Οι δρόμοι του κέντρου κλειστοί, η δίοδος προς τις μεγάλες αρτηρίες περιορισμένη.
Τα λεωφορεία των ΜΑΤ φράζουν το δρόμο.
Δύο άνθρωποι περνάνε με ελληνικές σημαίες.
Από μακριά ακούγονται φωνές.
Πάνοπλα σώματα κατηφορίζουν με βαριά βήματα στους άδειους δρόμους γύρω από τον Κήπο. "Φοβάμαι", ακούγεται ένα παιδί να λέει.
Την ίδια ώρα ένα άλλο παιδί - είναι δεν είναι έξι χρονών - ανηφορίζει τους ίδιους δρόμους.
Οι γονείς του το κρατούν από το χέρι.
Τον έντυσαν ζεστά με το ολοκαίνουργιο μπουφάν του.
Δεν κάνει τόσο κρύο, αλλά απόψε θα μείνουν έξω μέχρι αργά.
Στη μέση της Βασιλίσσης Σοφίας, κάποιος ρωτάει τον αστυνομικό που ελέγχει τη ροή της κυκλοφορίας, "είναι συγκέντρωση για τα Ίμια" απαντάει εκείνος,
κι έπειτα γυρίζει στους υπόλοιπους και τους δίνει οδηγίες:
"Δεν απαντάμε, δεν προκαλούμε."
Τα μαγαζιά έκλεισαν πριν λίγο, οι περαστικοί σκορπίζουν
αφήνοντας κενό το χώρο για το μαυροντυμένο πλήθος που συρρέει.
Είναι πολλοί: ηλικιωμένοι, μεσήλικες, νέοι, και ακόμα νεώτεροι.
Αυτό που κρέμεται στην μαύρη πλάτη του φούτερ, καλύπτοντας το λευκό σήμα της οργάνωσης, μπορεί τις άλλες μέρες να είναι η σάκα τους. Μαζί και μικρά παιδιά.
Γονείς που ήρθαν με τα παιδιά τους στο ένα χέρι και τη σημαία στο άλλο.
Τα παιδάκια γελούν, έχει μπούγιο, είναι πανηγύρι, κάτι συμβαίνει.
Κοιτάζουν τις γαλανόλευκες, είναι σαν αυτές που έχουν και στο σχολείο τους, σαν αυτές που έχουν και στις παρελάσεις. Κοιτάζουν και τις άλλες που κυματίζουν μαζί.
Τις κόκκινες με το μαύρο σύμβολο - αυτές δεν τις έχουν ξαναδεί.
Ομως γελούν. Είναι παιδάκια.
Τα παιδάκια γελούν.
Μυρίζει σαν Πάσχα.
Οσοι δεν κρατάνε σημαίες και παιδιά - οι περισσότεροι - κρατάνε σημαίες και δαδιά.
Μόλις σκοτεινιάζει, τα δαδιά ανάβουν.
Μια γυναίκα σταυροκοπιέται, αλλάζοντας χέρι στο δαδί της.
Δίπλα είναι "ο Άγιος Γεώργιος", λέει στη διπλανή της, "μεγάλη η χάρη του".
"Βοήθειά μας" απαντάει εκείνη.
Μια άλλη, γραπωμένη στο κινητό της, εξηγεί ασθμαίνοντας στο συνομιλητή
ότι είδε αστυνομικούς να χαιρετούν το πλήθος στο ρυθμό της μουσικής.
Έχει και μουσική, πολύ δυνατή.
Και τραγούδια, μερικά απ´αυτά τα έχουν ξανακούσει κι αλλού.
Πού τα έχουν ξανακούσει; Ο μικρός τα σιγομουρμουρίζει μαζί με τους υπόλοιπους:
Πό-τε-θα-κά-
πό-τε-θα-κά-νει-ξα-στε-ριά;-
πό-τε-θα-φλε-βα-ρί-σει;
(Πότε άλλοτε φλεβαρίζει αν όχι τώρα, που μόλις μπήκε ο Φλεβάρης; Μα πού το έχουν ξανακούσει αυτό το τραγούδι;)
Να πά-ρω-το-
να-πά-ρω-το-ντου-φέ-κι-μου
(Κι αυτός έχει ντουφέκι, ντουφεκάρα τεράστια που του έφερε ο νονός του τα Χριστούγεννα...)
να-κά-μω-μά-
να-κα-μω-μά-νες-δί-χως-γιους-
γυ-ναί-κες-δί-χως-ά-ντρες-
να-κά-μω-και-
να-κά-μω-και-μω-ρά-παι-διά-
να-κλαιν’-δί-χως-μα-νά-δες...
(Κοιτάζει τη μαμά του δίπλα. Της σφίγγει το χέρι...)
Δυο-τρεις ψηλοί νεαροί που στέκονται δίπλα του, ξεφεύγουν τρέχοντας μακριά από το πλήθος. Διασχίζουν το δρόμο, πετάνε κάτω τα αναμμένα δαδιά και περνάνε στο διπλανό αλσάκι, πηδώντας πάνω από την πέτρινη μάντρα. Τα αναμμένα γράμματα που φαίνονται πίσω από τα δέντρα σχηματίζουν τη λέξη ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ. Κάτι γίνεται, σκέφτεται, κάτι θα γίνει, λες να πέσει ξύλο; Στα πεζοδρόμια στέκονται άνθρωποι αμίλητοι και τους κοιτούν.
Το τραγούδι έχει σταματήσει κι αυτοί που μέχρι πριν λίγο τραγουδούσαν,
ξεσπούν σε κραυγές και συνθήματα:
"Η-Ελλάδα-Ανήκει-Στους-Ελληνες!"
"Τούρκοι-θα-πεθάνετε-σε-χώμα-ελληνικό!"
"Σκ..-..ά-σκ..-..ά-στον-τά-φο-του-Κε-μάλ!"
"Ε-ΞΩ-ΟΙ-ΞΕ-ΝΟΙ-ΑΠ´-ΤΗΝ-ΕΛΛΑΔΑ!"
"Δε θα γίνεις Ελληνας ποτέ,
Αλβανέ, Αλβανε-ε-έ!"
Φωνάζει μαζί κι αυτός, ακολουθώντας το ρυθμό.
Τα μαθαίνει γρήγορα, είναι σαν μικρά στιχάκια, θα τα λέει μαζί με τους άλλους στο μεγάλο αποψινό περίπατο, θα τα λέει στο δρόμο του γυρισμού, θα τα πει και στο σπίτι στη γιαγιά του. Και θα τα ξαναπεί μεθαύριο και στο σχολείο.
Στην τάξη του οι περισσότεροι είναι Ελληνες,
μπορεί να τα μάθουν κι αυτοί και να τα λένε μαζί.
Πολλοί όμως είναι ξένοι.
Δεν είναι Τούρκοι βέβαια,
Τούρκοι είναι αυτοί που βλέπει κάθε βράδυ η γιαγιά του στην τηλεόραση
(σκέφτεται το χώμα της παιδικής χαράς στρωμένο με τα πτώματά τους, σκέφτεται τον Μουσταφά, τη Χουρέμ, τον Ονούρ που τώρα άλλαξε όνομα και λέγεται Σουλεϊμάν, μπαμ-μπαμ, παρ´ τους κάτω! Και ποιός είναι πάλι αυτός ο Κεμάλ;)
Στην τάξη οι περισσότεροι είναι Αλβανοί.
Θα τους τα τρίψουν στα μούτρα.
Κυρίως σ´αυτόν τον ψηλέα στο πίσω θρανίο, που όλο τον πειράζει.
Αλβανός δεν είναι;
Το ίδιο βέβαια είναι κι ο διπλανός του, αυτός όμως είναι καλό παιδί, είναι εντάξει,
ξέρει και φοβερή μπάλα. Του έχει μάθει ένα σωρό κόλπα.
Δεν έχει πει στη μαμά του ότι είναι κι αυτός Αλβανός.
Αυτός είναι φίλος του, αυτός θα μπορούσε ίσως και να μείνει.
Το χρωματιστό μπουφάν χάνεται καθώς το πλήθος ξεμακραίνει.
Μια γυναίκα από χώρα της Βόρειας Αφρικής κατηφορίζει έντρομη το δρόμο μπροστά από το νοσοκομείο. "Φοβάμαι... Αυτοί Χρυσή Αυγή, εγώ φοβάμαι, κυρία μεγάλη, άρρωστη, Ιλίσια... πρέπει πάω τώρα αμέσως, κλαίει τηλέφωνο, πολύ άρρωστη...
Εγώ φοβάμαι, σας παρακαλώ, φοβάμαι..."
Από μακριά ξανακούγεται η φωνή που τραγουδάει
"των εχθρών τα φουσάτα περάσαν, σαν το λίβα που καίειτα σπαρτά..."
(* Υποσημείωση: Οι σκέψεις που περνούν από το μυαλό του εξάχρονου παιδιού με το χρωματιστό μπουφάν μέσα στο μαυροντυμένο πλήθος είναι υποθετικές.
Οι διάλογοι, τα συνθήματα, τα τραγούδια, όπως και το εξάχρονο παιδί με το χρωματιστό μπουφάν, είναι αληθινά. Πολλά μικρά παιδιά με χρωματιστά μπουφάν...)
* Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου