Οταν η Κική Δηµουλά και ο Μάνος Ελευθερίου ψηφίζουν Ψινάκη...
(προσέξτε,το άρθρο ειναι του Θεοδωρόπουλου που σήμερα είμαι σίγουρη πως θα στήριζε τη Δημουλά ότι κι αν έλεγε.Ομως τότε αυτός στήριζε Καμίνη.Εχει πλάκα πως της τα χωνε τότε.Εnjoy)
ΖΗΤΉΜΑΤΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΉΣ ΗΘΙΚΉΣ
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
Πολλούς σοκάρισε η δήλωση υποστήριξης του κυρίου Ψινάκη από την ποιήτρια και ακαδηµαϊκό Κική Δηµουλά και τον ποιητή Μάνο Ελευθερίου.
Το σοκ ήταν ακόµη ισχυρότερο αφού, σε περίπτωση εκλογής του κυρίου Κακλαµάνη
Τώρα που το σοκ ξεπεράστηκε και ο κύριος Ψινάκης δεν θα αναλάβει τα «πολιτιστικά» του δήµου αλλά θα συντρέξει, ή θα αντιπολιτευθεί, όποιους τα αναλάβουν,
επιβάλλονται ορισµένες δεύτερες σκέψεις.
Προφανώς, και η κυρία Δηµουλά και ο κύριος Ελευθερίου δεν µίλησαν ως απλοί ψηφοφόροι.
Δεν συγκαταλέγονται στους πολλούς που έδωσαν στον υποψήφιο τη θέση του πρώτου
σε σταυρούς δηµοτικού συµβούλου της πρωτεύουσας.
Αυτοί, «οι πολλοί», καλύπτονται από την ανωνυµία του παραβάν.
Αν αισθάνθηκαν την ανάγκη να εκφράσουν δηµόσια την προτίµησή τους το έκαναν, προφανώς, γιατί θεώρησαν ότι άξιζε τον κόπο να επενδύσουν ένα, έστω µικρό, µέρος του πνευµατικού κεφαλαίου που διαθέτουν στο χρηµατιστήριο των εκλογών.
Θεώρησαν, κατά συνέπεια, πως ο εν λόγω υποψήφιος αξίζει και για να διαχειριστεί την πολιτιστική της άνοιξη.
Οµως ας πούµε ότι τίποτε από αυτά δεν ισχύει.
Ας υποθέσουµε πως δεν χρειάζεται να βγάλουµε από τη µύγα ξίγκι.
Δεν χρειάζεται δηλαδή να ψάχνουµε για πολιτικά συµπεράσµατα εκεί όπου ισχύουν οι απλές, αγαπησιάρικες και µη εξαιρετέες ανθρώπινες συνθήκες.
Ας παραδεχθούµε δηλαδή πως και ο µεν και η δε αισθάνθηκαν την ανάγκη να ανταποδώσουν κάποια φιλοφρόνηση που ενδεχοµένως είχαν κάποτε δεχθεί από τον κύριο Ψινάκη.
Σ’ αυτήν την περίπτωση και ο µεν και η δε θεώρησαν πως το πνευµατικό τους κεφάλαιο είναι τόσο µεγάλο που δεν τους κοστίζει να ξοδέψουν κάτι για τα ψίχουλα µιας δήλωσης.
Στο κάτω κάτω το καθεστώς της κοινωνικής ελευθερίας στο οποίο έχουµε περιπέσει επιτρέπει στον καθένα να λέει ό,τι θέλει χωρίς κανείς να του ζητάει τον λόγο.
Στο κάτω κάτω γιατί η επικράτεια της πνευµατικής ζωής να εξαιρείται από όσα συµβαίνουν στην υπόλοιπη επικράτεια όπου την ανταλλαγή πολιτικών απόψεων την έχει αντικαταστήσει ένα σερνάµενο και κουνάµενο κουτσοµπολιό;
Ο τάδε εθεάθη να τρώει µε τον τάδε άρα ο τάδε πήρε θέση κατά ή υπέρ του Μνηµονίου, αλλά ακόµη κι αν δεν την πήρε θα την πάρει όπου να ‘ναι.
Τι αξίζουν και τι κοστίζουν µερικές λέξεις παραπάνω σ’ αυτό το ακοµπλεξάριστο σύµπαν της συναλλαγής; Ας µας το πουν οι ποιητές µας που υποτίθεται πως θεωρούν το σηµαντικότερο κεφάλαιό τους τις λέξεις.
Ή µήπως δεν είναι έτσι;
Ή µήπως απ’ το πολύ να παίζεις µε τις λέξεις χάνεις και το αίσθηµα του βάρους τους;
Οµως και το λογοπαίγνιο, όπως και κάθε παίγνιο, έχει τους κανόνες του. Και οι κανόνες στην περίπτωση δεν ορίζονται από την πολιτική στάση του καθενός.
Αν σοκάρει η δήλωση των δύο, δεν σοκάρει επειδή διαφωνείς πολιτικά µαζί τους.
Κάποτε, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε χαρακτηρίσει τη Μακρόνησο, Παρθενώνα της Νέας Ελλάδας. Η δήλωση ήταν εκτρωµατική και η πολιτική του στάση εγκληµατική.
Και όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, η ευθύνη του ήταν ακόµη µεγαλύτερη
αφού τη δήλωση δεν την έκανε όταν ήταν 25 χρονών, οπότε θα είχε το ελαφρυντικό της νεότητας, αλλά έχοντας περάσει τα 40.
Οµως η δήλωση ήταν πολιτική.
Εκ των υστέρων, ο ίδιος έκανε ό,τι µπορούσε για να ξεπλύνει τη θητεία του στον δηµόσιο βίο και την υστεροφηµία του από το εγκληµατικό, το επαναλαµβάνω, λάθος του καιρού εκείνου.
Ο διανοούµενος µπορεί να πέσει έξω, δεν είναι αλάθητος όπως ο Πάπας και το ΚΚΕ, όµως οφείλει να αναλαµβάνει την ευθύνη των λεγοµένων του. Η στάση του οφείλει να παράγει «κρίση».
Αλλιώς οφείλει να σιωπά για να µη συµµετέχει στην περιρρέουσα ακρισία.
Είναι και θέµα αισθητικής. Εκτός πια κι αν ξεχνάµε πως για τον ποιητή τα ζητήµατα αισθητικής και ηθικής τάξεως είναι απολύτως συνυφασµένα.
Και εδώ φτάνουµε στην καρδιά του προβλήµατος.
Η Ελλάδα µετά το 1974 αποφάσισε να γίνει µια γραφική χώρα, να απαλλάξει εαυτήν από κάθε ευθύνη, αφού το «γραφικό», εξ ορισµού, δεν οφείλει τίποτε σε κανέναν εκτός από την ανεµελιά της γραφικότητάς του. Μετά το 1981 και την ένταξή µας στην τότε ΕΟΚ «η γραφικότητα» εδραιώθηκε ως εθνική ιδεολογία.
Απ’ αυτήν δεν εξαιρέθηκε η πνευµατική µας ζωή.
Τώρα που το σκηνικό της γραφικότητας γκρεµίζεται πάνω στα κεφάλια µας, αν οι πνευµατικοί άνθρωποι θέλουν και µπορούν να προστατεύσουν το έργο τους από τα ερείπια οφείλουν, αν µη τι άλλο, να θεραπεύσουν εαυτούς από το στίγµα της ανεµελιάς και της γραφικότητας.
Κοινώς, όσοι µπορούν, οφείλουν να σοβαρευτούν.
Είναι θέµα αισθητικής και ηθικής εννοείται.
Στίγμα Γραφικότητας
Αν οι πνευµατικοί άνθρωποι θέλουν να προστατεύσουν το έργο τους από τα ερείπια, οφείλουν να θεραπεύσουν εαυτούς από το στίγµα της ανεµελιάς και της γραφικότητας
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας
------------------------------------
------------------------------------
Η Κική Δημουλά, ο Ηλίας Ψινάκης και το λίγο του κόσμου
Του
Θωμά Τσαλαπάτη
- εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
Σε πρόσφατες δηλώσεις της σε μεσημεριανή τηλεοπτική εκπομπή, η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, δήλωσε πως είναι μια από τις φανατικότερες θαυμάστριες του Ηλία Ψινάκη
και ότι θα τον ψηφίσει οπωσδήποτε.
Το ίδιο και ο Μάνος Ελευθερίου.
Η δήλωση αυτή έκανε εντύπωση αλλά δεν σχολιάστηκε ικανοποιητικά, ξεπεράστηκε ως ένα από τα λίγα ενδιαφέροντα που προκύπτουν μέσα στο προεκλογικό κλίμα,
ένα γεγονός εντυπωσιακό στην παραδοξότητά του, αλλά μικρής σημασίας.
Είναι αλήθεια ένα γεγονός δευτερεύον, σε σχέση με τα υπόλοιπα φαινόμενα που προέκυψαν από τις εκλογές; Και αν όχι τι πραγματικά δηλώνει;
Συχνά κρίναμε τους ποιητές και τους καλλιτέχνες, θετικά ή αρνητικά, από την προσωπική τους στάση και όχι από το έργο τους, με βάση τις επιλογές της καθημερινής και πολιτικής τους ζωής.
Κάποιοι τον Ρίτσο για την κομματική του πειθαρχία απέναντι στο ΚΚΕ,
κάποιοι τον Σεφέρη για το ρόλο του στο Κυπριακό ή τη δήλωσή του επί χούντας.
Κάποιοι τον Χατζιδάκι για τις σχέσεις του με τον Καραμανλή,
τον Θεοδωράκη για τις μεταπολιτευτικές του πολιτικές επιλογές.
Μεγεθύναμε ποιοτικά όποιον συνόρευε ή ταυτιζόταν με τις δικές μας απόψεις
και αγνοήσαμε όσους μας αγνόησαν ή διαφώνησαν.
Από αδυναμία ή από βιασύνη αποδεχτήκαμε ή απορρίψαμε με όρους μιας στρεβλής αισθητικής, μπλέξαμε πράξεις με στίχους, ζωές με ποιήματα και αποκριθήκαμε συνολικά, φορές απόλυτα καταφατικά, φορές απόλυτα αρνητικά, ορίσαμε καλλιτέχνες συμμάχους και εχθρούς.
Η συγκεκριμένη όμως περίπτωση δεν συγκαταλέγεται στα παραπάνω λάθη.
Η επιλογή της Κικής Δημουλά δεν είναι όμοια με τις προηγούμενες περιπτώσεις.
Και αυτό γιατί δεν αποτελεί μια απλή πολιτική κρίση (δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση ο κάθε καλλιτέχνης να συμφωνεί πολιτικά μαζί μας).
Η συγκεκριμένη κρίση έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι πρωτίστως αισθητική.
Ή πιο συγκεκριμένα μας υποδηλώνει τους όρους και τους τρόπους με τους οποίους στις μέρες μας η κυρίαρχη αισθητική συνομιλεί με την κυρίαρχη πολιτική.
Η σημερινή κοινωνία αντιλαμβάνεται την αναγνωρισιμότητα σαν το συντομότερο δρόμο προς το οτιδήποτε. Το βάρος του λόγου του τηλεοπτικά οικείου προσώπου, χρίζει αυτόματα το πρόσωπο αυτό ειδικό για το κάθε τι. Την ιστορία, την ποίηση, την πολιτική.
Ο λόγος του μελετητή, του επιστήμονα, ο λόγος του πραγματικά ειδικού, μοιάζει αχρείαστη πολυτέλεια, μια αριστοκρατική αντιμετώπιση της πραγματικότητας.
Ο Λόγος εκλείπει μπροστά στην εικόνα, το περιεχόμενο μπροστά στην οικεία συσκευασία. Μέσα στη σύγχυση των αξιών και των αξιολογήσεων, όλα γίνονται σχετικά.
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση το φαινόμενο αυτό μεταφράζεται πολιτικά.
Σειρές διάσημων (και πρόσφατα απλά συγγενείς διάσημων) γεμίζουν τα ψηφοδέλτια
και εκλέγονται με σχετική άνεση.
Στις πρόσφατες εκλογές ο κ. Ψινάκης αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Πρώτος σε σταυρούς δημοτικός σύμβουλος στον δήμο της Αθήνας,
θα γινόταν αντιδήμαρχος υπεύθυνος για τον πολιτισμό.
Ο κύριος Ψινάκης δεν είναι μία μια γραφική πτυχή του σύγχρονου πολιτισμού, ακίνδυνη μέσα στην τηλεοπτική της περσόνα. Είναι το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα μιας ιδεολογίας και μιας αισθητικής κυρίαρχης, ένας άνθρωπος που την βοήθησε να δημιουργηθεί και την εξέφρασε στην πιο εξωστρεφή μορφή της. Από τους δίσκους του Ρουβά, μέχρι τα διάφορα ριάλιτι, από τις προκλητικές ατάκες μέχρι τον πιο υποκριτικό πουριτανισμό.
Ένα επιβεβλημένα οικείο και φανταχτερό Τίποτα
που περιφρονεί το οποιοδήποτε Κάτι
και επιβάλλει το κενό στις πιο φανταχτερές του διαστάσεις.
Και η ποίηση;
Τη σχέση μπορεί να έχει η ποίηση με όλο αυτό τον θόρυβο;
Πώς μπορεί να μιλήσει η ποίηση σήμερα;
Τι της επιτρέπεται σε έναν κόσμο ταγμένο στην εξωστρέφεια;
Αυτό που παραχωρείται στην τέχνη γενικά και στην ποίηση ειδικότερα, την απομακρύνει από την αρχική της ουσία, την κάνει να μιλά ως συμπλήρωμα μιας απότομης, πεζής καθημερινότητας. Την τοποθετεί σε τοπ τεν, αριθμούς πωλήσεων, διαφημίσεις, άχαρους πολιτικούς λόγους, την μελοποιεί πρόχειρα και την τραγουδά φάλτσα.
Την μιλά με τρόπο κοσμικό, πρόχειρο και πομπώδη.
Κάπου ανάμεσα στα στείρα αναγνωστικά των σχολείων και τα διάφορα συμπόσια, η ποίηση χάνεται. Και ο ποιητής στον αιώνα μας μένει εξόριστος,
μακριά ακόμα και από την ίδια την ποίηση.
Η Κική Δημουλά επέλεξε να μην μπορεί να αποτελέσει καν ψίθυρο απέναντι σε αυτή την κυρίαρχη σιωπή. Με τον τρόπο της αποδέχεται και επιχαίρει τις επιλογές της καθημερινής έλλειψης. Έτσι όπως επιβλήθηκε, έτσι όπως καταγράφηκε στους πομπούς και στους δέκτες.
Ο θεσμικός ρόλος της ακαδημαϊκού περιγράφει μια ακόμα διάσταση του φαινομένου.
Σε μια εποχή που κάθε θεσμός της κοινωνίας μας αμφισβητείται στην ουσία του, η συγκεκριμένη δήλωση έρχεται να μιλήσει ως η αισθητική έκφραση της κρίσης των θεσμών.
Φλύαρη στη συντομία της και απόλυτα κατανοητή στην περίπλοκη έκπληξη που δημιουργεί.
Όταν η ποίηση θα αποδεχτεί τον φθαρμένο και ελλιπή κυρίαρχο λόγο, ως πραγματική αισθητική πρόταση, ως καταγεγραμμένη πραγματικότητα μες τη φθορά κάθε νοήματος, θα ακυρώσει την όποια αναγκαιότητά της, τον όποιο λόγο που μέχρι σήμερα τη διαχώριζε από το κοινότοπο.
Είναι παράλογο μια εποχή να επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς στους ποιητές της, πόσο μάλλον μια εποχή σαν τη σημερινή. Είναι όμως απόλυτα θεμιτό και κυρίως σε εποχές σαν τη σημερινή, να απαιτούμε από τους ποιητές την ελάχιστη εντιμότητα απέναντι στο έργο τους, απέναντι στην ίδια την ποιητική διάσταση των πραγμάτων.
http://tsalapatis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου