Την περασμένη Πέμπτη στο ισόγειο του κτιρίου επί της Μιχαλακοπούλου 80, στην αίθουσα που μέχρι πρότινος στέγαζε τη δανειστική βιβλιοθήκη της επιχείρησης, οι εργαζόμενοι στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη συνέρρεαν για να προσυπογράψουν τις απολύσεις τους. Οι εκπρόσωποι του ειδικού διαχειριστή, που ανέλαβε για λογαριασμό των πιστωτριών τραπεζών να εκπλειστηριάσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, αναγκάστηκαν να μοιράσουν αριθμούς προτεραιότητας.
Οπως έλεγαν, δεν περίμεναν τόση «οικειοθελή» προσέλευση. Περίμεναν ίσως ότι θα χρειαζόταν να επιδώσουν περισσότερες απολύσεις στα σπίτια των εργαζομένων.
Την ίδια ημέρα, κυκλοφόρησε το φύλλο των «Νέων» που ανήγγειλε την προσωρινή αναστολή έκδοσης της εφημερίδας. Ηταν μια ημέρα με μεγάλο συμβολικό φορτίο για την ιστορία του Τύπου στην Ελλάδα.
Ο Οργανισμός που επί ενενήντα πέντε χρόνια ήταν σταθερός πυλώνας της δημόσιας σφαίρας –και που, εκτός από την έκδοση των «Νέων» και του «Βήματος», συμμετείχε στο Mega και σε άλλες επιχειρήσεις του Τύπου– έκλεινε για να παραδοθεί «καθαρός» στον νέο του ιδιοκτήτη. Η απουσία των εφημερίδων από το περίπτερο για λίγες ημέρες κρίθηκε επιβεβλημένη, προκειμένου να οργανωθεί νομικά και διοικητικά η επανέκδοση των τίτλων υπό τον Βαγγέλη Μαρινάκη.
Ο κατακλυσμός
Στην περιπέτεια του ΔΟΛ αντανακλάται ο κατακλυσμός που σάρωσε μέσα στην κρίση τον μεταπολιτευτικό μιντιακό χάρτη. Κατακλυσμός που ξεκίνησε με το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» στα τέλη του 2011 και δεν τελειώνει με την εκκαθάριση του συγκροτήματος Λαμπράκη. Δεν τελειώνει γιατί –ακόμη κι αν εξαιρέσει κανείς τον επίσης χρεοκοπημένο Πήγασο (Εθνος, Mega), που αναμένεται και τυπικά να περάσει εκκαθαρισμένος στα χέρια του πλειοδότη Ιβάν Σαββίδη– σοβαρότατα προβλήματα επιβίωσης αντιμετωπίζουν και άλλες επιχειρήσεις ΜΜΕ.
Ποιος σκοτώνει τα media στην Ελλάδα; Η εύκολη απάντηση είναι η δίδυμη κρίση. Αντιμέτωπα ήδη με την παγκόσμια πρόκληση της μετάβασής τους στη διαδικτυακή εποχή, τα ελληνικά ΜΜΕ κλήθηκαν ταυτόχρονα να επιζήσουν και από την κατάρρευση των εσόδων τους. Η κρίση σχεδόν εξαφάνισε τη διαφημιστική αγορά. Το αναγνωστικό κοινό συρρικνώθηκε σε ποσοστό άνω του 50%.
Η εύκολη απάντηση δεν είναι λάθος. Δεν είναι όμως πλήρης. Δεν έφταιξε μόνο η οικονομική κρίση. Οπως και αλλού, έτσι και στην Ελλάδα, τα παραδοσιακά media βρέθηκαν στο στόχαστρο μιας νέας πολιτικής υποκουλτούρας που τα αντιλαμβανόταν και τα πολεμούσε ως βραχίονες του «συστήματος». Ηταν ένας πόλεμος αμφίπλευρος:
Και από τα κάτω, από τις «πλατείες» των κοινωνικών δικτύων, και από τα πάνω, από τους «εξώστες» όπου είχαν σκαρφαλώσει οι πολιτικοί αγωγοί της αντισυστημικής οργής και τα συγγενή τους media.
Το πόσο «σύστημα» ήταν αυτό που πολεμούσαν –το πόσο οι παράγοντες που υποτίθεται ότι το ενσάρκωναν είχαν συνείδηση «συστήματος»– φαίνεται πανηγυρικά τώρα. Φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο οι φορείς της περιλάλητης «διαπλοκής», πολλαπλώς ευάλωτοι, εγκατέλειψαν τις επιχειρήσεις τους και τους εργαζομένους, για να περισώσουν τις προσωπικές τους περιουσίες.
Το ναρκοπέδιο
Η κυβέρνηση, βεβαίως, δεν περιορίστηκε στο να παρακολουθεί αυτές τις ανακατατάξεις. Ως ένα βαθμό τις προκάλεσε, παρότι δεν κατόρθωσε πάντοτε να πάρει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε. Η εμμονή της με τα media, που ήταν εξαρχής κυρίαρχη στη ρητορική της, καθοδήγησε και τις κινήσεις της στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο.
Δεν χρειάζεται κάποιος να ανατρέξει στις νομοθετικές και «διωκτικές» πρωτοβουλίες της, εντός κι εκτός Βουλής – πρωτοβουλίες που κρίθηκαν και στα δικαστήρια. Αρκεί να δει πώς διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση. Αρκεί να δει το χρώμα των νέων εκδοτικών προσπαθειών, κυρίως στην κυριακάτικη αγορά του Τύπου· και να μετρήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρήθηκε η εκκαθάριση των παλαιών, υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Παρά το ιστορικό τους κεφάλαιο, για τα παλιά media ενδιαφέρθηκε μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός επιχειρηματιών, οι οποίοι ήταν ήδη υπερεκτεθειμένοι στην πολιτική αντιπαράθεση. Φάνηκε έτσι ότι η αγορά της ενημέρωσης δεν είναι απλώς οικονομικά απωθητική.
Ακόμη και για όποιον ήθελε να ρισκάρει τα χρήματά του, είναι διάσπαρτη με πολιτικούς κινδύνους. Είναι ψεκασμένη με αντισυστημικό μίσος – το καύσιμο του νέου συστήματος που έχει δείξει ότι δεν περιορίζεται στα ορθόδοξα μέσα επιρροής.
Ποιος επενδυτής θα πατούσε σε τέτοιο ναρκοπέδιο;
Media χωρίς επενδυτές είναι media χωρίς δημοσιογράφους.
Είναι τα χύμα media των κοινωνικών δικτύων, όπου κάποιος μπορεί να δημοσιεύει ελεύθερα ό,τι θέλει – χωρίς να πληρώνει, χωρίς να πληρώνεται, χωρίς να λογοδοτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου