Βγαλμένος από τα παλιά, αναχρονιστικός και με έντονο λαϊκισμό μπορεί να χαρακτηριστεί ο πολιτικός λόγος του προέδρου της ΝΔ Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού φαίνεται να μην είναι εναρμονισμένος με τη σύγχρονη πραγματικότητα και συνεπώς, αδυνατεί να εκφράσει και να δώσει λύσεις, όχι μόνο στις σύγχρονες κοινωνικές επιταγές όπως διαμορφώνονται στη νέα παγκόσμια κοινωνία πραγμάτων αλλά και τις οικονομικές επιταγές, δηλαδή αυτές του επιχειρηματικού κόσμου που με σθένος διεκδικεί να εκφράσει. Τουλάχιστον, αυτό απορρέει από τις σχετικές δηλώσεις του καθ’ όλο το τελευταίο διάστημα.
Και αυτό διότι, δεν είναι λίγες οι φορές που ο πρόεδρος της ΝΔ, με ευδιάκριτα τα αίτια του λαϊκιστικού λόγου, δηλαδή την πρόθεση και την άγνοια, επικαλείται και εγγυάται την κανονικότητα, παρά το γεγονός ότι η χρήση του όρου τείνει να αφαιρείται από κάθε σύγχρονο δημοκρατικό πολιτικό λόγο που λαμβάνει υπόψη την πολιτική ορθότητα.
Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς, να προσπεράσει τη διακριτή προχειρότητα της δομή του λόγου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή ενός λόγου που εμφανίζεται πλέον απογυμνωμένος και στερείται κάθε «διακριτικού σημείου» που θα μπορούσε να του προσδώσει σύγχρονο κοινωνικό αλλά και οικονομικό πρόσημο και να τον αναγάγει σε πολιτική αφήγηση.
Παραμένει όμως αδύνατο να εθελοτυφλήσει κανείς απέναντι στην αναγνώριση της πραγματικότητα, κυρίως ορμώμενος απ’ το δυνατό ένστικτο της επιβίωσης και της εξέλιξης. Και αυτό, διότι, παρά το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει επενδύσει στο τρίπτυχο της κανονικότητας (ασφάλεια, νόμο, τάξη) που πάλαι ποτέ λειτουργούσε ως μέσω συσπείρωσης ακροδεξιών ακροατηρίων, εντούτοις οι σύγχρονες εξελίξεις μέσω των οποίων αποτυπώνεται η πραγματικότητα, αποδίδουν στο «λόγο της κανονικότητας» όχι μόνο τα αιτία της παγκόσμιας οικονομικής και θεσμικής κρίσης αλλά και την εμφάνιση της σύγχρονης παγκόσμιας τρομοκρατίας.
Εξάλλου, η αναγνώριση του «λόγου της κανονικότητας» ως αίτιο του πολιτικού, οικονομικού και πολιτισμικού αδιεξόδου απορρέει τόσο από τις παροτρύνσεις των παγκόσμιων οικονομικών think tank για απλούστευση και χαλάρωση των κανονισμών καθώς και αναζήτηση λύσεων «of the box», όσο και από τις επισημάνσεις μελετητών που βλέπουν ως αποτέλεσμα της πολιτικής αναπαραγωγής του «λόγου της κανονικότητας» την ανάδυση των σύγχρονων εξτρεμιστικών.
Ο «λόγος της κανονικότητας» ως αίτιο της σύγχρονης τρομοκρατίας
Τις εξαιρετικά επικίνδυνες επιπτώσεις της υπέρμετρης επιβολής του λόγου της κανονικότητας (νόμος, τάξη, ασφάλεια) δηλαδή μιας κοινωνίας που στερείται υπερβατικότητας και οδηγεί στην ανάδυση των σύγχρονων μορφών τρομοκρατίας μέσω της δημιουργίας των λεγόμενων «περιθωρίων», αναλύει ο Γάλλος ψυχαναλυτής Réginald Blanchet στο άρθρο του «Στροφή προς το τζιχάντ...», www.lacanquotidien.fr. Ειδικότερα, ο συγγραφέας αναλύει το ψυχαναλυτικό αίτιο της κοινής κλωστής που ενώνει την υπερβολική επιταγή στην νομιμότητα με την εμφάνιση του εξτρεμισμού και της σύγχρονης τρομοκρατίας. Αποδίδοντας το κίνητρο της ένταξης σε τρομοκρατικές οργανώσεις ως την αντιπαράθεση με τους κώδικες της κυρίαρχης κουλτούρας και μάλιστα της νομιμότητας.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Οι παραβατικές πρακτικές ισοδυναμούν με πράξεις ανυπακοής των αποκλεισμένων που πλασάρουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους απέναντι στην καλή κοινωνία, η οποία τους στιγματίζει και τους περιθωριοποιεί. Εμφανίζονται ως σύμπτωμα ενός πολιτισμού, που στερείται πλέον κάθε υπερβατικότητας».
Ωστόσο, προβαίνει και στην ουσιαστική διάκριση της νέας γενιάς τρομοκρατών με υπέρμετρη λατρεία στο Νόμο. Και αναφέρει: «Αυτό καταδεικνύει η σύνθεση της δεύτερης ομάδας νεαρών τζιχαντιστών που ασπάζονται έναν «αυτοαποκαλούμενο καλοήθη τζιχαντισμό». Στο κλασικό μοντέλο των κοινωνικά ξεκομμένων, αντιπαρατίθεται ένα άλλο. Είναι νέοι μεσαίων τάξεων, αλλά επίσης και νεαρά κορίτσια καλών οικογενειών που θέλουν να συμμετέχουν στην ορδή των οπαδών του φανατισμένου τζιχάντ.
Μα τότε ποιο είναι το κίνητρό τους;» Και συμπληρώνει: «ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός αποκαθιστά μια παραμορφωμένη εκδοχή της ιεροποιημένης πατριαρχίας με αναφορά στον Θεό».
Κοντολογίς, καταλήγει, «τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα: πρόκειται εδώ για μια απαίτηση υπερ-κατασταλτικής κανονικοποίησης. Δεν είναι άτοπο να αντιληφθούμε εδώ εν δράσει αυτό που επεσήμανε ο Λακάν ως «την αναίσχυντη και άγρια φιγούρα του υπερεγώ». Είναι εντολή για απόλαυση, για υπερβολική απόλαυση, ενός υπερ-απολαμβάνειν που ανακτάμε από μια παράλογη υποταγή στον Νόμο, ο οποίος ανάγεται σε ένα εκφερόμενο χωρίς εκφορά».
Βάσω Μουρελά, Πολιτικός Επιστήμονας, Σύμβουλος Επιχειρηματικότητας και Επαγγελματικού Προσανατολισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου