Στο μήνυμά της για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, η αγράμματη υπουργός παιδείας και θρησκεύματος, μεταξύ άλλων ανοησιών, μας συνιστά να «αναβιώσουμε αξίες» εμπνευσμένες από το 1940 προκειμένου να καταπολεμήσουμε τις «ακραίες φωνές του λαϊκισμού» που «επιδιώκουν να δυναμώσουν» στις μέρες μας.
Στη βουλγκάτα του ακραίου κέντρου, ο «λαϊκισμός» ως γνωστόν αποτελεί έναν κομψό ευφημισμό που επιτρέπει στους ενδιαφερομένους όχι μόνο να αποφύγουν την καταγγελία του φασισμού, αλλά και να «διαλύσουν» την ίδια αυτή την έννοια σε έναν γενικευμένο χυλό σατανικών (ή «ολοκληρωτικών») «δυνάμεων» που απειλούν την φιλελεύθερη κανονικότητα.
Στις κοινωνικές επιστήμες, όμως, η έννοια του λαϊκισμού έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρότερων αναλύσεων τα τελευταία αρκετά χρόνια –μερικές από τις οποίες μάλιστα και στα ελληνικά.
Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, είναι κάλλιστα δυνατό να υποστηρίξουμε ότι το ΟΧΙ που ειπώθηκε το 1940 ήταν πολύ κοντύτερα στον λαϊκισμό απ’ ό,τι εκείνοι στους οποίους απευθύνθηκε αυτή η άρνηση
Συμβατικά, με βάση τις αναλύσεις που ξεκινούν από τον Ερνέστο Λακλάου και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας, ως «λαϊκισμό» εννοούμε μία λεκτική πρακτική η οποία επιτρέπει την ενοποίηση διάφορων ετερογενών ομάδων, επιδιώξεων και αιτημάτων γύρω από ένα κεντρικό σημαίνον, το οποίο κατανέμει τις αντιμαχόμενες δυνάμεις σε δύο αντίπαλα πεδία, το πεδίο του «λαού», των αδύναμων, των απειλούμενων και αδικημένων, και εκείνο των προνομιούχων, των ισχυρών οι οποίοι έχουν περισσότερα απ’ όσα δικαιούνται.
Αν κανείς διαβάσει τους λόγους οι οποίοι παρήχθησαν, αναπτύχθηκαν και διαδόθηκαν γύρω από τη στάση του ελληνικού κράτους και –ιδίως- της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον πόλεμο του 40, και θέλει να είναι στοιχειωδώς ειλικρινής και συνεπής, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι οι λόγοι αυτοί έχουν πολύ μεγαλύτερη σχέση με τον παραπάνω ορισμό, παρά οι λόγοι των επιτιθέμενων (και όχι «κατακτητών») Ιταλών[1].
Τελείως στην τύχη, ως ένα από πολλά δυνατά παραδείγματα, θα παραθέσω παρακάτω μία σύγχρονη περιγραφή της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στους δρόμους της Αθήνας την περίοδο για την οποία μιλάμε:
Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτα που να μοιάζει με φόβο. O κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου δίνει κάποια περηφάνια.
Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάνουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνουμαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.
Σιγά σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών […]. Πλήθη νέων […] έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. […] O κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο[2].
Πέρα από γραπτές καταγραφές, όμως, πιο αψευδείς μάρτυρες του λαϊκισμού που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία τους τελευταίους μήνες τού 1940 είναι άλλου είδους οπτικά ή ηχητικά κείμενα, όπως τα τραγούδια και οι γελοιογραφίες.
Μία κατεξοχήν λαϊκιστική οπτική τεχνολογία είναι να παρουσιάζουμε μία ολόκληρη κοινωνία ανθρωπομορφικά, ως ενσαρκωμένη από μία τυπική φιγούρα· στην περίπτωση της Ελλάδας, από έναν τσολιά. Το λεξιλόγιο αυτό προφανώς γνώρισε την τιμητική του σε όλες τις σχετικές απεικονίσεις το διάστημα εκείνο. Η παρακάτω γελοιογραφία τού Φωκίωνος Δημητριάδη ακολουθεί την τεχνική αυτή όχι μόνο προκειμένου για την Ελλάδα, αλλά επίσης και για άλλες χώρες ή περιοχές, μερικές εκ των οποίων απεικονίζονται ως (αδύναμες/ ευάλωτες) γυναίκες που χρειάζονται, ακριβώς, προστασία.
Η ενοποιητική κατανομή του ανταγωνιστικού πεδίου σε δύο ευδιάκριτα στρατόπεδα περαιτέρω διενεργείται και εμπεδώνεται, π.χ. μέσα από τη χρήση γενικεύσεων όπως «οι λεβέντες μας», «παιδιά της Ελλάδος παιδιά»/ «οι μακαρονάδες», «Κορόιδο Μουσολίνι» κ.λπ.
Αν λοιπόν οι Έλληνες ακροκεντρώοι θέλουν να βρουν ένα παράδειγμα για το πόσο κακός είναι ο «λαϊκισμός», ίσως θα πρέπει να το αναζητήσουν αλλού. Ή αλλιώς να παραιτηθούν από την επίκληση του ΟΧΙ ως γνώμονα και ως διδάγματος για το σήμερα.
Πηγή: Nomadic universality
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου