Ο ελληνικός εθνικισμός δεν μπορεί –ή, ακριβέστερα, δεν πρέπει– να αποτελεί απάντηση στον γερμανικό ή οποιονδήποτε άλλο εθνικισμό. Το σκέφτομαι τις τελευταίες μέρες, καθώς έχω την αίσθηση ότι ο ελληνικός εθνικισμός επιστρατεύεται ως ένα από τα όπλα απάντησης στον γερμανικό εθνικισμό (ή οικονομικό ηγεμονισμό).
Ταυτόχρονα, καλλιεργείται ένα κλίμα άτεγκτης στάσης απέναντι στους «εξωτερικούς εχθρούς» (βλ. δηλώσεις Κοτζιά περί αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ, διάφορες κινήσεις Καμμένου, επίσκεψη Κωνσταντοπούλου στο υπουργείο Άμυνας), στο πλαίσιο ενίσχυσης του «εθνικοπατριωτικού μετώπου», ειδικά στη φάση της –απόλυτα θεμιτής– διεκδίκησης των αποζημιώσεων από τη Γερμανία.
Η διεκδίκηση για το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις έχει νομική βάση και είναι τεκμηριωμένη, όπως αναγνωρίζουν σημαντικοί ιστορικοί[1] – είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι και η νομική υπηρεσία της γερμανικής Βουλής αναγνωρίζει ότι την περιπλοκότητα του ζητήματος.[2] Καλώς λοιπόν ανοίγει το θέμα, αλλά η σχετική συζήτηση δεν πρέπει να συνδέεται με την αναβίωση μιας ελληνογερμανικής διαμάχης με όρους εθνικούς.
Το χαρτί του εθνικισμού δεν το παίζεις για λόγους τακτικής, γιατί είναι ένα πεδίο στο οποίο υπερισχύουν οι αυθεντικοί εθνικιστές και οι φασίστες. Σε αυτή τη φάση, μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να αναζητεί τις εσωτερικές συμμαχίες και τις διεθνείς γέφυρες σε επίπεδο επιχειρημάτων για τις επιλογές αναδιανομής, τη φύση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης πολιτικής/δημοκρατίας στην κυριαρχούμενη από οικονομικοκεντρικές λογικές Ε.Ε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σωστά προσπάθησε να διεθνοποιήσει το ζήτημα της λιτότητας και του χρέους και να επαναφέρει ζητήματα πολιτικής στις οικονομικές επιλογές της Ε.Ε., μετατοπίζοντας την ατζέντα από το ηθικολογικό πλαίσιο Βild-Σόιμπλε (με απήχηση και σε ελληνικά ΜΜΕ) περί «αναγκαίας τιμωρίας» του «τεμπέλη Έλληνα» που «ζει από τα λεφτά άλλων».
Αντίθετα, η στροφή προς μια εθνικοκεντρική γραμμή διευκολύνει τα λαϊκιστικά επιχειρήματα περί εθνικών «εξαιρετισμών», που σταθερά καλλιεργεί η γερμανική κυβέρνηση για να αποσοβήσει ενδεχόμενες αναταράξεις στο εσωτερικό της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ακολουθεί τον κατήφορο του Καμμένου (αλλά και μερίδας δικών του στελεχών) που τελικά διευκολύνουν τα επιχειρήματα της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, καθώς ολισθαίνουν στη λογική της ελληνογερμανικής αντιπαράθεσης με όρους εθνικούς ή απλουστευτικούς: «καλός»-«κακός», «φιλέλληνας»-«ανθέλληνας».
Τα διακυβεύματα είναι πολιτικά, οικονομικά, ταξικά.
Και συνδέονται με συγκεκριμένες επιλογές αναδιανομής του πλούτου στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με συμφέροντα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, με ζητήματα διαφθοράς ελληνικών, γερμανικών και ευρωπαϊκών ελίτ, υπονόμευσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, ελέγχου των ΜΜΕ κλπ.
Ένα αριστερό κόμμα δεν μπορεί παρά να εστιάζει στα πολιτικά επιχειρήματα, να αναδεικνύει το πρόβλημα λογοδοσίας της Ε.Ε. και να αναζητά συμμαχίες με αριστερές, δημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη — και όχι να πατάει την μπανανόφλουδα της ρητορικής περί «αντιμαχόμενων εθνών».
Βέβαια, η απεύθυνση με ταξικούς όρους στο εξωτερικό προϋποθέτει κοινωνικές και ταξικές συμμαχίες και αντίστοιχες ρήξεις που παράλληλα μια αριστερή κυβέρνηση θα πρέπει να προωθεί στο εσωτερικό, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής «ασφυξίας».
Με άλλα λόγια, είμαστε απείρως πιο κοντά στον Ολλανδό, Γάλλο, Γερμανό, Ισπανό εργαζόμενο παρά στον συμπατριώτη μας, Έλληνα ολιγάρχη, που συστηματικά εκτρέφει τη διαπλοκή μέσα από μαφιόζικου τύπου συμπεριφορές ανεξέλεγκτης οικονομικής δραστηριότητας, αφορολόγητων κερδών, ελέγχου του κράτους και των ΜΜΕ.
Η ανάγκη για αναδιανομή του πλούτου και ανακύκλωση των πλεονασμάτων στην Ε.Ε., για την οποία μιλάει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί παρά να αρχίσει από το εσωτερικό με ταξικές ρήξεις και επιλεκτικές συμμαχίες, και όχι να συσκοτίζεται κάτω από παραπλανητικές ομπρέλες πατριωτικής ομοψυχίας «όλων των Ελλήνων» απέναντι σε «αλυτρωτικές βλέψεις» των «εχθρών».
Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως διαπραγματευτικό χαρτί· είναι μια παγίδα που υπονομεύει και επισκιάζει την πραγματική συζήτηση περί πολιτικής, οικονομίας, δημοκρατίας, αναδιανομής και δικαιωμάτων, που είναι εκείνη στην οποία η ανάλυση της Αριστεράς έχει, κατά τη γνώμη μου, ηθική και ουσιαστική υπεροχή.
[1] Όπως ο Άλμπερτ Ριτσλ και ο Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος ωστόσο κάνει εμφατικά τη διάκριση μεταξύ αποζημιώσεων και κατοχικού δανείου, θεωρώντας ότι η Ελλάδα, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, πρέπει να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση μόνο του δεύτερου.
[2] Βλ. δημοσίευμα της FAZ (12.3.2015) σχετικά με έκθεση της νομικής υπηρεσίας της Bundestang (2013) για το ελληνικό αναγκαστικό δάνειο του 1942.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου