρει ακόμα η Ν.Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου