Τα δάκρυα είναι όπως πάντα εκ των υστέρων, άρα κροκοδείλια.
Η Τζόρτζια Μελόνι θα είναι η νέα πρωθυπουργός της Ιταλίας, ηγέτιδα ενός αποκρουστικού συνδυασμού που περιλαμβάνει το κόμμα της «Αδέλφια της Ιταλίας», τη «Λίγκα του Βορρά» του επίσης σκληρού ακροδεξιού Ματέο Σαλβίνι, καθώς και το (κατ’ ευφημισμόν κεντροδεξιό) Forza Italia του 86χρονου, μεγιστάνα και πρώην πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η Μελόνι έχει παρελθόν σε φασιστικές νεολαίες, πορεύεται με διαφορετικές εκδοχές του Μουσολινικού «θεός, πατρίδα, οικογένεια», αισθάνεται πιο άνετα από τον καθένα όταν φωτογραφίζεται δίπλα στον αυταρχικό ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν και, φυσικά, απόλαυσε το βράδυ της Κυριακής των εκλογών να τρολάρει τους αντιπάλους της ποστάροντας την viral φωτογραφία με τα δύο πεπόνια (“meloni”) στα στήθια της παίζοντας με τη σημασία του επιθέτου της και τα σεξιστικά στερεότυπα. Είναι εναντίον των αμβλώσεων, της ευθανασίας, του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και φυσικά έχει πολλάκις κατηγορηθεί για ομοφοβία, ξενοφοβία και ισλαμοφοβία.
Και φυσικά είναι γυναίκα. Θα γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην ιταλική ιστορία, συμβολισμός που σαφώς θολώνει τα νερά.
Αλλά, ας μην ψάξουμε σύννεφο για να πέσουμε, γενικά αλλά και ειδικά. Γενικά, γιατί ο καλπασμός της ακροδεξιάς συνεχίζεται (δυο εβδομάδες πριν την Ιταλία, στην προοδευτική Σουηδία με το ισχυρό κοινωνικό συμβόλαιο οι ακροδεξιοί πήραν 20%) και ειδικά γιατί στην Ιταλία δε συνιστά έκπληξη το αποτέλεσμα.
Οι Ιταλοί, ταλαιπωρημένοι από τα σκάνδαλα των 80s, υπέκυψαν στον απολιτίκ Μπερλουσκονισμό ήδη από τα μέσα των 90s. Η Μελόνι δεν είναι η πρώτη ακροδεξιά που κανονικοποιείται μέσω της μαζικής ψήφου, είχαν προηγηθεί ο σύμμαχος της Σαλβίνι, αλλά και ο Τζιανφράνκο Φίνι.
Οι Ιταλοί, παρά το μεγάλο αριστερό κινηματικό παρελθόν, εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα έχουν αποφασίσει ότι δεν τους νοιάζει να κυβερνάνε πολιτικοί με φασιστικές ιδέες, διασυνδέσεις ή καταγωγή.
Η Ακροδεξιά καλπάζει σε ένα καθεστώς διαδοχικών κρίσεων τον 21ο αιώνα γιατί έχει απλό μήνυμα που απευθύνεται στον κατώτερο κοινό παρονομαστή: στο μίσος. Δείχνει φταίχτες.
Είναι «οι ξένοι που μας παίρνουν τις δουλειές», είναι οι ΛΟΑΤΚΙ και όσοι ζητάνε περισσότερα δικαιώματα για να «αλλάξουν την κοινωνία έτσι όπως την ξέρουμε», είναι τα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων που «κάνουν τη ζωή μας χειρότερη». Το έργο είναι απλό, κι έχει επαναληφθεί πολλές για να μην είμαστε πια υποψιασμένοι.
Το σύστημα, δηλαδή τα κόμματα εξουσίας (κυρίως η παραδοσιακή δεξιά) με την ανοχή των ελίτ δεν φτιάχνουν τον υγειονομικό χώρο προστασίας της δημοκρατίας. Τα ακροδεξιά μορφώματα δουλεύουν πυρετωδώς «από τα κάτω», γιγαντώνονται, γίνονται σοβαροί παίκτες του παιχνιδιού.
Την ύστατη στιγμή, λοιπόν, έρχονται τα κόμματα που με τις πολιτικές τους ενίσχυσαν την ακροδεξιά και λένε «εντάξει ό,τι έγινε, έγινε, περασμένα ξεχασμένα, αλλά τώρα ψηφίστε μας μην τυχόν και βγει το τέρας» βλέπε Μακρόν-Λεπέν.
Μόνο που καμιά φορά το ατύχημα γίνεται και το τέρας, βλέπε Ιταλία.
Η απλά, η «εξευγενισμένη» ακροδεξιά γίνεται στιβαρό δεκανίκι, βλέπε τη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία κι έχει δει την τελευταία δεκαετία: το ΛΑΟΣ να στηρίζει την κυβέρνηση Παπαδήμου, το σενάριο της «σοβαρής Χρυσής Αυγής» να διακόπτεται από την τραγική δολοφονία Φύσσα, τον Αντώνη Σαμαρά να κυβερνά με πούρο ακροδεξιό λόγο, τον Αλέξη Τσίπρα να καμαρώνει για τον έντιμο εταίρο Πάνο Καμμένο, τη ΝΔ να δίνει νευραλγικά υπουργεία σε Άδωνι, Βορίδη, Πλεύρη, τον Κυριάκο Βελόπουλο να είναι έτοιμος για το δικό του κοντινό.
Φυσικά, οι ακροδεξιοί όταν μετακινούνται από τη λάσπη προς το κέντρο της σκηνής, το κάνουν με κωλοτούμπες. Γίνονται «μετριοπαθείς», «συνταγματικοί», ζητάνε συγγνώμη π.χ. για τα αντισημιτικά σχόλια του παρελθόντος, μεμιάς δηλώνουν πίστη και υποταγή στην Ευρώπη. Κι εκείνη απλά θέλει να κάνει τη δουλειά της.
Ο Ντράγκι εγγυήθηκε, διαβάσαμε μέσα στην εβδομάδα, για τη Μελόνι ζητώντας πίστη στο ΝΑΤΟ, υποστήριξη στην Ουκρανία, δημοσιονομική πειθαρχία. Δεν έχει καμία σημασία αν η Μελόνι πριν λίγο καιρό έγραφε στο βιβλιο της Είμαι η Τζόρτζια ότι ο ρώσος ηγέτης «υπερασπίζεται την ευρωπαϊκές αξίες και την χριστιανική ταυτότητα».
Όσο, με νύχια και δόντια, διατηρείται το υπάρχουν σύστημα, έστω και σε μια ολοφάνερη συνθήκη μεταπολιτικής, τα ήξεις αφίξεις δεν ενοχλούν κανέναν.
Πώς γυρίζει όλο αυτό; Μα, η Αριστερά θα πει κάποιος, «αντίπαλο δέος» και τα ρέστα.
Μόνο που η σύγχρονη Αριστερά, εγκλωβισμένη σε γλώσσα του παρελθόντος («έχει χάσει το χιούμορ της», μας έλεγε την περασμένη εβδομάδα ο Ρομέν Γαβράς), με τα ΜΜΕ σχεδόν παντού πραγματικούς αντιπάλους της, κατακερματισμένη σε αποσπαματικές διεκδικήσεις όπως π.χ. οι πολιτικές ταυτότητας αδυνατεί να μιλήσει «αριστερά». Να πει το δικό της απλοϊκό «φταίνε οι πλούσιοι».
Όχι για να χτυπήσει την «υγιή επιχειρηματικότητα των εντρεπρενέρ και των σταρτ απ» αλλά για να καταδείξει τις οικονομικές ανισότητες που το σύστημα αναπαράγει και οι διαδοχικές κρίσεις ενισχύουν.
Κάθε φορά που κάποιος μιλάει με στοιχειώδη κοινή λογική π.χ. ο Μπέρνι Σάντερς και οι progressives του αμερικανικού δημοκρατικού κόμματος για τη φορολόγηση του (υπερ)πλούτου, ξεκινά η χορωδία που τον αποκαλεί “επικίνδυνο ριζοσπάστη” (ακόμα, αν όχι κυρίως, μέσα στο ίδιο του το κόμμα που ούτε τις αμβλώσεις δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί). Κάθε φορά που η Αριστερά προσπαθεί να ψελλίσει κάτι διαφορετικό σκοντάφτει στον τοίχο της «κυβερνησιμότητας», της «μετριοπάθειας».
Κι έτσι η Αριστερά, και γενικότερα ο προοδευτικός χώρος, δεν επιβάλλει ατζέντα.
Αλλά την ακολουθεί.
Σαν να λέμε το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου