Οποιος παρακολουθεί τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη «συζήτηση» περί αριστείας εύκολα διαπιστώνει πως ο μεγαλύτερος αριθμός των υπερασπιστών της δύσκολα θα μπορούσε να επικαλεστεί τεκμήρια προσωπικής «αριστείας».
Η μορφωτική υστέρηση της πλειονότητας των ηγετών της «ευρωπαϊκής» αντιπολίτευσης είναι πραγματικά παροιμιώδης. Τόσο, που θα μπορούσαμε να υποθέσουμε –αν θέλαμε μια ψυχολογική εξήγηση- πως η εμμονή τους με την αριστεία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ξεκαρφώματος.
Το ζήτημα, ωστόσο, έχει σημαντικότερες διαστάσεις.
Στην πραγματικότητα, η «αριστεία» αποτελεί έναν τρόπο για να ειπωθούν άλλα πράγματα -αρκεί να θυμηθούμε πως ο Μητσοτάκης, στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή σχετικά με το μείζον θέμα της σημαίας στα Δημοτικά (!), καταχέριασε τον Τσίπρα, προσάπτοντάς του πως «δεν αντέχει αυτούς που τα καταφέρνουν στη ζωή».
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι «να είσαι άριστος», αλλά «να τα καταφέρνεις».
Βέβαια, με το κριτήριο του Μητσοτάκη, ο Τσίπρας είναι από αυτούς που, κατά τεκμήριο, «τα κατάφεραν». Ως προς αυτό «το κατόρθωμα», ο Κυριάκος τρώει τη σκόνη του. Πολύ περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε στην «αξιολόγησή» μας τους κατά πολύ καλύτερους όρους εκκίνησης που είχε ο σημερινός αρχηγός της Δεξιάς.
Ας το αγνοήσουμε, όμως, για να πάμε παρακάτω. Από αυτού του είδους τις επιτελεστικές αντιφάσεις, άλλωστε, βρίθει ο λόγος των ευνοημένων ελίτ από τις απαρχές της ανθρώπινης Ιστορίας.
«Αυτοί που τα καταφέρνουν» είναι το θέμα. Και πώς θα διασφαλιστεί πως θα συνεχίσουν να «τα καταφέρνουν» χωρίς αστερίσκους, αναφορικά με τα «επιτεύγματά» τους. Πώς, δηλαδή, το κατόρθωμά τους θα εμφανίζεται αναμφίβολα νομιμοποιημένο.
Διαχρονικά, αλλά πολύ περισσότερο στα χρόνια της κρίσης, δεν χάνουν όλοι. Κάποιοι «τα καταφέρνουν» και μάλιστα εξαιρετικά.
Στους υπόλοιπους είναι κρίσιμο να ειπωθεί πως η κατώτερη μοίρα τους -πραγματική δυστυχία, πολλές φορές- οφείλεται στο γεγονός πως «δεν τα κατάφεραν». Η πωλήτρια ή ο ντελιβεράς, ο άνεργος οφείλουν την κακή τύχη τους, κατά βάση, στο ότι υστέρησαν στον καλό αγώνα για την «αριστεία».
Βέβαια, θα μπορούσαν οι μαχητές της «αριστείας» να παραδεχτούν πως δεν φταίνε αποκλειστικά η πωλήτρια, ο ντελιβεράς και ο άνεργος. Φταίει σε ένα βαθμό και το «σύστημα». Οχι ο καπιταλισμός, όχι. Το «σύστημα», που εμπόδιζε την απόλυτη, αντί της σχετικής, επικράτηση των «αρίστων» και η στρέβλωση των κινήτρων που επέφερε η επικράτησή του. Στο τέλος, βέβαια, πάλι οι κακόμοιροι φταίνε, εφόσον δεν διαμόρφωσαν τα κατάλληλα κίνητρα –η ατομική ευθύνη, άλλωστε, είναι το πασπαρτού των «φιλελεύθερων» για κάθε αποτίμηση των κοινωνικών πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη εμμονή υποκρύπτει τη βαθιά ριζωμένη ταξική μισαλλοδοξία των «ευκατάστατων» απέναντι στους ενδεείς. Και τον φόβο τους πως θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν ξανά σε επικίνδυνες τάξεις. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να πιστέψουν και οι ίδιοι πως κάπως ευθύνονται. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι ηχηρότερες οιμωγές ακούγονται για τα «μυαλά που χάνονται», ενώ χωρίς αμφιβολία οι άνθρωποι που πλήττονται περισσότερο είναι όσοι δεν ανήκουν στα «μυαλά», όσοι έχουν λιγότερα τυπικά προσόντα, πτυχία και τους κύκλους γνωριμιών, που πάνε μαζί και λειτουργούν, σχετικά έστω, προστατευτικά.
Η Δεξιά και το ακραίο Κέντρο είναι βέβαιοι πως η τεράστια ανεργία και η μαζική φτώχεια των εργαζόμενων είναι λογική προσαρμογή στα δεδομένα της αγοράς. Είναι, χρήσιμες εν τέλει, εκκαθαριστικές διαδικασίες προσγείωσης στα κιλά μας –για να σταματήσουμε «να καταναλώνουμε (πολύ) περισσότερα από όσα παράγουμε» και «να γίνουμε ανταγωνιστικοί». Και μαζί με την κυβέρνηση –όσο κι αν η τελευταία εκπέμπει άλλο αφήγημα (έλεος!)- διαμορφώνουν ένα ταξικό καθεστώς, που σπάνια στην Ιστορία εφαρμόστηκε με τόση αγριότητα σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματά του.
Αυτό που έχουμε ήδη στην Ελλάδα είναι ένα ολοκληρωτικά εργοδοτικό κράτος, ένα ταξικά ολοκληρωτικό κράτος. Και η κατάσταση –αν δεν αλλάξει κάτι ριζικότατα- θα συνεχίσει έτσι και επιδεινούμενη.
Αυτή η προοπτική είναι σχεδόν αντικειμενική για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η συσσώρευση –η «δίκαιη ανάπτυξη» του Τσίπρα– μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τα συγκεκριμένα –ή και χαμηλότερα– επίπεδα μισθών και με μια μόνιμα υψηλή ανεργία, που θα διασφαλίζει την υποταγή του κόσμου της εργασίας.
Ο καθολικός εργοδοτικός δεσποτισμός, η εργοδοτική δικτατορία είναι το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτό προσαρμόζεται το κράτος συνολικά. Οι πρόσφατες σχετικές δικαστικές αποφάσεις δεν είναι τυχαίες. Είναι, αντίθετα, οι κατ' εξοχήν συμβατές με την οικοδόμηση του εργοδοτικού κράτους. Χωρίς δικαιώματα, χωρίς προοπτική, χωρίς ανάσα.
Κυρίως χωρίς αξιοπρέπεια για τους «μη αρίστους». Τους λευκούς κινέζους εργαζόμενους, που η ύπαρξή τους είναι προϋπόθεση για την ευημερία των «ευκατάστατων αρίστων». Οι οποίοι θα φροντίζουν για τους αναξιοπαθούντες τρέχοντας στους μαραθώνιους του ΣΚΑΪ και του Πατούλη «για ένα πιάτο φαΐ».
Και, πραγματικά, χωρίς την παραμικρή τύψη για την καταστροφή στην οποία οδήγησαν και αυτοί τόσους ανθρώπους.
Γιατί, όπως σημειώνει ο Γκριμ στον «Σλουμπ» του (Κέδρος, 2016), «τύψεις έχουν μόνο οι φτωχοί».
* Eκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου