Ο Νίκος Γιαννόπουλος, ο
επιμελητής της αυτοβιογραφίας του Κουφοντίνα κι ένας από τους ιδρυτές
του Δικτύου για τα Πολιτικά & Κοινωνικά Δικαιώματα, έγραφε τακτικά
στα "ΝΕΑ" , κατά τη διάρκεια της δίκης της 17 Νοέμβρη -συχνά στην ΙΔΙΑ
σελίδα που έγραφα κι εγώ για τη δίκη.
Θα ήταν ενδιαφέρον, νομίζω, να
δημοσιευτούν κάποτε κατ' αντιπαραβολή τα δικά του και τα δικά μου
κείμενα, έστω και μόνο για να διαπιστώσει κανείς πόσο διαφορετικά
μπορούν να ερμηνεύουν δύο άνθρωποι τα αυτά γεγονότα.
Εξάλλου, για το
ίδιο το Δίκτυο και τον "επιλεκτικό" ανθρωπισμό του, ποτέ δεν έκρυψα τις
απόψεις μου. Το κείμενο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε στα "ΝΕΑ"
στις 20 Μαρτίου 2003 -η δίκη είχε μόλις ξεκινήσει- και αναδημοσιεύτηκε
ένα χρόνο αργότερα, στο βιβλίο μου "Ο Ουρανός στο Κεφάλι Μας - Η Δίκη
της 17 Νοέμβρη" (Μεταίχμιο). Σήμερα δεν θα του άλλαζα ούτε κόμμα.
Εμπλουτίζει, θέλω να πιστεύω, και τον τωρινό διάλογο για το βιβλίο του
Κουφοντίνα.
Ετυχε,
πριν από χρόνια -ίσως και πάνω από δέκα-, να γνωρίσω κάποιους από
εκείνους που σήμερα δραστηριοποιούνται στο Δίκτυο για τα Πολιτικά και
Κοινωνικά Δικαιώματα. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι αν είχε από τότε συσταθεί
κι επισήμως το Δίκτυο, πάντως οι ίδιοι πάνω κάτω άνθρωποι κινούνταν προς
την ίδια πάνω κάτω κατεύθυνση και μοιράζονταν τις ίδιες πάνω κάτω
ανησυχίες.
Βεβαίως, η οργάνωση της 17 Νοέμβρη, που σχεδόν μονοπωλεί τις
σημερινές τους δραστηριότητες, βρισκόταν ακόμη σε "βαθιά παρανομία" και
τη μερίδα του λέοντος στα ενδιαφέροντά τους αυτοδικαίως κέρδιζε το
παλαιστινιακό πρόβλημα.
Μια στενή μου φίλη -από τα εξέχοντα πλέον
στελέχη του Δικτύου- φιλοξενούσε συχνά πυκνά στο σπίτι της Παλαιστίνιους
φυγάδες. Ομολογώ πως δεν ένιωθα καθόλου άνετα, όποτε διανυκτέρευα εκεί.
Ορμώμενος από ένα συνδυασμό δειλίας και ματαιοδοξίας, θεωρούσα
εξαιρετικά πιθανό να εισβάλουν από στιγμή σε στιγμή πράκτορες της Μοσάντ
κι εγώ, ο άσχετος, να καταχωριστώ στις παράπλευρες απώλειες.
΄Οταν, πέρυσι το φθινόπωρο, ξέσπασε η μπόρα εναντίον του Δικτύου και
πασίγνωστοι για τη "δημοκρατική τους ευαισθησία" κονδυλοφόροι, υπηρέτες
δύο, τριών ή και πλέον αφεντάδων, έπεσαν με τα μούτρα για να
ξεκοκαλίσουν τους Δικτυακούς,
μπήκαν πάλι σε κίνηση τα σκεβρωμένα
συντροφικά μου ανακλαστικά.
΄Οπου στεκόμουν και όπου βρισκόμουν, έσπευδα
να εξηγήσω -σε μια ποικιλία κακοπροαίρετων, αδιάφορων ή καλοπροαίρετων
συνομιλητών- ότι αυτοί, οι παλιοί μου γνώριμοι, δεν είναι ούτε
αριστερίστικα απολιθώματα ούτε ξεροκέφαλοι απολογητές της βίας.
Εν πάση
περιπτώσει (έχανα κάπου κάπου τη ψυχραιμία μου) ο τελευταίος που
δικαιούται να τους κρίνει είναι εκείνος που δεν έδωσε ποτέ δεκάρα για το
συνάνθρωπό του.
Τελεία.
Έπειτα, άρχισα να τους διαβάζω. Οι
εφημερίδες -μουδιασμένα πρώτα, πιο θαρρετά κατόπιν- τους παραχωρούσαν
όλο και μεγαλύτερο χώρο για να εκθέσουν τις απόψεις τους.
Οι τηλεοπτικοί
σταθμοί, ακόμα και οι βαμμένοι κίτρινοι -ιδίως αυτοί-, τους καλούσαν
στα στρογγυλά τους τραπέζια, με την ελπίδα ότι θα λειτουργούσαν ως
πυροκροτητές για την έκρηξη της τηλεθέασης.
Τους παρακολούθησα να
ξεδιπλώνουν τη συλλογιστική τους: τη βραζιλιάνικη Αριστερά, που ρίχνει
όλες τις δυνάμεις της στην επίθεση, αντίκρυ στην ιταλική Αριστερά, που
παίζει σταθερά κατενάτσιο, τη στατιστική αντίστιξη ανάμεσα στους είκοσι
τρεις νεκρούς της 17 Νοέμβρη -σιγά τα λάχανα- και στις εκατόμβες των
νεκρών στα Κατεχόμενα, στο Αφγανιστάν, τώρα, την ώρα που μιλάμε, στο
Ιράκ...
Ανατρίχιασα.
Επανέφερα στη μνήμη μου μία συζήτηση με τη στενή
μου φίλη, εκείνες τις προ δεκαετίας λευκές νύχτες. Τότε ήταν στο
προσκήνιο ο Ρασίντ, φυλακισμένος ήδη στον Κορυδαλλό.
Οι Αμερικανοί
ήθελαν σαν λυσσασμένοι το τομάρι του Παλαιστίνιου, επειδή τον θεωρούσαν
υπεύθυνο για μια βομβιστική αεροπορική ενέργεια που τίναξε στο απώτερο
διάστημα έναν ανύποπτο τουρίστα. Θυμάμαι πως την είχα ρωτήσει
αφελέστατα, ως καλύτερα πληροφορημένη, αν γνώριζε κατά πόσον ήταν
πράγματι αθώος ο Ρασίντ.
Θυμάμαι -θα θυμάμαι πάντα- και την ψυχρή της
απάντηση: "Δεν έχει σημασία".
Εκείνη τη στιγμή, έστω και προδρομικά,
νομίζω ότι κατάλαβα τη λεπτή τέχνη του Δικτύου.
Πώς ν' αγαπάς όλους και
κανέναν.
Μερικοί αιθεροβάμονες πιστεύουν ότι, αυτές τις μέρες,
που ξεκινάει στο δικαστήριο του Κορυδαλλού η αποδεικτική διαδικασία και
θα παρελάσουν οι αυτόπτες μάρτυρες -καθώς και οι άλλοι, οι κρυμμένοι στο
πατάρι-, τα μανιφέστα θα χωθούν ξανά στα συρτάρια, η ξύλινη γλώσσα θα
περιέλθει σε αλαλία και όλο και κάποιος -ένθεν κι ένθεν- θ' αγγίξει
κάποια χορδή ανθρωπισμού.
Λυπάμαι που δεν συμπεριλαμβάνομαι ανάμεσά
τους.
Τα βλέμματα θα μείνουν μέχρι τέλους άδεια.
Τα μάτια ερμητικά
κλειστά. ΄
Ηταν και πριν κλειστά.
Ακόμα και ορθάνοιχτα.
20 Μαρτίου 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου