Καθώς πιέζεται η κυβέρνηση από το προσφυγικό, θα υιοθετεί μια ρητορική τραχύτητας, επιθετικότητας, ως υποκατάστατο της διαχειριστικής αφλογιστίας. Τάισε τα τελευταία χρόνια ένα κοινό με πατριδοκάπηλο «σανό» και τώρα εισπράττει το αποτέλεσμα.
Πιέζουν οι κομματάρχες, τα παλικάρια των «κλειστών συνόρων» νιώθουν εκτεθειμένα, τους βρίζουν οι δικοί τους. Καταφεύγουν σε μια ρητορική που χαϊδεύει την ακροδεξιά, θεωρώντας ότι έτσι κερδίζουν χρόνο. Οι δηλώσεις των κ.κ. Χρυσοχοΐδη, Γεωργιάδη, Βορίδη κ.λπ. ουσιαστικά αποκεντρώνουν ή διασκεδάζουν το πρόβλημα, προσπαθούν να αμβλύνουν την πίεση από το εσωτερικό τους.
Συμπέρασμα: Να μην «τσιμπάει» ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική αρχών και δικαίου (έστω με τα σοβαρά προβλήματα εφαρμογής που παρουσίασε, γινόμενος στόχος απίστευτης αντιπολιτευτικής βιαιοπραγίας) λειτουργεί από μόνη της. Η ασυνέπεια της κυβέρνησης λειτουργεί από μόνη της. Δεν χρειάζεται ρητορική ακρότητα εκ μέρους σου, γιατί αυτό είναι το επικοινωνιακό έδαφος του αντιπάλου. Πρέπει απλώς να υποδείχνεις τη «φούσκα» της απέναντι πλευράς.
Ο δημοκρατικός πολίτης, ο φοβισμένος, κουρασμένος μικροαστός, που πιθανόν επένδυσε στη Ν.Δ. (κάνοντας πολιτικό ζάπινγκ), πρέπει να συνεχίσει να σε ακούει. Πιθανόν σε ψήφισε το 2015, δεν σε ψήφισε τώρα, δεν σημαίνει ότι έγινε φανατικός αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Βλέπει την κυβέρνηση, «μα άλλα μου έλεγαν» σκέφτεται... Μη τον εκβιάζεις με επιθετική ρητορική. Θέλει τον χρόνο του. Θα επιστρέψει. Αυτός ο πολίτης διαμορφώνει τις ηγεμονίες στην Ελλάδα. Ο «θέλω δημοκρατία, χρήματα και ησυχία».
Οι περισσότεροι από μάς μεγαλώσαμε κοροϊδεύοντας την κοινοτοπία του γκρίζου βαμβακερού πουκάμισου, με τα στυλό στο τσεπάκι, που φορούσαν οι μικροαστοί της δεκαετίας του '70-'80. Συμπλήρωναν το Προπό, είχαν ρίξει το «πανωσήκωμα», έπλεναν το αμάξι την Κυριακή, φορώντας χιαστί καφέ σαγιονάρες, έψηναν μπριζόλες στο εξοχικό, άκουγαν στο τρανζίστορ ματς. Εξελίχθηκαν προς το «πιο επηρμένο» όταν με φοροαπαλλαγή πήραν μεγάλο, καταλυτικό αμάξι, όταν άρχισαν τα περιοδικά να τους λένε να γίνουν «προχωρημένοι», αντικατέστησαν το βαμβακερό από ελληνική βιοτεχνία, με «φιρμάτο» εισαγωγής πουκάμισο.
Ρουφούσαν τις κοιλιές, άρχισαν στα γεράματα τα κλαμπάκια. Αυτό το κοινό μέθυσε με το χρηματιστήριο, χρεώθηκε για σπιταρόνα, κατέρρευσε το 2010, παλεύει με τη δυσκολία και τη στεναχώρια του αδικαίωτου. Επένδυσε και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ήθελε απελπισμένα το «άλλο», να πάρει πίσω τη χαμένη αίγλη ή έστω να μαζέψει τα ράκη του. Τέτοια είναι η πολιτική σύσταση που έδωσε σαν ποτάμι τη δύναμη τα προηγούμενα χρόνια. Φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος του μικροαστικού κοινού παρέμεινε. Αυτό που διέρρευσε, που μετανάστευσε στη συντηρητική παράταξη, ακόμα κι αν δεν επιστρέψει, πρέπει να συνεχίσει να ακούει.
Η Αριστερά για πολλά χρόνια «κατασκεύαζε» έναν ιδανικό ακροατή, θαρραλέο, που διαβάζει Τσέχωφ, Μαρξ, Γκράμσι, Μάρκες, Κόου, Ροθ, Πουλαντζά, Ήγκλετον, που δεν παραμυθιάζεται από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, που πάει στο μπαράκι (αλλά αποστρέφεται το lifestyle), που έχει «φαλακροκοτσίδα» (αλλά δεν κάνει τον μοντέρνο), που θέλει να «ψάξει τον εαυτό του». Εγωιστής, έξυπνος, αφελής ή πονηρός, αντιφατικός, καμιά φορά παλικάρι.
Ο ακροατής δεν είναι ιδανικός, είναι αυτό που είναι. Ούτε εμείς είμαστε κάτι άλλο, υπέρτερο. Αυτές τις ψυχικές ύλες διαχειριζόμαστε, με αυτά τα φαντάσματα ζούμε. Ταπεινά, χωρίς τους σεχταρισμούς και την εγωπάθεια του διαψευσμένου, να συνεχίσουμε, «ήσυχα κι απλά». Νομίζω, θα νικήσουμε. Το νιώθω (έστω με μια λυπημένη αισιοδοξία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου