Ο θάνατος της 13χρονης Σάρας, του κοριτσιού από τη Θεσσαλονίκη που έχασε τη ζωή του από τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού, έρχεται να προστεθεί στον αριθμό της απώλειας που αυξάνει μέρα τη μέρα στην Ελλάδα της κρίσης.
Κάθε θάνατος υπάρχει στη μοναξιά της οδύνης, στην αυτοτέλεια του οριστικού και του πένθους. Ταυτόχρονα όμως δεν γίνεται να μην ξεπερνά τα όρια που θα έθετε όποια απώλεια. Γιατί στην Ελλάδα της κρίσης ο θάνατος μοιάζει συγκάτοικός μας.
Το ίδιο το περιστατικό περιγράφει –όχι το τυχαίο ή το λάθος, όπως θέλουν μερικοί– αλλά το σύνολο της κατάστασης που προηγήθηκε έτσι ώστε το θύμα να βρεθεί στις συνθήκες του θανάτου.
Τη φτώχεια, την εξαθλίωση, την απελπισία. Το γεγονός είναι εμφανές και αυτονόητο ήδη από την πληροφορία της είδησης. Αυτό που δεν είναι αυτονόητο είναι το πώς ορισμένοι (και είναι πια τελείως ορατοί και συγκεκριμένοι) αποφασίζουν να σχολιάσουν τόσο το γεγονός όσο και τις αντιδράσεις που αυτό προκάλεσε. Σε μια σειρά άρθρων, τηλεοπτικών ή διαδικτυακών σχολίων, το γεγονός περιγράφηκε ως ένα ατυχές συμβάν, ως μια τραγωδία κακής τύχης.
Αλλοι πρότειναν (οριακά επέβαλαν) να σιωπήσουμε. Είναι οι ίδιοι που σε μια σειρά από περιστατικά και καταστάσεις (ας θυμηθούμε το παρόμοιο περιστατικό της Λάρισας) έκαναν λόγο για την «προπαγάνδα της συγκίνησης», οι ίδιοι που έλεγαν πως οι λιποθυμίες από την πείνα στα σχολεία είναι αστικοί μύθοι.
Στη χυδαία τους εξίσωση, το όποιο συναίσθημα, όποια λύπη και όποια οργή, όποια περιγραφή της πραγματικότητας με όρους καθημερινής ζωής ταυτίζεται με τον λαϊκισμό, τον αποπροσανατολισμό, τον εύκολο συναισθηματισμό.
Προσπαθούν να μας πείσουν πως η πολιτική μπορεί να ρυθμίζει σχεδόν όλες τις παραμέτρους της ζωής, αλλά καμία σχέση δεν έχει με την ίδια τη ζωή.
Γιατί η πολιτική της κρίσης πρέπει να μείνει σε αριθμούς, σε μετρήσεις και διαγράμματα. Αν εξατομικευτεί μεταμορφώνεται σε μαγκάλια, αυτοκτονίες, αστέγους και ουρές στα συσσίτια και άντε τότε να μιλήσεις για success story.
Στην Ελλάδα της κρίσης, η χρήση μιας φωτογραφικής μηχανής βαφτίζεται ακραίος λαϊκισμός.
Στη μνημονιακή χρήση της γλώσσας, ο κυνισμός ταυτίζεται με την κοινή λογική, η κοινή λογική με την αθωότητα.
Στην Ελλάδα της κρίσης, οι δήμιοι της γλώσσας φορούν φωτοστέφανα.
Θωμάς Τσαλαπάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου