Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Ο Γρηγορόπουλος και ο Σιδηρόπουλος-Του Άρη Δαβαράκη


(Φωτό απ'το 2008)
--------------------------------------





 Πρέπει κανείς να βαδίζει στη ζωή με όσα εφόδια έχει και να αντιμετωπίζει τον θάνατο με αγάπη στην καρδιά. Το λέω αυτό γιατί κάτι μέσα μου με σπρώχνει να γράψω για δυό πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ και που ποτέ δεν γνωριστήκαν μεταξύ τους και το μόνο κοινό που τους ενώνει είναι η ημερομηνία του θανάτου τους –σε άλλες χρονιές, αλλά την ίδια μέρα: 

Έξι Δεκεμβρίου, του Αγίου Νικολάου. 
Ο Αλέξης και ο Παύλος. 
Το παιδί και ο πρίγκηπας. 
Ο δολοφονημένος και αυτός που οδηγείται στα άκρα.
 Ο έφηβος και ο καλλιτέχνης

Δυό παιδιά τόσο ευγενικά που δεν τα χωράει ο ρεαλισμός. 
Ελεύθερα παιδιά. 

Έρχεται στο νου μου το ποίημα του Σεφέρη που για κάποιο περίεργο λόγο το έχω μάθει απ’ έξω, τότε, στο δικό μου πριγκιπάτο, την εφηβεία μου, όταν το μελοποίησε ο κολλητός μου: 

Χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα/τούτη ἡ ἀγάπη ποὺ πηγαίνει/σκορπισμένη, μαζεμένη,/σκορπισμένη πάλι-πάλι,/κι ὅμως σφύζει κι ὅμως πάλλει/στὴ δαγκωματιὰ τοῦ μήλου/στὴ χαραγματιὰ τοῦ σύκου/σ᾿ ἕνα βυσσινὶ κεράσι/σὲ μιὰ ρώγα ἀπὸ ροδίτη/τόση ἀνάερη Ἀφροδίτη,/θὰ διψάσει θὰ κεράσει/ἕνα στόμα κι ἄλλο στόμα /χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα.

Ο Παύλος έπεσε σε κώμα στις 6 Δεκεμβρίου του 1990 ενώ ήτανε στο σπίτι μιας γνωστής του στο Νέο Κόσμο και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στον Ευαγγελισμό, χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη. 

Ο Αλέξης δολοφονήθηκε ψυχρά και κυνικά από έναν μπάτσο στα Εξάρχεια όπου είχε πάει να βρει έναν φίλο του Νίκο που γιόρταζε και κερνούσε. 

Η ζωή του Παύλου κράτησε 42 χρόνια και κάτι, ξεκινώντας από τις 27 Ιουλίου του 1948 όταν γεννήθηκε στην Αθήνα – και είναι τόσο πλούσια που αν ανατρέξετε στο site του θα περάσετε πολλές ώρες μέχρι να μάθετε αρκετά γι’ αυτόν.
Για τον Αλέξη (ή «Γκρέγκορι» όπως τον φωνάζανε κάποιοι φίλοι του) δεν ξέρουμε πολλά. Γεννήθηκε το 1993, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου - και ήταν ένας μαθητής 15 ετών όταν τον εκτέλεσε εν ψυχρώ ο Κορκονέας. 

Προερχότανε από εύπορη οικογένεια, αν μας ενδιαφέρει αυτό, πήγαινε στη Σχολή Μωραΐτη –και το τελευταίο διάστημα είχε «μετακομίσει» (όπως είχα "μετακομίσει" και εγώ στην ηλικία του στα Ελληνικά Εκπαιδευτήρια του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο όταν με "διώξανε"απο του Μωραϊτη) σ’ ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της Εκάλης.

 Η μητέρα του είχε κοσμηματοπωλείο στην οδό Βουκουρεστίου ο πατέρας του εργαζότανε σαν διευθυντής σε υποκατάστημα τράπεζας και παρ’ όλο που είχαν χωρίσει η μαμά και ο μπαμπάς, διατηρούσαν καλές σχέσεις και φρόντιζαν να μην νοιώσουν τα παιδιά τους το «κενό» της οικογένειας (γιατί νοιαζόντουσαν πολύ και για τον Αλέξη και για την μικρότερη αδερφή του).

 Ο κ. Ιωσήφ Γκαβλίντσκι, θυρωρός της πολυκατοικίας στην οποία έμενε ο Αλέξης, λέει πως «Ήταν ένα ήσυχο και πολύ καλό παιδί, που χαιρετούσε και μιλούσε πάντα ευγενικά όταν σε έβλεπε». Ένα ευγενικό παιδί που κανείς δεν ήξερε τι σκεφτότανε και τι πραγματικά ένοιωθε. Τι τραγούδι θα έγραφε για να τραγουδήσει στο κορίτσι του, στο παιδί που κουβαλούσε μέσα του, στους φίλους του; Θα έβρισκε τα λόγια όπως ο Παύλος;
Ο Παύλος που πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου όπως και ο Αλέξης, δεν βολευότανε σ’ αυτόν τον κόσμο κι’ αυτό ήτανε βασανιστικό και τον οδήγησε στην ηρωίνη. Είχε χρόνο να το παλέψει, να δοκιμάσει, να ερωτευτεί, να δημιουργήσει, ν’ αγαπηθεί, να αγαπήσει –και είχε και πολλές ευκαιρίες. Ο Αλέξης δεν ήτανε τόσο τυχερός. 

Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα – τον έστειλε ο δολοφόνος του απροετοίμαστο και αθώο σαν τον ανθό που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει. Δεν του δόθηκε ο χρόνος να γνωρίσει τον εαυτό του και τους άλλους, να ερωτευτεί, να παθιαστεί με κάτι. Να τραγουδήσει.
Τελικά δεν υπάρχουν πολλά που να συνδέουν αυτά τα δύο πρόσωπα, το «μεγάλο» και το «μικρό» παιδί. Μονάχα η αθωότητα και ο θάνατος. Ίσως μονάχα η αθωότητα –γιατί ο θάνατος τους δεν τους φέρνει πιο κοντά, μάλλον τους απομακρύνει. Ο καλλιτέχνης δεν το άντεχε αυτό που ζούσε και χρειαζότανε την δόση του, όλο και περισσότερες δόσεις, μέχρι που έφυγε –σχεδόν επειδή εκείνος το ήθελε –από τη ζωή. Ο μικρός μας Αλέξης δεν ήθελε καθόλου να φύγει, ήθελε να γιορτάσει τον φίλο του τον Νίκο και να ρουφήξει τη ζωή με το κουτάλι –στα δεκαπέντε, στα δεκάξι του.
Υπάρχει όμως ένα κοινό σημείο, κάτι παράξενο και μεταφυσικό που συνδέει αυτά τα δυό «παιδιά» - μόνο που δεν μπορώ να το αρπάξω στον αέρα και να το πω τόσο απλά όσο το είπε ο Σιδηρόπουλος : «Πες μου αν θέλεις κάτι, κάτι απλό, κι’ εγώ μπορώ –να σου δώσω αγάπη». Καμιά φορά η αφέλεια ή η αποτυχία να εκφραστεί κανείς σωστά μιλάει πιο δυνατά. 

Είναι παράξενη και δεν στέκεται στα πόδια της η σκέψη αυτή ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι συγγενεύουν εκεί στον ουρανό, χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα, μόνο και μόνο επειδή πεθάνανε την ίδια μέρα. Αλλά εγώ έτσι τους νοιώθω, αγαπημένους και αδερφωμένους.
Θα τους θυμόμαστε και θα τους συναντήσουμε στα όνειρά μας η στην επόμενη ζωή μας ή στον θάνατο, όπως και να λέγονται όλα αυτά που, πίσω από την μεγάλη αυλαία, συνεχίζονται. 
Και κάθε χρόνο, έξι Δεκεμβρίου, του Άγιου Νικόλα, θα τους κοιτάζουμε να φτερουγίζουνε μαζί εκεί ψηλά, στο αόρατο. Ο πιο μεγάλος θα τραγουδάει και θα κρατάει από το χέρι τον μικρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου