Και η Βίβιαν
Ήταν μια γιορτή, ένα event, μια συνεύρεσις
ακριβώς όπως το περιέγραφαν τόσες μέρες τα media.
Το κέντρο της πρωτεύουσας, καθαρό , φωτεινό,
χωρίς ναρκομανείς,
δίχως αστέγους,
χωρίς φτωχούς,
με στολισμένα και ντυμένα με πλεκτά δέντρα,
με χαμογελαστά γιορτινά πρόσωπα,
με αισιόδοξους ανθρώπους,
με έξυπνα δρώμενα,
με χαριτωμένες φατσούλες,
με μουσικές…
Η Μάρα, δεν είχε σκοπό να ψωνίσει.
Βγήκε όμως…
Ήταν όλα γελαστά: κι οι πωλήτριες κι οι πωλητές στα ανοιχτά φωτισμένα άδεια μαγαζιά, με χαμόγελο την αντίκριζαν,
το χαμόγελο που είχε ο Σπάρτακος πριν τα κάνει ρημαδιό.
Ψώνισε όμως, η πιστωτική ακόμα κρατούσε… άφησε τα ψώνια σε ένα κατάστημα και πήγε με τη Ρένια να πιούν ένα ποτάκι…
ακριβώς όπως το περιέγραφαν τόσες μέρες τα media.
Το κέντρο της πρωτεύουσας, καθαρό , φωτεινό,
χωρίς ναρκομανείς,
δίχως αστέγους,
χωρίς φτωχούς,
με στολισμένα και ντυμένα με πλεκτά δέντρα,
με χαμογελαστά γιορτινά πρόσωπα,
με αισιόδοξους ανθρώπους,
με έξυπνα δρώμενα,
με χαριτωμένες φατσούλες,
με μουσικές…
Η Μάρα, δεν είχε σκοπό να ψωνίσει.
Βγήκε όμως…
Ήταν όλα γελαστά: κι οι πωλήτριες κι οι πωλητές στα ανοιχτά φωτισμένα άδεια μαγαζιά, με χαμόγελο την αντίκριζαν,
το χαμόγελο που είχε ο Σπάρτακος πριν τα κάνει ρημαδιό.
Ψώνισε όμως, η πιστωτική ακόμα κρατούσε… άφησε τα ψώνια σε ένα κατάστημα και πήγε με τη Ρένια να πιούν ένα ποτάκι…
Όμως όταν πήγε η Μάρα στου Ξελιγόπουλου, όπου είχε αφήσει τις γόβες, το ντε πιες για το γραφείο, και τα υπόλοιπα που είχε ψωνίσει εκείνη την υπέροχη, ανέμελη, τσαχπίνα ΛΑΜΠΡΗ ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ στην Αθήνα,
είδε ότι η η ώρα ήταν περασμένη, πλησίαζαν μεσάνυχτα.
Οι αλήτες είχαν κατεβάσει τα ρολά στο μαγαζί… Τι να πεις;
Η Μάρα κόντεψε να κλάψει…
Ευτυχώς βρέθηκε ένας ευγενής κύριος να μεσολαβήσει για να πάρει τα ψώνια.
Τα κατάφερε! Τι κύριος! Όπως τον είδε τον έκοψε, με το έμπειρο μάτι της, για ευπατρίδη επιχειρηματία της Κεντροααριστεράς…
Παιχνιδιάρικα όπως την έβαζε στο ταξί τον ρώτησε το όνομά του,
ο κύριος χαμογέλασε συγκρατημένα:
“Είμαι ξένος, με λένε Βλάντ, αλλά λέγε με Ντράκουλα που είναι πιο εύκολο… θα σε επισκεφθώ σύντομα”
είδε ότι η η ώρα ήταν περασμένη, πλησίαζαν μεσάνυχτα.
Οι αλήτες είχαν κατεβάσει τα ρολά στο μαγαζί… Τι να πεις;
Η Μάρα κόντεψε να κλάψει…
Ευτυχώς βρέθηκε ένας ευγενής κύριος να μεσολαβήσει για να πάρει τα ψώνια.
Τα κατάφερε! Τι κύριος! Όπως τον είδε τον έκοψε, με το έμπειρο μάτι της, για ευπατρίδη επιχειρηματία της Κεντροααριστεράς…
Παιχνιδιάρικα όπως την έβαζε στο ταξί τον ρώτησε το όνομά του,
ο κύριος χαμογέλασε συγκρατημένα:
“Είμαι ξένος, με λένε Βλάντ, αλλά λέγε με Ντράκουλα που είναι πιο εύκολο… θα σε επισκεφθώ σύντομα”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου