Η «ευχάριστη έκπληξη» του τελευταίου ανασχηματισμού, όπως την παρουσίασαν τα φιλοκυβερνητικά έντυπα, ήταν η τοποθέτηση του κ. Γκίκα Χαρδούβελη ως υπουργού Οικονομικών. Η πρώτη –και μόνη μέχρι στιγμής- αξιομνημόνευτη ενέργεια του κ. Χαρδούβελη υπό τη νέα του ιδιότητα ήταν η δήλωσή του κατά την οποία «Όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα».
Τα ίδια έντυπα ανέλαβαν να επεξηγήσουν το νόημα της δήλωσης, με αναφορές στα λόγια του ίδιου του υπουργού, στα λόγια ενός ανώνυμου συνεργάτη του και τέλος … στα ήθη του Φαρ Ουέστ.
«Μόνο οι οικονομολόγοι το καταλάβαιναν αυτό», συνέχισε ο κ. Χαρδούβελης και υπογράμμισε: «Τώρα όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορείς να πάρεις τίποτα απ’ την κυβέρνηση εκτός αν κάποιος πληρώσει γι’ αυτό». Με την έμμεση επίκληση της παροιμίας που ξεκίνησε απ’ τα αμερικανικά σαλούν, ο υπουργός Οικονομικών εννοούσε ότι οι προϋπολογισμοί πρέπει να ισοσκελίζονται, εξηγεί συνεργάτης του κ. Χαρδούβελη.
Σύμφωνα πάντα με ανάλογα αγιογραφικά δημοσιεύματα, τα οποία φέρουν τίτλους όπως ΓκίκαςΧαρδούβελης: Ο φτωχός υπουργός από την Αρκαδία,
Ο Γκίκας Χαρδούβελης πήγε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Μόλις ολοκλήρωσε και την τελευταία τάξη, έδωσε εξετάσεις στο αμερικανικό σχολείο «Ανατόλια» και βγήκε πρώτος. Του προσφέρθηκε πλήρης υποτροφία, δηλαδή και για τη διαμονή και για τη φοίτηση. Τότε, η πολιτική του σχολείου ήταν να επισκέπτεται πολλά μέρη της περιφέρειας και να αναζητά για υποτροφίες, περί τους πέντε αριστούχους.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο ίδιος ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, όπως και άλλοι τέσσερις αριστούχοι, από τα 12 μέχρι τα 18 του χρόνια απολάμβανε δωρεάν «γεύματα» (μεταφορικά, αλλά και με την κυριολεκτική σημασία του όρου). Ή τουλάχιστον δεν κατέβαλλε χρηματικά ανταλλάγματα.
Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να βιώνεται από κανέναν ως κάποιου είδους αντίφαση με την τωρινή προβολή εκείνου που «ήξεραν πάντα οι οικονομολόγοι» (στους οποίους πλέον συγκαταλέγεται και ο ίδιος). Αντιθέτως, προβάλλεται και στα δημοσιεύματα ως απόδειξη του ότι είναι «αυτοδημιούργητος», ενώ παρατίθεται με υπερηφάνεια και από τον ίδιο στα βιογραφικά του.
Πώς να συμβιβάσουμε αυτές τις δύο λεκτικές πρακτικές;
Καταρχάς, βέβαια, η δήλωση αναφέρεται στην δυνατότητα «να πάρεις κάτι απ’ την κυβέρνηση» (ελαφρώς αγγλισμός, διότι στα ελληνικά με τον όρο «κυβέρνηση» εννοούμε απλώς το σύνολο των υπουργών και των υφυπουργών, ενώ το government αντιστοιχεί περισσότερο με αυτό που θα λέγαμε «δημόσιο» –ή και απλώς «κράτος»). Το Κολλέγιο Ανατόλια δεν είναι βέβαια «η κυβέρνηση», είναι ιδιωτική επιχείρηση.
Πλην όμως, λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από την κυβέρνηση –από δύο κυβερνήσεις, της Ελλάδας και των ΗΠΑ- και παρέχει έναντι πληρωμής ένα αγαθό το οποίο παράλληλα παρέχεται και από την «κυβέρνηση» στους πολίτες, χωρίς αυτοί να πληρώνουν. Ή τουλάχιστο χωρίς να καταβάλλουν κάποιο άμεσο αντίτιμο για το αγαθό αυτό με τη μορφή διδάκτρων. Στον Χαρδούβελη όμως παρασχέθηκε το εμπόρευμα του Κολλεγίου Ανατόλια χωρίς αυτός να καταβάλει αντίτιμο.
Αυτό ίσως που, από την οπτική των αμερικανικών σαλούν, θα αναιρούσε το χαρακτήρα τού «δωρεάν γεύματος» για μια τέτοια παροχή, θα ήταν το γεγονός ότι ναι μεν δεν πλήρωσε αυτός, αλλά πλήρωσαν άλλοι γι’ αυτόν (στη δήλωση τίθεται η προϋπόθεση να πληρώσει κάποιος, χωρίς αυτός να πρέπει απαραίτητα να είναι ο ίδιος με εκείνον που «παίρνει κάτι»). Και αυτοί οι άλλοι πλήρωσαν επειδή διαπίστωσαν τις υψηλές επιδόσεις του νεαρού μαθητή από το παραθαλάσσιο γραφικό χωριό Πούλιθρα μέσω εξετάσεων και έκριναν ότι είναι άξιος (για υποτροφία). Τις δε υψηλές επιδόσεις τις επέτυχε επειδή κοπίασε, δηλαδή προκατέβαλε ένα μέρος από το «διανοητικό του κεφάλαιο» και η επένδυσή του αποδείχθηκε επιτυχημένη· η υποτροφία ήταν το κέρδος που του απέφερε. Μπορεί λοιπόν να μην κατέβαλε ο ίδιος κάποια (χρηματική) αξία, αλλά παρόλα αυτά το γεύμα το κέρδισε με την αξία του. Δηλαδή αξιοκρατικά. Ήταν καλύτερος από τους άλλους, τραβούσε πιο γρήγορα το πιστόλι.
Φαντάζομαι ότι έτσι θα εξηγούσε ένας νεοφιλελεύθερος αυτή τη συναλλαγή, ή αυτό το σύνολο συναλλαγών που εκτείνονται σε έκταση αρκετών χρόνων –σχεδόν μιας ολόκληρης ζωής. Ίσως ο νεοφιλελευθερισμός να είναι ακριβώς αυτό: το να διαβάζουμε την ίδια τη ζωή, τις διανοητικές, γλωσσικές, επικοινωνιακές μας ικανότητες, ως κεφάλαιο, και τους εαυτούς μας ως μάνατζερ αυτού του κεφαλαίου.
Ωστόσο, η έστω υποθετική αυτή υπεράσπιση που σκηνοθετώ εδώ για λογαριασμό των υποστηρικτών της πάση θυσία «πληρωμής του γεύματος» φέρνει στο φως ένα ακόμη βασικότερο πρόβλημα που συνοδεύει το νεοφιλελευθερισμό, και τον ίδιο τον καπιταλισμό, από τη γένεσή του: ότι επενεργεί μία φυσικοποίηση της αξίας. Στην περίπτωση του νεαρού φτωχού μαθητή από την Αρκαδία, η απάντηση ότι την δωρεάν φοίτηση «την κέρδισε με την αξία του», (σε αντίθεση με άλλους μαθητές, εξίσου φτωχούς, οι οποίοι όμως κρίθηκαν ανάξιοι αυτού του αγαθού), αναδεικνύει ότι η απόδοση μικρότερης ή μεγαλύτερης αξίας στα πράγματα προϋποθέτει μία κρίση, μία ιεράρχηση· δηλαδή τελικά μία πολιτική απόφαση.
Εκεί έγκειται η οικονομική θεολογία του καπιταλισμού και των απολογητών του: ότι αυτή την πολιτική απόφαση την εξαφανίζουν, διαλύοντάς την μέσα σε έναν μεταφυσικό πολτό που αποκαλούν «αγορά» και που υποτίθεται ότι έχει τη θαυματουργή ικανότητα να βρίσκει από μόνη της την πλέον δίκαιη αξία για κάθε «πόρο», υλικό ή ανθρώπινο, και να την πραγματοποιεί ως «τιμή». Η αγορά δηλαδή είναι κάτι σαν το θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών: είναι προικισμένη με μία άπειρη γνώση, μία άπειρη δικαιοσύνη και μία άπειρη δύναμη, και η αντίσταση σε αυτήν είναι αδιανόητη και μάταιη.
Τον παραληρηματικό χαρακτήρα αυτής της αυταπάτης (Illusion, σύμφωνα με τη λέξη που χρησιμοποίησε ο Φρόιντ για τη θρησκεία) μπορούμε να τον αντιληφθούμε εάν αναρωτηθούμε τι περιείχε το γεύμα το οποίο προσφερόταν επί έξι χρόνια στον άπορο μαθητή. Στο Κολλέγιο Ανατόλια, όχι λιγότερο από οποιοδήποτε άλλο σχολείο της «κυβέρνησης», οι μαθητές έρχονται σε επαφή με μία δεξαμενή γνώσεων που παρήγαγε ανά τους αιώνες η συνεργασία των ανθρώπων, το General Intellect. Έρχονται δηλαδή σε επαφή με μια σειρά από κοινά αγαθά (commons), τα οποία βέβαια έχουν περιφραχθεί και πακεταριστεί ως εμπορεύματα από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αλλά το πακετάρισμα αυτό δεν είναι ποτέ ολοκληρωτικό, πάντοτε κάτι περισσεύει από τον ζουρλομανδύα της εμπορευματοποίησης.
Δηλαδή αυτό με το οποίο έρχονται σε επαφή οι μαθητές είναι η τάση του κομμουνισμού, σε καπιταλιστικό περιτύλιγμα.
Το στερεότυπο, το οποίο συχνά ακολουθούμε χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε, είναι ότι ο κομμουνισμός σημαίνει κρατικό έλεγχο της οικονομίας, και ότι αυτό είναι ένα ανέφικτο ουτοπικό όνειρο διότι η ιστορία έχει δείξει ότι απλούστατα «δεν δουλεύει». Άρα ο καπιταλισμός είναι δυστυχώς η μόνη επιλογή. Αλλά στην πραγματικότητα, ο κομμουνισμός δηλώνει απλώς κάθε κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ενεργούν σύμφωνα με την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» –η οποία δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο ενεργούμε ουσιαστικά όλοι κάθε φορά που εργαζόμαστε από κοινού για να φτιάξουμε κάτι.
Αν δύο άνθρωποι επισκευάζουν ένα σωλήνα και ο ένας πει «δώσε μου το κλειδί», ο άλλος δεν απαντά «και τι θα βγάλω εγώ απ’ αυτό;» (εφόσον βέβαια θέλουν να γίνει σωστά η δουλειά). Αυτό ισχύει ακόμη κι αν τυχαίνει να δουλεύουν για την Bechtel ή την Citigroup. Εφαρμόζουν λοιπόν τις αρχές του κομμουνισμού, επειδή είναι το μόνο πράγμα που δουλεύει πραγματικά (David Graeber, Hope in Common).
Αμέσως στη συνέχεια του παραπάνω κειμένου, που έχει γραφτεί το 2008, ο Γκρέιμπερ προσθέτει μία ακόμη πρόταση η οποία αποκτά ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σημερινή Ελληνίδα αναγνώστρια:
Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο ολόκληρες πόλεις ή χώρες επανέρχονται σε κάποια μορφή ανεπεξέργαστου κομμουνισμού αμέσως μετά από κάποια φυσική καταστροφή ή οικονομική κατάρρευση (θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σε τέτοιες συνθήκες, οι αγορές και οι ιεραρχικές δομές διοίκησης είναι υπερβολικές πολυτέλειες).
Για την πνευματική αλλά και τη σωματική υγεία των πολιτών όσων χωρών έχουν υποστεί την οικονομική κατάρρευση που επέφεραν τα τελευταία οι αγορές και οι ιεραρχικές δομές διοίκησης, (περιλαμβανομένων και των υπουργών τους), ίσως να είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούν ότι τα γεύματαμαζί τα φτιάχνουμε.
Τα γεύματα, (όπως επίσης και η διανοητική παραγωγή, το ρεύμα της ΔΕΗ, η φροντίδα και η μάχη με την αρρώστια), πριν έρθουν οι αυτοδημιούργητοι ή ετεροδημιούργητοι καπιταλιστές να τα ποσοτικοποιήσουν, και να διακηρύξουν ότι μόνο όποιος καταβάλει αντίτιμο γι’ αυτά μπορεί να τα απολαύσει ατομικά, αλλιώς ας πάει να ψοφήσει, (πράγμα που έχει αρχίσει να συμβαίνει άλλωστε), είναι προϊόντα της κοινωνικής συνεργασίας των ανθρώπων. (Συχνά ιδίως των γυναικών μεταξύ αυτών –ή όσων εργάζονται αξιοποιώντας ιδιότητες που θεωρούνται συμβατικά «γυναικείες»).
Αφού λοιπόν μοιραζόμαστε την προσπάθεια, άρα είναι δίκαιο, αλλά και πιο αποτελεσματικό, να μοιραζόμαστε και τα αποτελέσματά της. Το πρόβλημα δεν είναι ότι μαζί τα φάγαμε, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ότι χωριστά πεινάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου