Ο Αλέξης Τσίπρας είχε την τύχη, στο μεγαλύτερο μέρος της πρωθυπουργικής θητείας του, να έχει για βασικό πολιτικό του αντίπαλο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον άνθρωπο που ενσαρκώνει με τον πιο κραυγαλέο τρόπο την παρακμή και τη μετάλλαξη της Ν.Δ.
Ενα πρόσωπο του οποίου το μοναδικό προσόν υπήρξε το οικογενειακό του όνομα, καθώς –όπως δείχνει η τρίχρονη θητεία του– είναι ίσως ο πιο αδύναμος ηγέτης του ιστορικού κόμματος της Δεξιάς.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι στερείται παντελώς ηγετικών ικανοτήτων και ότι αφήνεται να καθοδηγείται πότε από τους ακροδεξιούς βαρόνους του κόμματός του και πότε από τα φιλικά στη Ν.Δ. μέσα ενημέρωσης.
Τελευταία γκάφα του στη Βουλή ήταν η άκριτη αναπαραγωγή της ανιστόρητης σύγκρισης που έκανε ο Γιάννης Πρετεντέρης στα «Νέα» μεταξύ του Ευάγγελου Αποστολάκη και του χουντικού Σπαντιδάκη. Οσοι, όπως εμείς οι δημοσιογράφοι, παρακολουθούν καθημερινά τον Τύπο και δη τον φιλικό στην αξιωματική αντιπολίτευση θα δουν ότι ο αρχηγός της Ν.Δ. συχνά-πυκνά παίρνει γραμμή απ’ αυτά.
Παράλληλα, είναι εμφανής η αδυναμία του σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού, αλλά και ιδεολογικής συγκρότησης. Η τρίχρονη παρουσία του στην ηγεσία της Ν.Δ. αποδεικνύει ότι η πίστη του στον φιλελευθερισμό είναι κάτι εντελώς «εξωτερικό» και επιδερμικό, χωρίς στέρεες βάσεις, και αυτό εξηγεί και την τόσο εύκολη προσχώρησή του στο ακροδεξιό στρατόπεδο των Σαμαρά, Γεωργιάδη, Βορίδη, στους οποίους επιτρέπει να κάνουν παιχνίδι με τη γραμμή του κόμματος. Φυσικά, δείχνει και το ανάποδο:
ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει απόλυτη ανάγκη από τον ακροδεξιό αυταρχισμό προκειμένου να επιβληθεί στην κοινωνία.
Πρακτικά το κόμμα σε καθημερινή βάση «το τρέχει» ο Αδωνις Γεωργιάδης, ενώ σε κομβικές επιλογές –όπως το Μακεδονικό– παρεμβαίνει ο Αντώνης Σαμαράς, επαναφέροντας το καράβι στη «σωστή» (ακροδεξιά) πορεία.
Ομως και στο άλλο κόμμα του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού, στο ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝ.ΑΛΛ), ηγείται μια πολιτικός με μηδαμινές ηγετικές ικανότητες και, επίσης, με σχεδόν μοναδικό πολιτικό εφόδιο το οικογενειακό της όνομα.
Η κυρία Γεννηματά, απ’ όταν ανέλαβε την ηγεσία, απλώς συνέχισε τον ολισθηρό δρόμο που χάραξε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, της ευθυγράμμισης με τη Ν.Δ και της επίθεσης στην Αριστερά. Αντί αυτοκριτικής για την καταστροφική παρουσία του κόμματός της τις τελευταίες δεκαετίες επέλεξε την αλαζονεία, την υψηλή ρητορική και τις κούφιες (μεγάλες) κουβέντες.
Αρνήθηκε να βγάλει τα ιστορικά μαθήματα και εγκλώβισε το κόμμα της στο πολιτικό και εκλογικό περιθώριο, κρατώντας τους δικούς της δυσφημισμένους βαρόνους, όπως οι κύριοι Βενιζέλος και Λοβέρδος.
Ελλειψη τόλμης, απουσία φαντασίας και πολιτικής έμπνευσης και επιλογή του εύκολου δρόμου, της καταγγελίας και των κραυγών. Σήμερα διαφοροποιείται ακόμα και από το δικό της ευρωπαϊκό στρατόπεδο, τους Σοσιαλιστές.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι παράξενο που σε επίπεδο τόσο στρατηγικής όσο και τακτικής ο κ. Τσίπρας παίζει χωρίς αντίπαλο και καθοδηγεί τις πολιτικές εξελίξεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό έχει επιλέξει να γίνει το κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας που εξέλιπε στην Ελλάδα και επιχειρεί να συγκροτήσει συμμαχίες με βάση το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια και μέσω μιας προνοιακής και επιδοματικής πολιτικής «στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων».
Σ’ αυτό το φόντο οι πολιτικές εξελίξεις μόνο δεδομένες δεν μπορούν να θεωρηθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου