Εκλαψα.Συγκινήθηκα βαθυά.
Αγάπη,αγάπη,αγάπη.
ΜΟΝΟ ΑΓΑΠΗ .
Η εμφάνιση σοκαριστική! Δεν έχω ταμπού, δεν έχω κανένα θέμα με τους gay τύπους και των δυο φύλων. Αυτό το πράγμα όμως με το γυναικείο σώμα και τα μούσια, για πες μου πώς να το εξηγήσω στο γιο μου; Σε ποια κατηγορία να το κατατάξω;
Μετά την Κοντσίτα,να του εξηγήσεις κι αυτό εδώ Διονύση μου
Η πρώτη φορά που με είπαν “αδερφή” πρέπει να ήταν στην πρώτη δημοτικού.
Τουλάχιστον η πρώτη που θυμάμαι. Όχι τόσο τα ίδια τα δευτερόλεπτα κατά τα οποία ένα εκτάκι ξεστόμισε αυτή τη λέξη, αλλά το τι έγινε μετά.
Όταν γύρισα στο σπίτι θυμάμαι έντονα πως ήταν η μέρα που μας έφεραν το μεγάλο γυαλί που μπαίνει πάνω από το τραπέζι της τραπεζαρίας. Στεκόμουν εκεί, δίπλα στο αστραφτερό γυαλί, και θυμάμαι να λέω στον πατέρα μου ότι ένα παιδί στο σχολείο με είπε “αδερφή”. Δεν θυμάμαι βέβαια τι με ώθησε να το κάνω αυτό. Πώς κατάλαβα ότι αυτό που μου είπαν είναι κάτι...”κακό”; Ή τουλάχιστον κάτι που σκοπό είχε να με προσβάλλει.
Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου ήρθε στο σχολείο, μίλησε με το Διευθυντή και με το ίδιο το εκτάκι. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν έχει χαρακτεί στη μνήμη μου. Το μόνο που θυμάμαι, πέραν του ότι μύριζε άνοιξη, είναι ότι αυτή ήταν η αρχή του “τέλους”.
Εκτός από το εκτάκι που πρώιμα παρατήρησε ότι είμαι “αδερφή” όμως, το ίδιο παρατηρούσε καθώς μεγάλωνα και ο ίδιος ο πατέρας μου, που με την πρώτη αφορμή που θα του έδινα, θα φρόντιζε να μου υπενθυμίσει να “μην κάνω έτσι τα χέρια μου” ή να “μην τραβάω τις λέξεις”. Προφανώς ο πατέρας μου έβλεπε, και φοβόταν, κάτι που εγώ δεν μπορούσα καν να διανοηθώ. Όχι πως αυτό σήμαινε οτι τα πράγματα ήταν απλά για μένα.
Ας με διαψεύσει κάποιος, πράγμα που το θεωρώ απίθανο, μα ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να τύχει σε έναν άνθρωπο είναι να γεννηθεί gay σε μία str8 κοινωνία. Δε λέω, παλιά ήταν πολύ χειρότερα, ή, πλέον είναι πολύ καλύτερα, ή, υπάρχουν και εξαιρέσεις που μεγάλωσαν αρμονικά και ήρεμα, μόνο με αγάπη. Μα δεν είναι καν εκεί το θέμα, στο αν δηλαδή περιβάλλεσαι μόνο από αγάπη αντί να σε κοροιδεύουν στο σχολείο.
Το θέμα είναι ότι μεγαλώνεις και διαμορφώνεις τον τρόπο που σκέφτεσαι με βάση τους str8 κανόνες και παραδόσεις μίας str8 κοινωνίας. Κοινώς, κι έχτιζα παλάτια με νερό και άμμο, έπιασε βροχή και τα 'ριξε όλα χάμω. Εγώ λοιπόν μεγαλώνοντας δεν καταλάβαινα τι μου συμβαίνει. Μα τα σημάδια ήταν αρκετά, πριν καν αρχίσουν να μου αρέσουν αγοράκια.
Η επόμενη παράγραφος είναι γεμάτη στερεοτυπικά χαρακτηριστικά και κλισέ αναφορές. Κάποιοι μπορεί να δυσανασχετίσουν, μα – κακά τα ψέματα, όλοι ξέρουμε ότι τα κλισέ έγιναν κλισέ επειδή εκφράζουν μία έντονη πραγματικότητα, βλ. ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη, οι μποέμ σοφίτες των Παρισίων, οι κάγκουρες στο Γκάζι, κλπ.
Ακόμα κι αν είμαι ένα κινούμενο κλισέ λοιπόν, ναι, τρελαινόμουν να βλέπω τη μητέρα μου να βάφεται, παρακολουθούσα κάθε της κίνηση όταν μαγείρευε, μου άρεσε από μικρός ο Χατζηδάκης (και κουλτουριάρα η δικιά σου!), είχα πάντα σχεδόν μόνο κορίτσια φίλες, μου άρεσε η Άννα Βίσση, μου άρεσε η Madonna, δεν παρακολουθούσα ούτε έπαιζα ποδόσφαιρο, μου άρεσε να παίζω με τις Barbie της αδερφής μου, κλπ, κλπ, κλπ. Ήταν, αυτό που λέμε, “φως φανάρι” ότι οι εν γένει επιλογές μου ήταν somewhere...over the rainbow...
Ο πατέρας μου, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια, ήξερε.
Δεν ήταν σίγουρος, εφόσον δεν του είχα παραδεχτεί κάτι -πράγμα που τον τροφοδοτούσε με φρούδες ελπίδες, αλλά ήξερε. Πάντα θα με ρωτούσε “τι γίνεται;” και “αν έχω καμιά κοπέλα;” και “τόσες κουκλάρες γύρω σου, όλες φίλες είναι;” και τέτοια, ερωτήματα που εγώ απεύφευγα διακριτικά να απαντήσω, είτε αλλάζοντας το θέμα είτε υπερασπιζόμενος την προσωπική μου ζωή με το να είμαι κρυψίνους.
Μόνο μία φορά, όταν πήγα στο σπίτι με μοϊκάνα, που για κάποιο λόγο οι γονείς μου συνέδεσαν με την ομοφυλοφιλία (WTF?), μου ζητήθηκε επισταμένως απάντηση για το αν είχα ποτέ ερωτικές σχέσεις με γυναίκα. Ευτυχώς, για τότε, ήταν η περίοδος που για κανά χρόνο τσιλιμπούρδιζα με μία φίλη μου από το γυμνάσιο. Μη φανταστείς, ψιλοπράγματα, αλλά και πάλι, είχα κάτι να πω.
Τα χρόνια πέρασαν, πήγα στρατό, έφυγα για μεταπτυχιακό, γύρισα πίσω. Όλον αυτό τον καιρό δεν είχα “κινήσει άλλες υποψίες”, μα ταυτόχρονα, για τον πατέρα μου που ήταν σε πλήρη άρνηση ούτως ή άλλως, ήταν ένα θέμα που δεν το θίγαμε πλέον.
Έχοντας ζήσει κάποια χρόνια μόνος μου όμως είχε αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο έκανα τις επιλογές μου και αυτό, μετά από μερικούς μήνες που έμενα και πάλι με τον πατέρα μου, ήταν εμφανές. Άρχισε να με ρωτάει πού κοιμήθηκα χτες, αν θα κοιμηθώ σήμερα στο σπίτι, και άλλες αγαπημένες ερωτήσεις γονέων και κηδεμόνων – και συζύγων, σε άλλες περιπτώσεις. Τα κάλυπτα όπως μπορούσα, είτε με ολοφάνερα ψεύδη, είτε με -το αγαπημένο μου- μισές αλήθειες. Δεν ήταν δίκαιο όμως. Για κανέναν από τους δύο.
Και, επιπλέον, δεν αισθανόμουν καλά εγώ κάνοντάς το. Δεν ήταν λίγες οι φορές, εξάλλου, που είχα φανταστεί να του το πω. Να του μιλήσω ειλικρινά, και να βάλουμε κάτω ό,τι με απασχολεί και τον προβληματίζει και να τα πούμε σαν άντρες. Μα ποτέ δεν τα κατάφερα. Μέχρι το Σάββατο της φετινής Eurovision.
Ήταν γύρω στις επτά το βράδυ όταν γύρισα σπίτι. Έλειπα από το προηγούμενο βράδυ και πηγαίνοντας σπίτι πέρασα από το σούπερ μάρκετ για να φτιάξω ένα κέικ. Είχα να πάω σε ένα Eurovision party και ήθελα να τους τρατάρω γλυκάκι. Όλα πήγαν κατ' ευχήν και το κέικ ήταν ήδη στο φούρνο και ψηνόταν όταν ο πατέρας μου με ρώτησε “για ποιον ψήνω το κέικ; πού θα το πάω;”. Του απάντησα λέγοντάς του για το πάρτυ και αυτός, κρατώντας την εφημερίδα στα χέρια του, μου δείχνει την Conchita Wurst και με ρωτάει αν την είδα και ποια είναι η άποψή μου.
Του απάντησα με έναν σχεδόν αδιάφορο τόνο φωνής ότι “ναι, ντάξει, σιγά, ένας άντρας που ντύνεται γυναίκα είναι” μα η συζήτηση πολύ γρήγορα εκτροχιάσθη.
Για κακή του τύχη κάτι είπε για “φυσιολογικό” και “κανονικό” και με πιάσαν τα διαόλια μου. Δεν είναι ότι είμαι και ο πιο ένθερμος ακτιβιστής των gay δικαιωμάτων, μα στην εποχή που ζούμε, που τόσοι κίνδυνοι ελλοχεύουν από παντού (και βγαίνουν και τρίτο κόμμα στην Ελλάδα – ξεφτίλες), ένιωσα ότι αυτή η συζήτηση δεν θα έπρεπε να γίνεται μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
Ξεσπάθωσα. Πολύ απότομα, και χωρίς καν να το καταλάβω, άρχισα να υπερασπίζομαι την Conchita και να επιχειρηματολογώ για την υποκειμενικότητα του φυσιολογικού και την ύπαρξη ομοφυλοφιλίας στη φύση. Ντάξει, έξυπνος άνθρωπος και ο μπαμπάς, την ψιλιάστηκε τη δουλειά και με ρωτάει “γιατί, μήπως κι εσύ είσαι gay;”.
Στην αρχή κόμπλαρα και πήγα να υπεκφύγω απαντώντας “τι κι αν είμαι; ποιο θα ΄ταν το πρόβλημα;” μα το μόνο που κατάφερα ήταν να πεισμώσει κι άλλο. Τη δεύτερη φορά που με ρώτησε του απάντησα καταφατικά. Η αλήθεια ήταν, όντως πλέον, εκεί έξω.
Το τι επακολούθησε είναι μία άλλη ιστορία, που είναι πολύ νωρίς για να καταγραφεί. Η ουσία αυτού του συμβάντος είναι ότι, όσο ηλίθιο κι αν ακούγεται, η Conchita και η υπεράσπιση μιας “αδερφής” αποτέλεσαν την αφορμή για να εκφράσω στον πατέρα μου τις δικές μου απόψεις. Απόψεις που τον οδήγησαν να κάνει μία πολύ γενναία ερώτηση της οποίας την απάντηση όμως δεν ήταν και τόσο έτοιμος να ακούσει.
Το μόνο που είναι σίγουρο πάντως είναι ότι ένα τεράστιο βάρος έφυγε από πάνω μου, βάρος που δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να αποτάξω χωρίς τη βοήθεια του πατέρα μου. Το βάρος πλέον ήταν, εμφανώς, σε αυτόν. Μα ταυτόχρονα, κάτι βαθιά μέσα μου, μου λέει ότι κι αυτός, κάπως “ηρέμησε”. Όχι επειδή το δέχτηκε και όλα είναι τέλεια, τέλεια, τέλεια – αντιθέτως, η ιδέα τον στεναχωρεί πολύ για δικούς του λόγους- αλλά επειδή, τουλάχιστον, δεν ζει πια στην αμφιβολία. Πλέον ξέρει.
Υ.Γ.: Τουλάχιστον η Conchita κέρδισε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου