Του Δημήτρη Σεβαστάκη
Οποιαδήποτε αρωγή σε κάποια ομάδα του πληθυσμού δημιουργεί δυσαρέσκεια σε άλλες ομάδες. Το έχω ξαναγράψει. Κάθε επίδομα που δίνεται σε κάποιους δυσαρεστεί πολύ περισσότερους. Δεν αφαιρείται κάτι από τους δυσαρεστημένους, αλλά τους αφαιρείται η πρόσθεση στους άλλους. Η καταστροφή της ψυχής που έχει φέρει η οικονομική καταστροφή έχει εντείνει αυτή την κουλτούρα της «κατσίκας του γείτονα».
Αλλά από την άλλη, παράλληλα με το σύνδρομο της κατσίκας του γείτονα, αποκαλύπτεται και μια κουλτούρα ευνοημένου, μια κουλτούρα δωρολήπτη, μια κουλτούρα πολιτικής λοταρίας που κάποια στιγμή ευνόησε «εσένα». Τώρα δεν θες να ευνοηθεί ο άλλος, γιατί τότε η δική σου, καταδική σου εύνοια, αυτή που σου έδωσε το 2003 το σύστημα (μια μονιμοποίηση, για παράδειγμα), χάνεται, αποδυναμώνεται. Δεν έχεις νικήσει, αφού «τα έδωσαν σε όλους, σιγά τ’ αυγά».
Μου έλεγε παλιός και επιτυχημένος δήμαρχος ότι μπορεί να κάνεις ένα έργο στρατηγικό, π.χ. μια μονάδα αφαλάτωσης στο νησί. Όμως εκείνο που μετράει στον πολίτη είναι το «τι έκανες σ’ εμένα». Μπορεί να μοιράζεις μικρά «τσιμεντάκια» και να παίρνεις τις εκλογές. «Να δείχνεις ότι τους νοιάζεσαι». Μεγαλώνει το κύρος εντός της οικογένειας του πατριάρχη που ζητάει κάτι από τον δήμαρχο ή τον βουλευτή και αυτό το ιδιωτικό αίτημα εισακούεται. «Ο γιος μου δεν μπορεί να βάλει το μηχανάκι στην αυλή. Φτιάξε μου μια ραμπίτσα», μέχρι «έδωσε με ΑΣΕΠ, μήπως μπορείς να κάνεις κάτι, να περάσει;». Δηλαδή να βάλει μέσον - ασανσέρ για να ανέβει θέσεις πατώντας στα κεφάλια των άλλων, απαιτώντας συγχρόνως αξιοκρατία.
Αυτή η νοοτροπία δημιουργεί μια αποκρουστική πολιτική συμπεριφορά που ο φορέας της μπορεί να πάει σε οποιονδήποτε υπόσχεται ότι θα του κάνει τη δουλειά, θα εκπληρώσει την προσωπική επιθυμία. Κατά κάποιον τρόπο αποπολιτικοποιεί τις εκλογές, στα έγκατα της μάχης, στέκεται το βάθος της ψυχής, το κέντρο της ιδιωφέλειας. Αν σου έρθει αυτό το κοινό, δεν σου έρχεται. Παροδικό, στιγμιαίο, έτοιμο να την κοπανήσει. Χαίρεσαι από τη ροή και στενοχωριέσαι από την απορροή. Μα αυτό το κοινό δεν πάει πραγματικά στον άλλο, θα πάει για να τσιμπολογήσει, θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί την έλευσή του, ώστε, αφού δεν πήρε αυτό που ήθελε από σένα, ίσως μπορέσει να το πάρει από τον άλλον.
Τηλεφωνούν μανιασμένοι ότι τους έγραψε το ΣΔΟΕ, ότι η «αποκεντρωμένη» εντόπισε την παρανομία στην πέργκολα, ότι τους πήρε την άδεια για δύο μήνες γιατί δεν φορούσε κράνος ή δεν είχε ζώνη, «έρχονται εκλογές, κάνε κάτι». Το όργανο, εάν είναι νεοδημοκράτης, δεν έχει κανένα λόγο να αμβλύνει την οργή του πολίτη: «Τέτοιες διαταγές έχω από πάνω, πήγαινε στον βουλευτή να αλλάξει τον νόμο». Εάν είναι συριζαίος (σπάνιο), επιμένει: «Και πότε θα φτιάξουμε το κράτος, χωρίς κράνος θα σπάσει την κεφάλα του». Υπάρχει λοιπόν μια δομή πολιτιστική, νοοτροπιακή, συμπεριφορική, που είναι δεξιά ή μάλλον αμφιδέξια. Που ευνοεί τη Δεξιά, που επινοεί εκ νέου τη Δεξιά, ακόμα και με τη μορφή άλλων κομμάτων. Η Δεξιά έχει κυλήσει στις φλέβες, στους άτυπους κώδικες, στο συλλογικό ασυνείδητο.
Ερώτηση κρίσεως και κρισιμότητας: Μήπως υπάρχει και η άλλη πλευρά; Οι απογοητευμένοι, οι «απέξω», οι νομιμόφρονες, οι συνεπείς; Μήπως αυτή είναι η πολιτική ενδοχώρα της μεταρρυθμιστικής και ανθεκτικής Αριστεράς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου