Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

μια ανοητη συνηθεια


Τρίτο περίπτερο στην σειρά που ρωτούσε, βγαίνοντας από το αστυνομικό τμήμα,
η ίδια απάντηση.
“Όχι, δεν έχω”. 
Στον επόμενο, περίπου συνομηλικό του περιπτερά, που μέσα από τα δόντια του μουρμούρισε“όχι δεν φέρνουμε, έχουν τα πορτοφόλια”, καταπίνοντας και το 
“ό,τι έχεις αυτός είσαι και το πια“, χαμογέλασε σχεδόν ικανοποιημένος.
Κάθε φορά που έπιανε τον εαυτό του να χαμογελάει έτσι, την θυμόταν.
 Να αρπάζει την τσάντα και το παλτό της.
Δεκέμβρης, σκοτάδι έξω κι όλα χιονισμένα, στην ομίχλη του
“και μετά?” να κολυμπά και το τελευταίο τετραγωνικό στο τριάρι.
Την νύχτα που μετά από τόσα παντοτινά μερόνυχτα ερωτικής φιλίας του είχε πει
“σ΄αγαπάω, θέλω να ζήσουμε μαζί”. 
Κάθε φορά που έπιανε τον εαυτό του να χαμογελάει έτσι επέστρεφαν οι τελευταίες λέξεις της, πριν ορμήξει στην πόρτα.
“Εσύ τίποτα δεν μπορείς να λατρέψεις πιο πολύ από τις μασημένες κουβέντες και σημασίες”.

Όχι ευχαριστώ” απάντησε στην υπάλληλο του βιβλιοχαρτοπωλείου που προσφέρθηκε να τον εξυπηρετήσει και πήγε κατευθείαν στις τεράστιες γυάλες με τα μηχανικά μολύβια. Ανοιγόκλεισε κάμποσα, πριν τα αφήσει όλα ξανά στην θέση τους, προσηλωμένος στον διαφορετικό χρόνο που το κάθε ένα έκρυβε και φανέρωνε την μύτη του κάτω από την πίεση του αντίχειρά του και χάϊδεψε τυπωμένες συνταγές, λόγια σοφά, γνωμικά και μήνες ατσαλάκωτους, πάνω σε ημερολόγια και μπλοκάκια σημειώσεων.

Ίδια με τα δεκάδες σκορπισμένα πάνω στο γραφείο, στο κομοδίνο, μέσα στα συρτάρια του. Με κομμένες απρόσεκτα κάποιες σελίδες, γεμάτα μουτζούρες, βελάκια, παραπομπές.

Τίποτα ξεκάθαρο.
Ακόμη κι εκείνος ο ίδιος, μετά από λίγο καιρό, μπερδευόταν να βρει την σειρά,
 που είχε κρυφτεί η διευκρίνιση που αντιστοιχούσε στον κάθε αστερίσκο.
Κοίταξε προσεκτικά ανάμεσα στα ράφια με τα ντοσιέ, τα περφορατέρ, τους φακέλους και τα συραπτικά. Όχι δεν είχαν. Δεν ρώτησε καν.
Η υπάλληλος πάνω από τριάντα δεν ήταν, για το χαμόγελό του δεν νοιαζόταν,
δεν θα  μασούσε  ούτε το “πια”, ούτε καμιά επεξήγηση.
Πλήρωσε ένα μικρό, πράσινο σκούρο ημερολόγιο με μια εικόνα του ΄50 από το Cafe Griensteidl στον Δεκέμβρη και ξαναβγήκε στην Αχαρνών.
Φωτογράφισε με το κινητό το λουκέτο της αλυσίδας γύρω από το ψυγείο παγωτών του ψιλικατζίδικου, την αποθήκευσε σαν “summer”, κοντοστάθηκε αλλά δεν μπήκε. Αποκλείεται να είχαν.
Κρεμασμένες στα μανταλάκια οι σημερινές εκθέσεις των ιατροδικαστών επικαιρότητας διύλιζαν πολιτικοκοινωνικούς κώνωπες αντ΄αυτού και πάνω στο κλειδωμένο ψυγείο, δίπλα στα σταυρόλεξα και τα comics, σώματα από ημίγυμνα έως θλιβερά γυμνά προσφέρονταν να τον συνδράμουν να καταπιεί την κάμηλο.
Junk food for body, for soul, for mind.
Κακοφορμισμένες αιτίες, προβλέψεις, βλέψεις κι αφορισμένα, αναίτια συμπεράσματα.
Τα πάντα τεμαχισμένα, υπεραπλουστευμένα,  έναντι ασήμαντου τιμήματος.
Λιανά δίνεις, λιανά παίρνεις.
Για χιλιοστή φορά, επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδρομή με την ημέρα που πιθανολογούσε πως την έχασε, προσπαθούσε μήπως και καταλάβει πως ακριβώς έγινε. Που του έπεσε.
 Ούτε πότε ήταν η τελευταία φορά που την είδε  θυμόταν με σιγουριά,
ούτε τι έγραφε στο τελευταίο, πάνω πάνω, χαρτί.
Αχνά μόνο κατόρθωνε να φέρει στο μυαλό την εικόνα της.
Θαμπή, χιλιοχαραγμένη και λίγο σκισμένη πια στις άκρες, σχεδόν ασφυκτικά γεμάτη,
 το βάρος της στο στήθος του, στην μέσα τσέπη.
Οι επιγραφές και τα φώτα στον σταθμό Λαρίσης είχαν ήδη ανάψει όταν μπήκε στην αίθουσα, “σε 15 λεπτά” του είπε η υπάλληλος στα εκδοτήρια.
Το γυφτάκι που περιφερόταν στην αποβάθρα, σε δευτερόλεπτα έχωσε και κάτω από την δική του μύτη το τελάρο με την πραμάτειά του. Τις είδε ανάμεσα στα σπίρτα, τα χαρτομάντηλα, τα στυλό. Τις κοίταξε, τις ακούμπησε. Αστραφτερές και διαφανείς εντελώς.

Το παραμικρό τσάκισμα, κανένα σημάδι για το πόσο πολύ είναι ικανός ο χρόνος να τις αγαπήσει. Ολοϊδιες όλες κι όποια κι αν διάλεγε θα του ΄παιρνε καιρό να την κάνει σαν την παλιά
μα από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει.
Από την ίδια αρχή.
Τι έγραφε στο τελευταίο σημείωμα ακόμη δεν είχε θυμηθεί,
αλλά ευτυχώς το αρχικό, και να ήθελε, δεν υπήρχε πλέον χρόνος για να το ξεχάσει.
Διάλεξε μία στην τύχη κι ένα μπλε bic.
Έβγαλε από την δεξιά μέσα τσέπη του σακακιού το πράσινο ημερολόγιο,
έκοψε μια σελίδα και την ακούμπησε πάνω στον στύλο με το ρολόι.

“Έχω καταλήξει να αγαπώ την μυστικότητα. 
Μου φαίνεται ότι είναι το μόνο που μπορεί να κάνει τη σύγχρονη ζωή μας μυστηριώδη ή υπέροχη. Το πιο κοινό πράγμα γίνεται καταπληκτικό, αρκεί να το κρύψεις. 
Όταν φεύγω απ’ την πόλη, δεν λέω ποτέ στους φίλους μου που πηγαίνω. 
Αν το έκανα, θα έχανα κάθε ευχαρίστηση. 
Είναι μια ανόητη συνήθεια αλλά μου φαίνεται ότι φέρνει πολύ ρομαντισμό στη ζωή μας”* έγραψε, δίπλωσε το χαρτί έτσι που ίσα ίσα να χωράει μέσα της
και την έβαλε στην αριστερή μέσα τσέπη του σακακιού.

“….σε 5 λεπτά” στρίγγλισαν τα μεγάφωνα της αποβάθρας,
ίσα ίσα πρόλαβε να αγοράσει από την καντίνα την αγαπημένη της σοκολάτα.
Αυτή και μια ακόμη νύχτα
που το χάραμα θα την έβρισκε να κοιμάται ακουμπισμένη στο στήθος του
κι εκείνος ξάγρυπνος να την κοιτάζει και να της χαϊδεύει τα μαλλιά,
ήταν τα μόνα φώτα που είχε κι απόψε για να ανάψει
μέσα στην καταχνιά του“και μετά?” της.
Mόνο να τον διέκρινε, να τον αναγνώριζε ανοίγοντας την πόρτα κι αν όχι να είχε ξανά κάτι, ένα αποδεικτικό, για να της συστηθεί.
Από την αρχή.
Στην Ιουλιανού, οι εργάτες του Δήμου ανεβασμένοι σ΄έναν γερανό τέλειωναν με το κρέμασμα των χριστουγεννιάτικων αστεριών στις κολώνες,
σχολιάζοντας τον παλαβό που δέκα φορές είχε κάνει πάνω κάτω τον δρόμο κλωτσώντας όλα τα χαρτιά και τα σκουπίδια κι απάντησε“εμένα” όταν τον ρώτησαν αν κάτι ψάχνει και στο τμήμα, δυο αστυνομικοί συνέχιζαν να αστειεύονται για το αν έπρεπε τελικά κάποια μέρα να γράψουν στο βιβλίο συμβάντων για τον ψυχάκια που ούτε κι αυτοί θυμόντουσαν πόσες φορές είχε περάσει να ρωτήσει μήπως και βρέθηκε η ζελατίνα της χαμένης εδώ και δύο χρόνια ταυτότητάς του,
ενώ αίτηση για νέα ταυτότητα ακόμη δεν είχε κάνει.
* Oscar Wilde-” The picture of Dorian Gray”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου