Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Η Τζωρτζέλα του ΣΤΑΡ γοητευμένη από τον Κ.-Μια συγκλονιστική ανάρτηση του silentcrossing

















Ταξιδεύουμε απ’ τα χαράματα μέσα σε φορτηγά βαγόνια. Είναι θεοσκότεινα. Οι πιο πολλοί έχουμε κιόλας περάσει σαράντα μέρες στην απομόνωση και τέσσερις μήνες σ’ ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στο Ζίμερινγκ. Ήταν κι ένας Εβραίος εκεί.Οι Ες-Ες σχηματίζανε ένα ανοιχτό κύκλο γύρω του και φωνάζανε: «Μπάλα».

Ο Εβραίος άρχισε να τρέχει απ’ τον ένα στον άλλο κι αυτοί τον κλοτσούσαν στα πόδια, στην κοιλιά, στα πλευρά, στο κεφάλι. Το ποδόσφαιρο σταματούσε όταν η «μπάλα» έμενε ασάλευτη πάνω στη λάσπη από χώμα και αίμα. Όταν βαρέθηκαν να παίζουν κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, τον πνίξανε σ’ ένα ρέμα που κυλούσαν μέσα οι οχετοί.. 

Μόλις το σλέπι άφησε την όχθη, ο Ες-Ες που ήταν επικεφαλής, άρχισε να μας λέει πως μέσα στο στρατόπεδο πρέπει να έχουμε αλληλεγγύη μεταξύ μας, αλλιώς δε γλιτώνουμε. Εκεί μέσα, έλεγε, ούτε ο Θεός θα μας δει ποτέ, ούτε κανείς άλλος. Βοήθεια και έλεος δεν μπαίνει. Όλες οι τρύπες με τον υπόλοιπο κόσμο είναι φραγμένες. 
«Ό,τι κάνετε σεις οι ίδιες. Το μόνο που μπορείτε να περιμένετε είναι να βοηθά η μια την άλλη…Θα σας δείξω αμέσως τι θέλω να πω…Ποια από σας ξέρει να κολυμπά;» Μερικές γυναίκες σηκώσανε τα χέρια τους…«Ωραία, είπε ο Ες-Ες. Έλα εδώ εσύ, η ψηλή»… 
Ήταν μια Γιουγκοσλάβα μέχρι τριάντα χρονών…Ύστερα φώναξε σε μιαν άλλη απ’ αυτές που δεν ήξεραν κολύμπι…«Έλα δω κι εσύ, για σένα φροντίζω. Βάλτε το δεξί σας χέρι πλάι πλάι.» 
Πήρε ένα σύρμα κι έδεσε τα χέρια τους γερά. Τις έφερε εδώ, άκρη άκρη και είπε: «Δείξτε μου τώρα πόσο αγαπιέστε. Ή η μία θα σώσει την άλλη, ή θα πνιγείτε και οι δυο». Τις έσπρωξε και τις έριξε στο νερό. 
Ώσπου να πνιγούνε, παλεύανε με το νερό πάνω από μισή ώρα. Στην αρχή το σλέπι σταμάτησε για να τις βλέπουμε. Ύστερα τις ακολούθησε, γιατί το ρεύμα τις παρέσερνε. Άμα βουλιάξανε, ο Ες-Ες είπε στο σλεπιτζή να κάνει κι αυτός μια αναφορά πως οι δυο γυναίκες πήγανε να το σκάσουν κολυμπώντας.
.
.
Δεν ξέρεις πως κάναμε βόλτες στην πλατεία κι εκεί μπροστά στις φυλακές, μέχρι πέρα στο κρεματόριουμ, ήταν χίλιοι πεθαμένοι στοιβαγμένοι σε σωρούς! Σεργιανούσαμε και πλάι μας κρέμονταν πόδια, χέρια, κεφάλια! Είχαμε τόσο συνηθίσει που δίναμε ραντεβού στη γωνιά και μερικοί, που βαριόταν να πεταχτούν ως τις παράγκες, πήγαιναν από πλάι και κατουρούσαν! Τι δεν μπορούμε πια να πούμε, Γιαννίνα; 
Το ξέρεις ότι αυτούς που δούλευαν στο κρεματόριουμ, αυτούς που ρίχνανε τους όμοιους τους στη φωτιά, το ξέρεις πως οι Ες-Ες τους άλλαζαν κάθε τόσο; Και ξέρεις, αγάπη μου, με τι τρόπο τους άλλαζαν; Τραβούσαν απ’ το φούρνο ένα μισοκαμμένο πτώμα, τους δίνανε μαχαίρι και πιρούνι και τους λέγανε «φάτε». Όσους δεν υπακούανε, τους σκότωναν για ανυπακοή κι όσους τρώγανε, τους σκότωναν για ανθρωποφαγία. 

.
Μια μέρα πήγε να ρίξει ένα κομμάτι ψωμί στην παράγκα αριθμός 20, εκεί που κλείνανε τους μελλοθάνατους. Τον είδε ο φρουρός. Τον βασάνισαν, ώσπου να μαρτυρήσει για ποιον ήταν το ψωμί. Ύστερα τους βάλανε και τους δυο στο κρατητήριο που είχε ένα δυνατό προβολέα στην κορυφή. Τους αφήσανε μια βδομάδα χωρίς νερό και φαΐ. Μόνο με το φως του προβολέα. Όταν τους βγάλανε, ήταν τρελοί και μισότυφλοι. 
Τους είπανε πως “στην άκρη του διαδρόμου είχε ένα ποτήρι νερό κι ένα πιάτο φαΐ. Όποιος πάει πρώτος, θα φάει και θα πιει” . Άρχισαν να σέρνονται προς τα ‘κει, γιατί κανείς τους δεν είχε δύναμη να σταθεί όρθιος. Ο Βέλγος πήγαινε μπροστά κι άλλος τον τράβαγε από τα πόδια, για να τον κρατήσει πίσω. Δεν ήταν πια άνθρωποι-πώς να ‘ναι-ήταν δυο ζώα που θέλανε να μην ψοφήσουν. 
Κλοτσούσε, δάγκωνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ο Βέλγος κατάφερε να δώσει μια πιο γερή και ν’ αφήσει αναίσθητο εκείνον που είχε βοηθήσει ρίχνοντας του ψωμί. Οι Ες-Ες παρακολουθούσαν την κούρσα, έξαλλοι από ενθουσιασμό. Κι όταν είδαν τον «καλό Βέλγο» να αφήνει αναίσθητο τον άλλον και να σούρνεται να πιει μόνος του το νερό και να φάει μόνος του το φαΐ, αρχίσανε να φωνάζουνε «τρέχα, βρωμόσκυλο, τρέχα, βρωμογούρουνο, τρέχα, υπάνθρωπε. Τώρα είσαι εντάξει». 
Αποκτηνώνοντας με τέτοια μέσα τον καθένα που είχε δείξει ανθρωπιά και θάρρος, εκδικούνταν το «καλό» που είχε κάμει.
.
.
Ένας άλλος κρατούμενος, Τσέχος αυτός, καταδικασμένος σε θάνατο, είχε τολμήσει να δείξει θάρρος. 
Τον πήραν και τον πήγαν στο δάσος. Πέντε στρατιώτες κι ένας υπαξιωματικός. Οι Ες-Ες είχαν ποικιλία στον τρόπο που σκότωναν. Κι έτσι τα βράδια στις λέσχες τους, την ώρα που παίζανε μπιλιάρδο και σκάκι, είχανε κάτι να λένε και να ευχαριστιούνται. 
Ο Ες-Ες υπαξιωματικός τα ‘χε κανονίσει έτσι, ώστε η εκτέλεση να γίνει το μεσημέρι. Οι Ες-Ες στρατιώτες είχανε πάρει το συσσίτιο τους μαζί. Είπαν στο μελλοθάνατο να περιμένει κι αυτοί καθίσανε στο χορτάρι να φάνε. Τον ρώτησαν αν θέλει να φάει και αυτός. Τους είπε πως το μόνο που θέλει είναι να τον σκοτώσουν αμέσως. 
Ο υπαξιωματικός του απάντησε πως δεν πρέπει να βιάζεται, γιατί αυτουνού «του αρέσει όταν είναι εκδρομή να τρώει αργά. Εκτός αν προτιμά καμιά ξώφαλτση σφαίρα για πρώτη δόση». Ο Τσέχος δε μίλησε. 
Σαν αποφάγανε και καπνίσανε, ο υπαξιωματικός διέταξε τους στρατιώτες να ετοιμαστούν. Μπήκαν στη γραμμή, σήκωσαν τα όπλα. Ο Τσέχος κοίταζε ήρεμος τα όπλα. Ο υπαξιωματικός δεν είπε «πυρ». Τους έκαμε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα. Έβγαλε τα τσιγάρα του και πρόσφερε στο μελλοθάνατο. Αυτός αρνήθηκε. Ύστερα ο υπαξιωματικός του είπε:
-Φύγε, είσαι ελεύθερος. Αυτά όλα γίνανε για να καταλάβεις πως αυτό που έκανες και σε φέρανε στο Μαουτχάουζεν, δεν πρέπει να το ξανακάμεις. Φύγε…
-Ακούστε, είπε ο Τσέχος, δε φοβάμαι να βλέπω τα όπλα σας. Δε χρειάζεται να με πυροβολήσετε στην πλάτη…
-Ώστε δε φοβάσαι! Μούγκρισε ο Ες-Ες. Τότε απλώς θα σου δέσουμε τα μάτια.
-Δε θέλω τίποτα, δε φοβάμαι! Γιατί με βασανίζετε; Πυροβολήστε να τελειώνουμε…
-Ούτε τα μάτια; Ξαναμούγκρισε ο Ες-Ες. Τότε κλείσ’ τα αυτά τα γουρουνίσια μάτια, κλείσ’ τα να μην τα βλέπω…
Κι όσο τα έλεγε αυτά, χτυπούσε το μελλοθάνατο στο πρόσωπο με μια βέργα.
Ο Τσέχος δεν έκλεισε τα μάτια. Ο υπαξιωματικός πρόσταξε να τον δέσουνε γερά σ’ ένα δέντρο. Όταν τον δέσανε, πλησίασε, έβγαλε το σουγιά του, τον άνοιξε, τύφλωσε τον Τσέχο κι ύστερα τον ρώτησε:
 «Μας βλέπεις τώρα;»
-Όχι, αλλά σας θυμάμαι, απάντησε ο μελλοθάνατος.
-Ε, τότε, πριν σε σκοτώσω, θα σε κάνω να μας ξεχάσεις, συνέχισε ο Ες-Ες.

Πριν τον αποτελειώσουν, τον βασάνιζαν επί ώρες. Άρχισε να παραληρεί και να λέει ασυναρτησίες. Τον έλυσαν απ’ το δέντρο και διασκέδαζαν βλέποντας τον να σέρνεται, να σηκώνεται, να σκουντουφλά, να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να τρακάρει πάνω στα δέντρα. Όταν νομίσανε πως είχε αρκετά εξευτελιστεί η αντοχή και το θάρρος του, τον αποτελειώσανε μ’ όλα τα τυπικά μιας καθωσπρέπει εκτελέσεως.
.
.
Την τελευταία ομάδα τη φέρανε απόγευμα, λίγο πριν σκολάσουμε. Κι ήταν μια γυναίκα μαζί που είχε ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά, ένα μωρό. Τις βάλανε στη γραμμή έτσι, μισοξαπλωτά πάνω στο πλευρό της τάφρου. Τ’ άλλα παιδιά κλαίγανε. Μόνο το μωρό δεν έκλαιγε. Η μάνα του είχε το βυζί έξω, το μωρό βύζαινε με μια πείνα… 
Ο υπαξιωματικός πήγε και το πήρε απ’ τα χέρια της. Το γαργάλησε λίγο, του γέλασε και το μωρό άρχισε να παίζει, να τραβά τα κουμπιά που γυαλίζανε, το καπέλο. Η μάνα νόμιζε πως το μωρό γλίτωσε. 
Γονάτισε και φώναξε κλαίγοντας: «Γκράτσια, γκράτσια»… Τα πολυβόλα αρχίσανε… Να ‘βλεπες πως σπαράζανε οι γυναίκες, τα παιδιά… Πως μουγκρίζανε, πως τρώγανε το χώμα…
-Και το μωρό;
-Η μάνα του μωρού είχε πέσει μονόπαντα, να, έτσι… Ο υπαξιωματικός την έσπρωξε με το πόδι του, τη γύρισε ανάσκελα. Έπιασε το φουστάνι της απ’ το λαιμό και το ‘σκισε… το τράβηξε κάτω, ως τη μέση, κι έβαλε το μωρό να βυζάξει. Το μωρό βρήκε πιο εύκολα το αίμα απ’ το γάλα κι έγλειφε αίμα…
-Και το μωρό, μούγκρισα.
-Πήρε ένα φτυάρι και το χτύπησε. Κι ύστερα τους θάψανε…
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη
ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ,
Εκδόσεις Κέδρος, 1982
.
.
Τα Γερμανικά πολεμικά εργοστάσια απασχολούσαν δύο βάρδιες με δώδεκα ώρες εργασίας το εικοσιτετράωρο έκαστη. Το μεγαλύτερο στρατόπεδο της Γερμανίας και με τους περισσότερους νεκρούς ήτο το ΑΟΥΣΒΙΤΣ και το παράρτημα του ΠΕΡΚΕΝΑΟΥ. 
Το ΑΟΥΣΒΙΤΣ εκτός των κρατουμένων διαφόρων εθνικοτήτων φιλοξένησε ολόκληρο το Γκέτο της Βαρσοβίας και όλους τους Εβραίους των κατεχόμενων τριγύρω κρατών φτάνοντας τα 5 εκατομμύρια. 
Εδώ υπήρχαν 4 θάλαμοι αερίων των 2000 και 2500 ατόμων και 4 φούρνοι καύσης πτωμάτων επί εικοσιτετραώρου βάσεως. 
Όταν οι Γερμανοί τιμωρούσαν κρατούμενο με απαγχονισμό εκτελούσαν ολόκληρη ιεροτελεστία για την εκτέλεση. Έβαζαν τον κρατούμενο όρθιο σ’ ένα καρότσι που το κυλούσαν κρατούμενοι και με συνοδεία μουσική κρατουμένων τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης. 
Σε μεγάλα στρατόπεδα ελάμβαναν χώρα επιστημονικά πειράματα επί των κρατούμενων από κορυφαίους καθηγητές Πανεπιστημίων. 
Τα πειράματα ήταν πολυποίκιλα. Όλα τα παρακάτω πειράματα έχουν έλθει στο φως της δημοσιότητας από τις καταθέσεις στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης από τους ίδιους που εκτελούσαν τα εγκλήματα και από μαρτυρίες κρατουμένων που επέζησαν από αυτά.
 Οι γιατροί έκαναν ενέσεις ασθενειών για την εξόντωση κρατουμένων. Έπαιρναν αίμα από παιδιά για να χρησιμοποιηθεί τους Γερμανούς τραυματίες. Στο στρατόπεδο ΠΕΡΚΕΝΑΟΥ έκαναν πειράματα με ενέσεις στειρώσεως ανδρών και γυναικών με ακτίνες ΡΕΝΤΓΚΕΝ. 
Γιατρός έστειλε επιστολή στον Αρχηγό των Ες-Ες λέγοντας τους ότι τα 3 εκατομμύρια Ρώσοι αιχμάλωτοι να υποστούν στείρωση που θα ήταν χρησιμοποιήσιμοι μετά τον πόλεμο που πίστευαν ότι θα κέρδιζαν εις αγροτικές εργασίες και εργοστάσια και να μην δύναται να αναπαραχθούν.  
Επίσης 3 εκατομμύρια εφτακόσιες χιλιάδες Ρώσοι αιχμάλωτοι στρατιώτες πέθαναν από πείνα-κακουχίες-εκτελέσεις και στα κρεματόρια στρατοπέδων. Σε άνδρες και γυναίκες κρατούμενες γινόντουσαν θανάσιμες ενέσεις με μικρόβια τύφου-ίκτερου-ελονοσίας. 
Εις το στρατόπεδο ΝΤΑΧΑΟΥ έγιναν πειράματα κρατουμένων σε παγωμένο νερό 35-55 βαθμών Φαρενάιτ μέχρι να διαπιστωθεί η αντοχή του ανθρώπινου οργανισμού ή εξέθεταν τους κρατούμενους γυμνούς στο ύπαιθρο τη νύκτα στο χιόνι. 
Επίσης κρατούμενοι εδοκιμάζοντο επί πόσο χρόνο θα δύνατο να ζήσουν με αλμυρό νερό.  
Γιατροί έπαιρναν κρατούμενους και πάνω σ’ αυτούς έκαναν εκπαίδευση εγχειρήσεως κοίλης και στομάχου. 
Έκαναν επέμβαση χειρουργική σε κρατούμενους και τους αφαιρούσαν τα γεννητικά των όργανα. 
Επίσης ασχολήθηκαν με την τεχνική σύλληψη. Έκαναν ενέσεις Φενόλ εις την καρδιά των κρατουμένων οι οποίες προκαλούσαν ακαριαίο θάνατο. 
Στις γυναίκες έκαναν αποκοπή μέρους της μήτρας ή ολοκληρωτική αφαίρεση ταύτης και αφαιρέσεως των σαλπίγγων. 
Έκαναν ενέσεις στη μήτρα προκειμένου να εξακριβωθεί εάν η ένεση προκαλεί πόνους. Γιατρός μαρτυρεί ότι Γερμανική χημική βιομηχανία πήρε από το ΑΟΥΣΒΙΤΣ 150 κρατούμενες γυναίκες τις οποίες χρησιμοποίησαν πειραματόζωα δια την εξακρίβωση της επιτυχίας νέων φαρμάκων. 
Πολλά από τα ανωτέρω πειράματα επέφεραν ταχύ και οδυνηρό θάνατο στους κρατούμενους. Όλοι οι κρατούμενοι μετά το τέλος των πειραμάτων εδολοφονούντο από τους Γερμανούς για να αποκρύβουν τα φοβερά εγκλήματα των πειραμάτων τους.

Αξιωματικός των Ες-Ες για να δοκιμάσει τη γυναίκα του και τη μικρή κόρη τους που τον επισκέφθηκαν στο στρατόπεδο έβγαλε πιστόλι και από την ταράτσα του Διοικητηρίου πυροβολούσε στην πλατεία και σκότωνε κρατούμενους. 
Επίσης γιατροί αφαιρούσαν από την σπονδυλική στήλη υγρό που οι κρατούμενοι έμεναν παράλυτοι. 
Πολλοί Ναζί έκαναν συλλογή κρανίων και σκελετών. Συνελλέγετο επίσης ανθρώπινα δέρματα που χρησιμοποιούσαν διακοσμητικά αντικείμενα. Απ’ αυτά κατασκευάζοντο εξαιρετικά αμπαζούρ και άλλα διακοσμητικά είδη οικιακής χρήσεως. 
Πολλά δέρματα ανθρώπινα είχαν κατασκευασθεί διακοσμητικά δια την σύζυγο του Διοικητού του ΝΤΑΧΑΟΥ η οποία είχε προτίμηση σε δέρματα που είχαν στιγματισμούς. 
Τέτοια δέρματα με στιγματισμούς υπήρχαν σε πολύ λίγους κρατουμένους και έτσι ζητούσαν να βρουν από άλλο στρατόπεδο κρατούμενους με στιγματισμούς.
 Για τη γρήγορη θανάτωση των κρατουμένων βρήκαν τους θαλάμους αερίων. Ήταν ένας τεράστιος υπόγειος θάλαμος στυλ λουτρού χωρητικότητας 2000 και 25000 ατόμων. 
Αφού γέμιζαν ασφυκτικά τον χώρο με κρατουμένους έκλειναν την μοναδική πόρτα και έριχναν από τις οπές της οροφής το αέριο. Και σε λίγα λεπτά επήρχετο ο θάνατος. 
Μετά αφαιρούσαν με αντλίες τον δηλητηριασμένο αέρα, άνοιγε η πόρτα, παραλαμβάνονταν τα πτώματα αφού πρώτα συνεργείο αφαιρούσε τα χρυσά τους δόντια και τα κοσμήματα. 
Αμέσως γινόταν ο καθαρισμός του θαλάμου για να δεχθεί άλλη φουρνιά κρατουμένων και τα πτώματα μεταφέρονταν στους κλιβάνους που έκαιγαν επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Από την καύση των πτωμάτων συγκεντρωνόταν η τέφρα και διείθετο για λίπασμα, το δε λίπος το επεξεργάζετο εργοστάσιο για την Παρασκευή σαπουνιού. 
Μαρτυρίες στο δικαστήριο απεκάλυψαν ακόμα και την συνταγή του εργοστασίου που απαιτείτο 12 λίτρα ανθρώπινο λίπος-10 τέταρτα ύδατος και 8 ούγιες καυστικής σόδας. 
Όλα εβράζοντο επί δύο-τρεις ώρες και κατόπιν εψύχοντο. Για να κατασκευαστούν 25 κιλά σαπούνι εχρειάζοντο 80 κιλά ανθρώπινο λίπος το οποίο εξαγόταν από 40 περίπου πτώματα.
 Σε μικρά στρατόπεδα που δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων, οι Γερμανοί είχαν κατασκευάσει ειδικές κλούβες αυτοκίνητα με μια μόνο πίσω πόρτα και με μηχανή ειδικά κατασκευασμένη να προξενεί πολλά καυσαέρια, τα οποία διοχέτευαν με την εξάτμιση μέσα στην κλούβα. 
Γέμιζαν ασφυκτικά από κρατουμένους την κλούβα, έκλειναν την πόρτα, ξεκινούσε το αυτοκίνητο και εντός ολίγων λεπτών οι κρατούμενοι πέθαιναν από ασφυξία και έτσι πια τα πτώματα ήταν έτοιμα να ξεφορτωθούν για καύση στους φούρνους. 
Απόσπασμα από ένα κείμενο του Θεόδωρου Γεωργιακάκη με τίτλο
Η ζωή των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας
Έκδοση Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων

.
Φωτογραφίες από το βιβλίο του Α.Κ. Σανουδάκη
ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ (Συνομιλίες με τον πρώην κρατούμενο Σήφη Μηλιαράκη)
Εκδόσεις ΚΝΩΣΟΣ, 1986

2 σχόλια:

  1. μια απεραντη χωματερη ειναι το σταρ με λογιων λογιων σκουπιδια
    και μαλιστα μεγαλυτερη απ'αυτη ανω λιοσιων

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. α και επισης η μελετη δεν χρειαζεται να δηλωνει πως χεστηκε
    μυριζει σκατο απο μακρυα

    ΑπάντησηΔιαγραφή