Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Μια τρομακτική μέρα. Της Βιόλας Καριόλας


Ξύπνησα πρωί με δυσκολία. Χτες πηδιώμουν μέχρι αργά. Ανασηκώνομαι με δυσκολία από το ντιβανομπάουλο του σπιτιού που με φιλοξενεί. Γύρω μου ένα βουνό από αποτσίγαρα, καπότες, άδεια μπουκάλια από Chivas και Chardonnay. 

Προσπαθώ να θυμηθώ τη χτεσινή βραδιά. Αδύνατον. Τα σημάδια στο εσωτερικό των λεπτών ποδιών μου και κάτι μώλωπες στα μπράτσα, κάτι μου θυμίζουν. Μια αδιόρατη πληρότητα και ικανοποίηση με κατακλύζει, ανάμεικτη με μια γλυκιά κούραση. Προσπαθώ να θυμηθώ ποιος είναι ο νεαρός που ροχαλίζει ανάσκελα στο διάδρομο προς την κουζίνα. Είναι αδύνατον.

Είπα να βγω να κάνω μια βουτιά, μήπως με ξυπνήσει το κρύο νερό. Στο δρόμο άνοιξα το τουίτερ να δω τι γίνεται στον έξω κόσμο, καθώς η χτεσινοβραδινή κραιπάλη που ξεκίνησε από το απόγευμα και τέλειωσε το ξημέρωμα με έχει αφήσει στο σκοτάδι. Η είδηση μόλις έχει κυκλοφορήσει. «Ένα παιδί χωρίς εισιτήριο πήδηξε έξω από το τρόλεϊ για να αποφύγει τον ελεγκτή και τραυματίστηκε». Τίποτα άλλο.

Πάγωσα. Γιατί να πηδήξει; Επειδή δεν είχε εισιτήριο, ε και; Άμα δεν πρόλαβε να βγάλει εισιτήριο, ας έβγαζε το μπλοκ επιταγών του να κόψει ένα τσεκ στον ελεγκτή. Είναι λόγος να αυτός να πηδήξεις από κινούμενο όχημα; Θυμήθηκα πόσες φορές δε μου έχει συμβεί κι εμένα κάτι ανάλογο. Να ξεμείνω δηλαδή από μετρητά. Την αγωνία να μην υπάρχει κοντά μηχάνημα ανάληψης μετρητών ή το κατάστημα να μην διαθέτει μηχάνημα λήψης πιστωτικής. Σ’ αυτή την τριτοκοσμική χώρα που ζούμε συμβαίνει συχνά αυτό.

Στο τουίτερ γίνεται το σύστριγγλο. Κανείς όμως δεν έγραφε ακόμα τι ακριβώς έπαθε το παιδί, ούτε τι διαδραματίστηκε στο λεωφορείο. Οι περισσότεροι σχολιαστές στοχοποιούσαν μανιασμένα τους εισπράκτορες, τους έλεγαν Ες Ες, μοχλούς του συστήματος και χαφιέδες. Ανατρίχιασα. Ένοιωσα μιαν ακατανίκητη επιθυμία να τους υπερασπιστώ. Το χρωστάω στον Μπάμπη. Εκείνο τον δίμετρο γεροδεμένο τεκνό που με ανέβασε στα ουράνια κάποια νυχτιά του ‘90 που είχαν απεργία τα ταξί. Αλλά μπορεί να ήταν και οδηγός, δεν καλοθυμάμαι, είχα πιει του σκοτωμού, για να αντέξω την παρουσίαση του βιβλίου μιας σκρόφας, καινούργιας συνάδελφου συγγραφέως τάχαμου.

Τέλος πάντων, θέλετε η ανάμνηση του Μπάμπη στο τελευταίο κάθισμα, θέλετε μια έμφυτη αίσθηση του δικαίου που διαπερνά το είναι μου, θέλετε το γεγονός ότι έχω κλάσει μέντες επειδή τελευταίως βλέπω την πλέμπα να γυαλίζει το μάτι της, εγώ είπα να υπερασπιστώ τον έντιμο μεροκαματιάρη.

Και τότε σταματάω στην άκρη του δρόμου (δεν περίμενα να πάω καν σπίτι, τόση αγανάκτηση με είχε κυριεύσει) και γράφω τη φράση που αν ήξερα ότι το μαλακισμένο ήταν ήδη νεκρό ή αν μπορούσα να υποψιαστώ τον αρρωστημένο οχετό που θα εξαπέλυε, ποτέ δεν θα την έγραφα: «Συμπέρασμα: οι ελεγκτές δεν πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους επειδή κάποιος τζαμπατζής θα μπορούσε να πηδήξει έξω από το όχημα;».  Δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, θα έφταιγε ο Ντερτιλής αν εγώ το ’73 αντί να κάθομαι στο σπίτι μου να μελετώ, βρισκόμουν στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου να κόβω βόλτες;

Πήγα και κάθισα στο πιο κοντινό καφενείο. Διάβαζα και διάβαζα και σταματημό δεν είχα. Ήθελα να το δω όλο το πρόσωπο της αρρώστιας που κατατρώει την πατρίδα μου, να τη χωνέψω και να την ξεράσω. Κατάπια αργά όλη την πικρότατη χολή που πριν από μένα είχε εκτοξευτεί εναντίον της Σώτης Τριανταφύλλου, του Χωμενίδη, της Έρσης Σωτηροπούλου, του Τατσόπουλου, του Νότη Σφακιανάκη, της Στέλλας Μπεζεντάκου,εναντίον όλων των διανοούμενων, των καθηγητών και του συνόλου γενικά των στυλοβατών του ελληνικού πνεύματος.


Διάβαζα και ξαναδιάβαζα για να καταλάβω για τι πράγμα με κατηγορούσαν και με καταριόνταν, πλην ματαίως. Εγώ που πάντα στηριζόμουν στο αύριο (και σε κάτι καλά φιλαράκια), τώρα αδυνατούσα. Αυτή η κρίση θα μας οδηγήσει κάποτε σε ξέφωτο ή θα χαθούμε αλληλοσπαραγμένοι στη ζούγκλα με τα θηρία; Θα αγκαλιάσουμε όλοι μαζί τους άνεργους, τους αδύναμους, τα πρεζόνια, τις λεσβίες, τα τραβέλια, τους μπάτσους, τους δικαστές, τους καντηλανάφτες, τους τραπεζίτες, τους υπουργούς, τις νοσοκόμες και τους νεκροθάφτες; Θα γεννήσουμε κάτι άλλο μέσα από το σάπιο σύστημα, θα στηριχτούμε στη λογική και στη νομιμότητα, θα αλλάξει το αίτημα της κοινωνίας, θα γίνουμε ποτέ χτίστες αντί για χαλαστές; Θα ξαναγίνουμε 20 χρονών να τρέχουμε ανέμελα στις ρούγες; Θα ξαναπαίξει η καινούργια Δημόσια Τηλεόραση το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι; ή έστω τους Ντιουκς; Θα ενωθούμε και θα συνταχτούμε με τα φωτισμένα μυαλά της πολιτικής ηγεσίας που θυσιάζονται να μας σώσουν ή θα αφεθούμε να πάμε ντουγρού στον γκρεμό;

Κείνη την ώρα που με κατέκλυζαν τα βασανιστικά αυτά ερωτήματα, μια άγνωστη νυσταγμένη αντρική φωνή από τη βεράντα, με έφερε στην πραγματικότητα:
«Καφέ έχει μωρή;»

Ώστε οι χτεσινοβραδινοί μου επισκέπτες ήταν δύο! Έπρεπε να τους περιποιηθώ και να τους ξεφορτωθώ στα γρήγορα. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα γύριζαν από στιγμή σε στιγμή. 

Πρέπει κάποιος να πλύνει και τα ποτήρια και να βάλει σκούπα. Θα ρωτήσω τα αγόρια μήπως ξέρουν. Εγώ δεν έχω ιδέα από τέτοιες χαμαλοδουλειές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου