Eίναι σαφές ότι πολλοί φίλοι και στελέχη της αντιπολίτευσης έχουν προσχωρήσει στο σενάριο του “ίδιου νομίσματος”.
Πιστεύουν δηλαδή ότι η πολιτική στρατηγική που θα ρίξει την τωρινή κυβέρνηση είναι αυτή που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ για να ρίξει την προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά Βενιζέλου.
Στρατηγική που σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε στο λαικισμό και το μαξιμαλισμό, στο “λαικό αίσθημα”, στους δρόμους και τις πλατείες, στον φανατισμό, την αγανάκτηση.
Είναι πολλοί σήμερα που, όπως και τότε, ενδίδουν ενσυνείδητα στον παραλογισμό και την παλαβοσύνη με το επιχείρημα ότι η λογική (αυτό που πραγματικά πιστεύουν και επιθυμούν δηλαδή) θα προκύψει μετά τις εκλογές και αφότου αυτές κερδηθούν πάση ιδεολογική και αξιακή θυσία, όπως συνέβη και το 2015.
Ισχυρίζομαι ότι κάνουν λάθος και ότι οι δύο περιπτώσεις είναι ριζικά διαφορετικές.
Και εξηγούμαι.
Καταρχήν υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των αιτημάτων πάνω στα οποία δομήθηκε η πολιτική εξαλοσύνη τότε και τώρα.
Το 2015 οι πολίτες ήταν στα κάγκελα για ένα ζήτημα που επηράζει τις ζωές τους με καθοριστικό τρόπο, ένα ζήτημα σχεδόν ζωτικής σημασίας,
το μνημόνιο και τη λιτότητα.
Σήμερα ο φανατισμός και ο παραλογισμός βασίζεται σε ένα ζήτημα που αφορά εμάς σημαντικά αλλά με καθοριστικό τρόπο αφορά τη ζωή και το μέλλον άλλων.
Αυτό το χαρακτηριστικό των διακυβευμάτων που λειτουργούν ως υπόστρωμα των πολιτικών συμπεριφορών καθιστά τις δύο περιόδους θεμελιωδώς διαφορετικές.
Αφετέρου, υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ των πεπραγμένων των δύο κυβερνήσεων, αυτής που έφυγε το 2015 και αυτής που θα κριθεί το 2019:
Η κυβέρνηση Σαμαρά δεν κατάφερε να συμφωνήσει και να υπογράψει μνημόνιο.
Η κυβέρνηση Τσίπρα συμφώνησε και υπέγραψε μνημόνιο, το πέρασε από τη βουλή και στη συνέχεια κέρδισε τις εκλογές με δεδομένη τη νέα μνημονιακή παραγματικότητα.
Η κυβέρνηση Σαμαρά δεν άφησε κανένα έστω συντηρητικό μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα πέτυχε τα μεγάλα δικαιωματικά νομοσχέδια,
τις σημαντικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας,
τη διαχείριση της εξόδου από το μνημόνιο,
τη συμφωνία για έστω μερικό διαχωρισμό κράτους/εκκλησίας,
την απλή αναλογική,
το σπάσιμο των μεγάλων περιφερειών και βέβαια την ιστορική συμφωνία των Πρεσπών, αφήνωντας έτσι ένα δραματικά δυσανάλαγο και βέβαια προοδευτικό αποτύπωμα.
Για να είμαστε δίκαιοι, η κυβέρνηση Τσίπρα είχε περισσότερο χρόνο από την κυβέρνηση Σαμαρά και τα μεγάλα της κατορθώματα ήρθαν στην τελευταία διετία της θητείας της.
Ωστόσο αφενός αυτό στην πράξη δεν ενδιαφέρει κανένα και αφετέρου είναι απολύτως σαφές ότι ακόμη και μία συντηρητική κυβέρνηση απολύτως σοβαρότερη από αυτή του Σαμαρά δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έφερνε αυτόν τον προοδευτικό αέρα σε μία χώρα όπου μυρίζει ακόμη παντού μνημόνιο.
Η μεγάλη διαφορά λοιπόν του τότε με το τώρα είναι ότι η κυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου λόγω της ένδειας αλλαγών, ξέμεινε από πολιτικό κάυσιμο καθώς δεν υπήρξε εκείνη τη στιγμή ένα ικανό κοινωνικό μέτωπο στήριξης της που ήταν απαραίτητο για να προχωρήσει έστω κερδίζοντας τις πρόωρες εκλογές.
Σκεφτείτε ότι τους καταψήφισε μέχρι και ο Τατσόπουλος.
Αντίθετα η κυβέρνηση Τσίπρα, ακριβώς λόγο του πολιτικού αποτυπώματος που άφησε, του τρόπου που το χειρίστηκε και της συγκυρίας που της επέτρεψε να αποχωριστεί και το τελευταίο συντηρητικό μικροβαρίδιο από πάνω της (τους ΑΝΕΛ), φαίνεται ότι θα επιχειρήσει με σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας να δημιουργήσει το απολύτως απαραίτητο μέτωπο στήριξης στη βάση προοδευτικών πεπραγμένων αλλά και προοδευτικών αιτημάτων.
Δεν γνωρίζω αν το προοδευτικό αυτό μέτωπο θα καταφέρει τελικά να συγκροτηθεί ούτε αν θα καταφέρει να κερδίσει.
Φαίνεται ωστόσο ότι έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητας επιτυχίας σε σχέση με την παντελή απουσία μετώπου που έριξε την προηγούμενη κυβέρνηση.
Έχει μάλιστα μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και για έναν άλλο λόγο, γιατί οι νέοι προοδευτικοί συσχετισμοί και συμμαχίες φαίνεται για πρώτη φορά μετά το 2009 να σχηματίζονται με τρόπο φυσικό και όχι καταναγκαστικό ακολουθώντας μάλιστα (όπως και το 2009) τις διεθνείς εξελίξεις και ανακατατάξεις.
Για να δούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου