Τον τελευταίο καιρό έχει σοβαρά κλονιστεί η σχέση της Δικαιοσύνης προς το δημόσιο αίσθημα. Περί αυτού δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία.
Αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις την έθεσαν σε δοκιμασία. Αποφάσεις όλων των βαθμίδων της Δικαιοσύνης, από την ανώτατη ως την κατώτερη.
Είναι, βλέπεις, το ΣτΕ που απεφάνθη προ ημερών ότι μετά παρέλευση πενταετίας «παραγράφεται» το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Κι έτσι τη βγάζουν καθαρή οι μεγαλοφοροφυγάδες που έχουν τη δυνατότητα να τραινάρουν τις σχετικές διαδικασίες, ως την αρχειοθέτηση των υποθέσεων που τους αφορούν. Άσε που, έτσι, πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων όλες οι «λίστες» της ανομίας.
Είναι στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος που γνωμοδότησε πως «η μη καταβολή δεδουλευμένων στους εργαζόμενους δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας».
Αποφάσεις αμφότερες στις οποίες δεν ελήφθη κατ’ ελάχιστο υπ’ όψιν το δημόσιο συμφέρον, ούτε βέβαια το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Όπως συνέβη παλαιότερα, από τα ίδια ανώτατα δικαστικά σώματα, όταν –εν ονόματι του δημοσίου συμφέροντος- «πιστοποιήθηκε» η συνταγματικότητα των μνημονίων, αλλά και των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις.
Από κει και πέρα, σε κάπως κατώτερο δικαστικό επίπεδο, η Ηριάνα βρίσκεται στη φυλακή δίχως πειστήρια ενοχής.
Οι φραουλοπαραγωγοί της Μανωλάδας απεδόθησαν λευκοί στην κοινωνία, κι ας είχαν μετατρέψει τα χτήματά τους σε κολαστήρια για τους μετανάστες που έπεσαν στην ανάγκη τους.
Οι μαθητές στο Ηράκλειο καταδικάστηκαν σε «κοινωνική εργασία» επειδή έκαναν κατάληψη στο σχολείο τους. Και πάει λέγοντας.
Για να μην θυμηθούμε πως δεν υπάρχει απεργιακή κινητοποίηση που να μην έχει δικαστικά κριθεί «παράνομη και καταχρηστική». Για να μην θυμηθούμε τις απίστευτες, και συνήθως διόλου αθώες, καθυστερήσεις υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Αυτές που «λησμονούνται» επ’ αόριστον στα συρτάρια. Για να μην θυμηθούμε τις «συνδικαλιστικού» (και οικονομικού) ενδιαφέροντος δικαστικές αποφάσεις, τις αφορώσες στα ίδια συμφέροντα των δικαστικών λειτουργών.
Όλ’ αυτά λοιπόν, μαζί με πολλά παλαιότερα αλλά όχι ξεχασμένα, έχουν σοβαρά κλονίσει την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης, ενός από τους τρεις κεντρικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα.
Δεδομένου ότι και μία από τις τρεις διακριτές εξουσίες του Πολιτεύματος αν νοσεί, τότε κινδυνεύει ολόκληρο το οικοδόμημα.
Όπως, ας πούμε, όταν βλέπουμε τους δικαστές και τις αποφάσεις τους να λοιδορούνται στον τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όταν ακούμε πολιτευομένους όλων των πλευρών να επιχειρούν να καθοδηγήσουν τη Δικαιοσύνη.
Όταν κυβερνητικοί παράγοντες υποστηρίζουν δημόσια ότι ανώτατα δικαστήρια παρεμποδίζουν την εξέλιξη του κυβερνητικού έργου.
Όταν κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμη και σε ηγετικό επίπεδο, ποντάρουν στη Δικαιοσύνη για την καταξίωση και τη δικαίωση των σχεδιασμών τους.
Κι εδώ, προκειμένου γι αυτές τις περιπτώσεις, τις περιπτώσεις εμπλοκής κυβερνητικών και αντιπολιτευομένων, έχουμε να κάνουμε με «βίαιη» αμφισβήτηση της διάκρισης των εξουσιών.
Δηλαδή ό,τι χειρότερο, ό,τι πιο νοσηρό, ό,τι πιο επικίνδυνο.
«Και οι κρίνοντες κρίνονται» βεβαίως.
Το έχει πει, από τη δεκαετία του ’60 ήδη ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Ιστορική ρήση, η οποία προσέλαβε, έκτοτε, διαστάσεις πολιτικού δόγματος. Άλλο πράγμα όμως η κριτική των δικαστών και των αποφάσεών τους, η απολύτως θεμιτή και «νόμιμη», και άλλο η καθολική απαξίωση. Η απαξίωση της Δικαιοσύνης ως θεσμού, στο σύνολό της. Και είναι πράγματι εκεί που, σήμερα, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε.
Όμως ας το συνειδητοποιήσουμε και ας το συνομολογήσουμε. Είναι η Δικαιοσύνη που αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, το στήριγμα και το αποκούμπι του πολίτη.
Είναι η Δικαιοσύνη το καταφύγιο, το έσχατο καταφύγιο της κοινωνίας, προπάντων στις εποχές τις πιο δύσκολες. Σαν κι αυτές που και σήμερα ζούμε.
Αυτονόητη όθεν προκύπτει η υποχρέωση όλων μας, των δημοσιολογούντων κάθε λογής πρώτα απ’ όλους, και του πολιτικού προσωπικού της Χώρας ασφαλώς, δίχως να παραμερίζει το δικαίωμά του στην κριτική, να την αντιμετωπίζει με σεβασμό.
Αυτονόητη και η υποχρέωση των λειτουργών της Δικαιοσύνης, αντί να καταφεύγουν σε «συνδικαλιστικού» χαρακτήρα ανακοινώσεις διαμαρτυρίας, να φροντίζουν να κατακτούν με το σπαθί τους αυτό τον σεβασμό.
Να μη λησμονούν το «ύψος» στο οποίο οφείλουν να στέκονται. Να αναμετρώνται καθημερινά με το ειδικό βάρος τις αποστολής τους.
Και με τις εξ αυτού ευθύνες τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου