Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Χρήστος Ξανθάκης:Ο αργός θάνατος του Κολωνακίου

Αυτές τις μέρες το Κολωνάκι είναι μια συνοικία ηλικιωμένων και πυροβολημένων.
Γυρνάς τα βράδια στους δρόμους του και νομίζεις ότι είναι το πλοίο-φάντασμα της ταινίας. 
Αυτό που λέω πάντοτε είναι ότι σημασία δεν έχει ποιος φεύγει από μια συνοικία,
 σημασία έχει ποιος έρχεται. 
Κι αυτό γιατί το φευγιό δεν μπορείς να το σταματήσεις, ούτε καν να το αναχαιτίσεις. 
Θες οι οικονομικές συνθήκες, 
θες οι αλλαγές στον πολεοδομικό ιστό, 

θες οι αναχωρήσεις για τον άλλο κόσμο, 
κάποιοι άνθρωποι θα πάρουν δρόμο αναπόφευκτα. 

Και κάποιοι άλλοι θα έρθουν να πάρουν τις θέσεις τους. 
Αν τις πάρουν δηλαδή, γιατί υπάρχει και η εκδοχή της ερήμωσης. 
Πάλι, ωστόσο, καταλήγουμε σε αυτό που λέω στην αρχή. 
Δεν μετράει τόσο πολύ αυτός που αποχωρεί, όσο αυτός που αφικνείται.
Βλέπε την περίπτωση του Κολωνακίου. 
Από τότε που κατέστη ομφαλός των Αθηνών, ως μεγάλο χωνευτήρι κατοχυρώθηκε. 
Ηταν εκείνο το σημείο όπου μαζεύονταν όλοι οι φρέσκοι, όλοι οι φιλόδοξοι, όλοι οι αναστατωμένοι και σαρδανάπαλοι της πρωτεύουσας, παρέα με τα γηραλέα φράγκα (συγχωρέστε μου την ελεύθερη μετάφραση του “old money”) και τις υψηλού κύρους οικογένειες. Εδώ όμως, σε αντίθεση με το Παλαιό Ψυχικό και τα Ανάκτορα, 
υπήρχε ζωή και κίνηση, υπήρχε δράση. 
Δεν ήταν ποτέ το Κολωνάκι νεκροταφείο ελεφάντων, ούτε εξοχή βρετανικού τύπου. 
Κάτω από το μπετόν, έβραζε ο τόπος.
Γιατί; 
Διότι το Κολωνάκι ήταν τόπος δημοκρατικός. 
Πλάι στο μεγιστάνα καθότανε ο επαρχιώτης, 
κολλητά στον πολυεκατομμυριούχο η βίζιτα 
και μια ανάσα από τη σικάτη κυρία ο μπακαλόγατος. 

«Ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με το σατανά», 
που τραγούδαγε μια εποχή ο Σαββόπουλος πριν τον καταπιεί ο βούρκος της ευζωίας. 
Αυτά ακριβώς τα βλαχαδερά, που γκρίνιαζε ο Ζάχος Χατζηφωτίου ότι αλλοίωναν το χαρακτήρα του Κολωνακίου, αυτά ήταν που του δίνανε σφρίγος, 
που ανανέωναν την ενέργειά του, 
που τάιζαν με φρέσκο αίμα και φρέσκο κρέας τις ηδονές της νύχτας και της μέρας.

Πράγμα το οποίον μας τελείωσε. 
Αυτές τις μέρες το Κολωνάκι είναι μια συνοικία ηλικιωμένων και πυροβολημένων. 
Γυρνάς τα βράδια στους δρόμους του και νομίζεις ότι είναι το πλοίο-φάντασμα της ταινίας. 

Λείπουν οι πονηρές γωνιές με τις πριβέ απολαύσεις, 
λείπει ο σαματάς στα φλώρικα (φλώρικα, γιατί όχι;) στέκια, 
λείπουν οι παρέες έτοιμες για σουαρέ μέχρι πρωίας. 
Φύγανε οι παλαιότεροι είτε για τόπο χλοερό είτε γιατί τους βρόμισε το Κέντρο και μετακόμισαν στα Βόρεια Προάστια και οι νεότεροι είτε δεν ήρθαν ποτέ είτε προσπαθούν να ζήσουν ένα φιλήσυχο, άχρωμο, άγευστο βίο 
μακριά από το φραμπαλά και τους εκκεντρισμούς του παρελθόντος. 
Αχ, που ’ναι οι εποχές που έβγαζε βόλτα την κατσίκα του στη μικρή πλατεία 
ο Γεώργιος Ράλλης!
Οι μόνοι που τροφοδοτούν ακόμη με νότες δροσιάς το Κολωνάκι (εν είδει νοσοκομειακού ορού…) είναι οι Κύπριοι με τις Κυπρίες. 
Καταφθάνουν μαζικά τα weekends και φροντίζουν με τα ψώνια τους, την καλή τους διάθεση και την κελαηδιστή τους γλώσσα να χαρίζουν ανάσες στο γκρίζο τοπίο. 

Τα Σάββατα στο Κολωνάκι θα είχαν ψοφήσει μαζί με το κλίμα ευφορίας από τους Ολυμπιακούς Αγώνες αν δεν υπήρχαν τα αδέρφια μας και οι αδερφές μας από τη μαρτυρική Μεγαλόνησο να τα ζωντανεύουν. 
Και να προσφέρουν διασκεδαστικές στιγμές, 
όπως όταν ρωτάνε από πού θα πάνε για «του Γκούτσιν τις τσάντες»!
Κατά τα άλλα, νέκρα. Σκότος, μούχλα, μπίχλα που λέμε και στο χωριό μου. 
Ελάχιστες οι ακτίνες φωτός για την πάλαι ποτέ εκθαμβωτική συνοικία. 
Προσωπικά πάντως διατηρώ τις ελπίδες μου και θα συνεχίσω να τις διατηρώ, όσο θα περνάω έξω από το σπίτι ενός από τους δύο δισεκατομμυριούχους της περιοχής και θα βλέπω στον απέναντι τοίχο αυτοκόλλητο του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 
Πείτε μου τώρα εσείς, θα μπορούσε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο στο Κεφαλάρι ή στην Εκάλη;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου