Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Επιστολή στον Φώτη Κουβέλη

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΤΟΚΑ*

Αγαπητέ, παλιέ μου σύντροφε, Φώτη Κουβέλη,
Στα μέλη της ΔΗΜ.ΑΡ. ήθελα να γράψω, 
αλλά με παρακίνησε να σου γράψω προσωπικά 
ο τίτλος του ψηφοδελτίου «Δημοκρατική Αριστερά - πρόεδρος Φώτης Κουβέλης».


Αν και διαφωνώ, 
θέλω να σε διαβεβαιώσω 
ότι κατανόησα και υπερασπίστηκα ως θεμιτή την εμμονή του κόμματός σας 
να κατέβει αυτόνομα στην παρθενική εκλογική του αναμέτρηση. 

Και χάρηκα, στ' αλήθεια, για το εκλογικό αποτέλεσμα που κατακτήσατε. 
Το θεωρώ πολύτιμη παρακαταθήκη. 

Μόνο που τώρα, 
τώρα που κερδίσατε ένα αναπάντεχο ποσοστό πάνω από το 6%
 και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε δεύτερο κόμμα με ποσοστό πάνω απ' το 16%, 
δεν είμαστε πλέον εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε τον προεκλογικό αγώνα. 

Τώρα είναι τα δύσκολα που ανοίγουν το αύριο για την υπεράσπιση της κοινωνίας 
και για τη δύσκολη προοπτική του δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Άκουσα και διάβασα και ξαναδιάβασα, 
μήπως και κάτι παρεξήγησα στο πρώτο άκουσμα,
 τη δήλωσή σου για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ 
τη διερευνητική εντολή για τη συγκρότηση κυβέρνησης της Αριστεράς. 
Και θύμωσα, αγαπητέ μου Φώτη.

Ενοχλήθηκα, όχι με τη γνώμη που διατύπωσες, 
αλλά διότι δεν αξίζει ούτε στην ιστορία ούτε την πολιτεία σου 
τούτη η ευκολία της παραπομπής στο αυτονόητο 
που, ανεπιτυχώς για την ώρα, επιχειρεί να παραγάγει η εξουσία. 

Ξέρω και σου αναγνωρίζω τη μέριμνα να οροθετήσεις το νέο κόμμα της ΔΗΜ.ΑΡ. 
Μόνο που τούτος ο θεμιτός σκοπός 
δεν φτάνει για να υπερκεράσει 
την έγνοια για την υπόθεση της Αριστεράς στον τόπο μας και στην Ευρώπη.

Οι πρώτες ρωγμές στις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών και των τραπεζικών επιτελείων 
έδειξαν το εφικτό μιας ριζικής απαγκίστρωσης της Ελλάδας από το Μνημόνιο.

 Και η ορατή πιθανότητα 
για την επίτευξη κάποιας συντηρητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας
 ή για νέες εκλογές τροφοδότησε ξανά τους εκβιασμούς. 
Μπορούμε να βαθύνουμε αυτήν την τομή;

Κι εδώ, αγαπητέ, παλιέ μου σύντροφε, Φώτη Κουβέλη, 
θεώρησες ως αλήθεια τις δηλώσεις και τις παραδηλώσεις των εκβιαστών 
και λησμόνησες το μήνυμα της κάλπης.

Καταδίκασες, λοιπόν, ως εξτρεμιστική περίπου, την πολιτική του παλιού σου κόμματος, 
επειδή, κατά τη γνώμη σου, υπονόμευσε την προοπτική
 «συγκρότησης κυβέρνησης που θα έχει ευρεία λαϊκή και κοινοβουλευτική νομιμοποίηση 
και θα ενσωματώνει το σαφές μήνυμα των εκλογών
 ότι η κοινωνία και η χώρα
 δεν μπορούν να πορευτούν με την πολιτική που καταδικάστηκε από τους πολίτες».

Γνωρίζεις καλύτερα από μένα ότι η σημερινή Βουλή των τριακοσίων
 αποτελείται από 279 βουλευτές και 21 νεοναζί. 

Η συγκρότηση, λοιπόν,
 μιας «κυβέρνησης ευρείας λαϊκής και κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης» 
απαιτεί, πέρα από τη δεδηλωμένη,
 και ένα σώμα βουλευτών που θα στηρίξει το νομοθετικό και το κυβερνητικό έργο. 
Τουλάχιστον 151 βουλευτές στους 279. 
Αλλιώς, θα πρόκειται για μια κυβέρνηση που δεν θα μπορεί να κυβερνήσει.

Πέρα, λοιπόν, από τ' ανέξοδα λόγια, ας δούμε τους αριθμούς. 
Από τη μια, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα του Μνημονίου, διαθέτουν, με το καλπονοθευτικό μπόνους των 50 εδρών, 149 βουλευτές στη νέα Βουλή. 

Από τη άλλη, οι δυνάμεις που, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, 
έχουν εκφραστεί κατά του Μνημονίου διαθέτουν 130 βουλευτές, 
αν θεωρήσουμε ότι σ' ένα τέτοιο μπλοκ μπορούν να αθροιστούν αυτονοήτως 
οι 26 του ΚΚΕ και οι 33 των Ανεξάρτητων Ελλήνων. 
Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, δηλαδή. 

Με άλλα λόγια, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ 
ελέγχουν απολύτως, με την αρνητική τους ψήφο, τις αποφάσεις του κοινοβουλίου. 
Δεν είναι ασήμαντη λεπτομέρεια 
ότι τα δύο αυτά κόμματα έχουν δεσμευθεί, με τις υπογραφές των αρχηγών τους, 
να τηρήσουν απαρέγκλιτα τους όρους του Μνημονίου 
σε όποια θέση κι αν βρεθούν μετά τις εκλογές. 
Κι ότι, ως σήμερα, αρνούνται πεισματικά να αναιρέσουν τούτη τη δέσμευση.

Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, 
λοιδόρησαν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση περιορισμένης διάρκειας 
με αποκλειστικό σκοπό την αναίρεση των νομοθετημένων μέτρων που αφορούν στα εργασιακά δικαιώματα, στη διόγκωση της φτώχειας, της ανεργίας και της ύφεσης. 

Λοιδόρησαν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και την υιοθέτηση της απλής αναλογικής. 

Κι επέλεξαν να θέσουν, ως προεκλογικό δίλημμα, το σενάριο ψήφου ανοχής ή και εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς που, εκ των πραγμάτων, 
δεν θα είναι παρά μαριονέτα στα χέρια των δύο μνημονιακών πρώην κομμάτων εξουσίας. 

Δεν μου ακούγεται ούτε ηθική, αλλά ούτε λογική μια τέτοια προοπτική. 
Δυστυχώς, αγαπητέ μου σύντροφε, την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να μην αποδεχτεί μια κυβερνητική λύση δίχως ετούτα τα στοιχειώδη 
την όρισες ως
 «διατύπωση μαξιμαλιστικών θέσεων που ακυρώνουν οποιαδήποτε λύση».

Ακυρώνουν, όντως, οποιαδήποτε μνημονιακή λύση. 

Διότι αυτό είναι η εντολή των εκλογέων της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. 

Να ακυρωθεί το Μνημόνιο που, με κάθε βεβαιότητα, 
καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων, 
διαλύει τη δημοκρατία, 
τρέφει την ξενοφοβία 
και οδηγεί με ακρίβεια εκτός Ευρώπης και Ευρωζώνης.

Χρόνια πριν, τον καιρό του Μάαστριχτ, στην περίφημη αυλή του Πολίτη στην οδό Κέκρωπος, 
ο Φίλιππος Ηλιού είχε πει στην παρέα 
πως αυτή η Ευρώπη που φτιάχνεται δεν έχει μέλλον. 

Θα διαλυθεί καταστρέφοντας όχι μόνο τα ευρωπαϊκά οράματα της δικής μας Αριστεράς 
αλλά και τις κοινωνίες και τις οικονομίες και τους πολιτισμούς της Ευρώπης.

Από τη σκοπιά της Αριστεράς, λοιπόν, από τη σκοπιά του σοσιαλισμού,
 η ευρωπαϊκή προοπτική απαιτεί τη ρήξη για την αλλαγή πορείας. 

Και το αποτέλεσμα των προχθεσινών εκλογών στην Ελλάδα, 
έβαλε το λιθαράκι του σ' αυτή την κατεύθυνση. 
Κι εσύ, κάτω από την πίεση της ρητορικής της εξουσίας, 
τούτο το λιθαράκι ετοιμάζεσαι να το ρίξεις στο νερό.

Υπάρχει μια χιώτικη παροιμία που ομιλεί περί αυτού. 
«Ο Μησέν Τζανής τσ' ο Μησέν Μπουρλής ημαλώσασιν [μαλώσανε]. Τσ' εκάμασιν τα καρλουπάκιάν των [τους σκούφους] φυτίλια-φυτίλια [κλωστές-κλωστές]. Τσ' ερρίξασιν στ' έναν πετραδάϊν[πετραδάκι] εις την θάλασσαν τσ' ήκαμένεν μπλουμ».

Δικαιούσαι να το ρίξεις το λιθαράκι στο νερό. 
Και η ΔΗΜ.ΑΡ. να επιμείνει
 στην «προσπάθεια συγκρότησης κυβέρνησης 
ευρείας λαϊκής και κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης». 

Μιας κυβέρνησης που, αντικειμενικά, για να πει «καλημέρα», 
θα χρειάζεται την έγκριση των κομμάτων του Μνημονίου. 

Μόνο που, παλιέ μου σύντροφε, 
σε τούτο το σενάριο οι 52 βουλευτικές έδρες του ΣΥΡΙΖΑ περισσεύουν. 

Η «ευρεία κοινοβουλευτική νομιμοποίηση» των 168 βουλευτών φτάνει και περισσεύει.
Μένει το ποιος θα κάνει τη μαριονέτα σε τούτο το σενάριο. 
Εύλογο το ερώτημα. 
Αλλά σ' αυτό, δυστυχώς, δεν μπορώ να σε βοηθήσω με ιδέες και προτάσεις.

Εμμένω στην ιδέα πως, με τις διαφορές μας, 
θα ξαναβρεθούμε στον αγώνα τον καλό.
 Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα.

* Ο Ν. Θεοτοκάς είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου