Ο συντελεσμένος χρόνος μεταξύ γεγονότων και ψύχραιμης θεώρησής τους σήμερα, μοιάζει να μειώνεται κατά τρόπο αβάσταχτο. Αλλά συχνά, το να [αυτο]καλείσαι να πάρεις θέση χωρίς να μεσολαβεί ο προστατευτικός αυτός συντελεσμένος χρόνος,
ίδιον της σύνεσης και της λογικής, θα έλεγαν κάποιοι,
σε οδηγεί στο να τοποθετείς τα πράγματα στην θέση που αυτό το χρονικό πλαίσιο προστάζει.
Η Κική Δημουλά φέρεται να δήλωσε [και εγώ τουλάχιστον δεν φέρω καμιά αμφιβολία ότι στην ουσιά του λόγου της το έκανε] τα εξής:
”Δεν αντέχω τους μετανάστες στην Κυψέλη, πιάνουν όλα τα παγκάκια!”
[Προσθήκη: Η αναπαραγωγή των όσων είπε φαίνεται πως δεν μεταφέρθηκε σωστά, αλλά το πνεύμα κατ' εμέ είναι ίδιο, όπως εξηγώ και παρακάτω και στα σχόλια.
Αυτή φέρεται να είναι η πραγματική δήλωση που στο πλαίσιο του κειμένου,
δεν απέχει και πολύ απ' την αρχική δήλωση που της απέδωσαν:
"Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει.
Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι - πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους - και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος". ].
Κι αυτό, σε πρωτοφανή απόκλιση από τα ειωθότα της,
ρυμουλκυμένη απ’ το ακριβοθώρητο γραφείο της σε γειτονιά της Κυψέλης,
παρέα με τα ξεράσματα της ”αστικής ανασύνταξης”, τους ξενερίστας.
Κανένας συντελεσμένος χρόνος και καμία ψύχραιμη αποτίμηση δεν μπορούν να παραγνωρίσουν την ξενοφοβική και καταφανώς ρατσιστική χροιά που διαπνέει τα λόγια της.
Γνώριζα της καταβολές της Δημουλά, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι πλέον απροκάλυπτα, σχεδόν ασύδοτα, θα υπέθαλπε την ρατσιστική ρητορική, εκείνη, που έπλεκε τον πόνο, τον δικό της τον πόνο με κομψότητα και ταίριαζε τις λέξεις με την αλληλένδετη εγγύτητα του άλγους και της έλλειψης.
Αποδεικνύεται ότι η διανόηση δεν συνεπάγεται κατ’ ουδένα τρόπο και την αλληλεγγύη,
που μόνο ένας πεπαιδευμένος -όχι μορφωμένος- νους μπορεί να επιδείξει,
ότι οι εμετικότεροι και οι ολίγιστοι όσων βρίσκονται ανάμεσά μας, χρησιμοποιούν αναίσχυντα και συνωμοτικά την ασφάλεια και την ασυλία που τους παρέχει η Ακαδημία,
απολαμβάνοντας το γλέιψιμο και την αβρότητα σύσσωμου του συστήματος.
Θυμάμαι, à propos, κάτι ανεκδιήγητες συζητήσεις του Ράμφου με τους ”εναλλακτικούς” Αναγνωστάκη και Χασαπόπουλο κάποια πρωινά του σαββατοκύριακου.
Μια απυρόβλητη ελίτ που μπορεί να εκφέρει απόψεις που εμπίπτουν όχι στον λεγόμενο ”πνευματικό κόσμο”, αλλά στον ”πνευματικό κώλο” και παράλληλα να κουνάει πατερναλιστικά το δάχτυλο προς όσους τολμούν να ασκήσουν κριτική στην ουράνια πνευματικότητά της,
η οποία όμως δανείζεται τις απόψεις των ερπετών του ναζισμού και του εντόπιου ληστρικού καθεστώτος κι όταν δεν κάνει αυτό, με τον μετριοπαθή, πολιτικώς ορθό λόγο της,
εκτρέφει το μίσος προς το αλλότριο, αντί να το τσακίζει στην ρίζα του.
Η Κική Δημουλά είναι μια γυναίκα με εκτεταμένο διανοητικό διαμέτρημα κι όσοι έσπευσαν να την προστατεύσουν και να απορροφήσουν τις αιτιάσεις που της αποδίδονται, καθόλου δεν την τιμούν.
Οφείλουμε όμως να δούμε την αλήθεια.
Κι η αλήθεια είναι ότι ενώ η Δημουλά είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που ξέρει πολύ καλά τι της γίνεται, παρ’ όλα αυτά τάσσεται με τον ενικό του εαυτούλη της.
Και τον δικό της φόβο.
Τον φόβο του ξένου.
Θα έπρεπε λοιπόν την ίδια στιγμή να απωλέσει και τον χαρακτηρισμό της ως ”πνευματικού ανθρώπου” από τους τελευταίους τουλάχιστον σκεπτόμενους υποστηρικτές της.
Διότι είναι φανερό, κι αν για κάποιους δεν είναι, θα πρέπει να ανατρέξουν στην τελευταία ενασχόλησή τους με τον Διαφωτισμό και τον ορθό λόγο, ότι δεν μπορεί κάποιος που κυκλοφορεί με τον χαρακτηρισμό του πνευματικού ανθρώπου με την προκλητική ακαλαισθησία μεγέθους διαφημιστικής πινακίδας, μάλιστα, να ασπάζεται την καχυποψία και τον φόβο προς άλλον άνθρωπο,
βάζοντας την δική του, ευτελή θεώρηση του κόσμου πάνω απ’ την συλλογική.
Η Κική Δημουλά δεν καταδέχτηκε ποτέ περιπλέξει τις λέξεις για να απαλύνει τον πόνο κανενός άλλου, πέραν του δικού της,
δεν εννόησε πως η ποίηση ραίνεται με τα δάκρυα ενός πόνου βαθύτερου που υπερκαλύπτει τον δικό της, εκείνον ενός ξεριζωμού, εκείνον του να ενυπάρχεις στον κόσμο χωρίς να ζεις, αντιμετωπιζόμενος ως ένα πλάσμα μηδαμινής σημασίας.
Κι αν ήθελε να μαθητεύσει σ΄αυτήν την ποίηση, θα κατέβαινε μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, μερικά λεπτά θα της έπαιρνε για να σφιχτεί η καρδιά της.
Δεδομένου, επίσης, ότι επισκέπτεται σχολεία,
κείμενά της βρίσκονται στο βιβλίο της λογοτεχνίας και βρίσκονται ακόμη και στα εξεταστέα των Πανελλαδικών εξετάσεων, όχι χάριν πολιτικής ορθότητας, αλλά από στοιχειώδη σεβασμό στους μαθητές και την εκπαιδευτική διαδικασία, θα έπρεπε να τιμά την θέση της και να βάλει στην άκρη τους όποιους φόβους της, την όποια μισαλλοδοξία της.
Παρεμπιπτόντως, σκατά στο υπουργείο παιδείας.
Κρίμα.
Υπήρξα, όχι ένθερμη, αλλά τουλάχιστον ουδέτερη αναγνώστριά της.
Κι ως ένα έφηβο κορίτσι που αναζητούσε λεκτικά σχήματα να στεγάσει την ιδεολογική και ερωτική της δυστοκία και ορφάνια, είχα διαβάσει πριν κάποια χρόνια και μ’ είχε τσιμπήσει κάπως ο ”Πληθυντικός Αριθμός” της.
Σκόπιμα διαλέγω να παραθέσω μόνο ένα κομμάτι:
[...]
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
[...]
Επί αυτού, μερικές μόνο σκέψεις για την αξία του πληθυντικού αριθμού.
Στον ενικό αριθμό βρίσκονται το ”εγώ”, το ”εσύ”.
Στον πληθυντικό αριθμό το ”εμείς”.
Εγώ, ούσα μία, επιλέγω τον πληθυντικό αριθμό και το ”εμείς”.
Κατά συνέπεια και τους φόβους. Τους φόβους από εδώ και πέρα.
Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να νικηθούν οι φόβοι αν δεν αναμετρηθούν με το ”εμείς”.
Θυμάμαι, κάποτε, διατυπωνόταν πολύ συχνά το ερώτημα ”
Πού είναι επιτέλους οι πνευματικοί άνθρωποι; Γιατί δεν μιλούν;”.
Απέναντι σ’ αυτό έχω να πω μόνον ότι, αν είναι κάθε φορά που εκφέρουν γνώμη οι πνευματικοί άνθρωποι να απεκδύονται όχι το πνεύμα, αλλά την ανθρωπιά τους, καλύτερα θα είναι να σιωπήσουν.
Ήταν το νταζαππαράτ σας.
Τσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου