Σκοπός της έρευνας ήταν να χαρτογραφήσει ρατσιστικές, εθνοκεντρικές, ξενοφοβικές και θρησκόληπτες ιδέες και τάσεις στον δικαστικό μηχανισμό μέσα από τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις.
Οι φορείς της εγχώριας δικαιοσύνης άλλωστε σπανίως τοποθετούνται δημοσίως. «Μιλούν» διά των αποφάσεων τους, αποτυπώνοντας εκεί, αναπόδραστα, πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, κυρίαρχες ιδεολογίες και αναπαράγοντας στερεοτυπικές κατασκευές.
Ως εκ τούτου, εάν η έρευνα αυτή κομίζει κάτι νέο, είναι η ανάλυση και κριτική προσέγγιση δικαστικών αποφάσεων, όχι με κριτήρια αμιγώς νομικά, ούτε δημοσιογραφικά, αλλά δικαιοπολιτικά, τοποθετώντας τις δικαστικές πρακτικές μέσα στον κοινωνικό συσχετισμό και την πολιτική συγκυρία.
Η έρευνα –και αυτό θέλω να το τονίσω– δεν στόχευε στην «αποκάλυψη» ακροδεξιών δικαστών, αλλά στην ανίχνευση τέτοιων ιδεών, οι οποίες στην Ελλάδα, παρόλο που εκφέρονται προνομιακά από την ακροδεξιά είναι τόσο διάχυτες, που επιτρέπουν σε κάποιον να τις συμμερίζεται χωρίς να αισθάνεται –ή και να υποπτεύεται ακόμα– ότι είναι ακροδεξιός.
Μεθοδολογικά, επελέγησαν αποφάσεις οι οποίες έχουν εμβληματικό χαρακτήρα και βαρύ συμβολικό-ιδεολογικό φορτίο, καθώς και άλλες οι οποίες ήταν ιδιαίτερα πρόσφορες για την επισήμανση επιμέρους ιδεολογικών παραμέτρων, όπως η ανάδειξη της επικρατούσας θρησκείας ως κρατικής αξίας, η οποία στα ελληνικά ποινικά χρονικά διαρκώς αναιρεί κάθε παρεκκλίνουσα καλλιτεχνική έκφραση, διά της συχνότατης εφαρμογής των αδικημάτων της βλασφημίας και καθύβρισης θρησκευμάτων.
Λήφθηκε επίσης υπ’ όψιν ο ρόλος που κλήθηκε ο δικαστικός μηχανισμός να αναλάβει και στην Ελλάδα, ιδίως από το 2000 και μετά, με τη σταδιακή επικράτηση της μηδενικής ανοχής στην «ανομία», δηλαδή στη χαμηλής έντασης εγκληματικότητα ή απλώς στην κοινωνική διαμαρτυρία (π.χ. Σκουριές, καταλήψεις κτιρίων, απεργίες).
Ο δικαστικός μηχανισμός –διά του ποινικού δικαίου– διαχειρίστηκε, και εξακολουθεί να διαχειρίζεται, μερίδες του πληθυσμού που ανήκουν στην «κοινωνική κατηγορία της φτώχειας», δηλαδή ανθρώπους που είναι πέρα από τάξεις και ιεραρχίες, χωρίς δυνατότητες (επαν)εισαγωγής στο σύνολο, πέραν κάθε σωτηρίας. Πληθυσμοί όπως επαίτες, τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, παράτυποι αλλοδαποί, που τον καιρό της οικονομικής κρίσης ολοένα διευρύνονται, περιλαμβάνοντας μερίδες προσώπων που μέχρι πρόσφατα ήταν ενταγμένες στο κοινωνικό σύνολο.
Εμβληματικότερη όλων, η υπόθεση των οροθετικών γυναικών, με τον δικαστικό μηχανισμό να υλοποιεί ρατσιστικές και σεξιστικές πρακτικές, επαναφέροντας στο προσκήνιο την έννοια της «μιαρότητας», την αγιότητα της ελληνικής οικογένειας και μαζί τις πιο σκοτεινές έμφυλες προσλήψεις, γυρίζοντας τη χώρα εξήντα χρόνια πίσω.
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που ο δικαστικός μηχανισμός ατένιζε νωχελικά τις εκατοντάδες «νυχτερινές περιπολίες» της Χρυσής Αυγής και τις δημόσιες προτροπές της στη βία (βία που υλοποιούσαν τα μέλη της Χ.Α. αμέσως μετά), δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο status ιδιότυπης ασυλίας και ατιμωρησίας, που κάποιοι πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή.
Η απόσπαση της έννοιας ασφάλειας από τα δικαιώματα και η αποικιοποίησή της από μηχανισμούς καταστολής και αστυνόμευσης οδήγησαν στην ανοχή και συστηματική ατιμωρησία της αστυνομικής βίας, στην ασυλία της ΧΑ, στον εθισμό στον εγκλεισμό κ.ά.: σε όλους δηλαδή εκείνους τους μηχανισμούς, κρατικούς ή παρακρατικούς, που το κράτος θεώρησε θεματοφύλακες αυτής της τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου