Κάποτε στη δεκαετία του 1990, ένα παιδάκι, μπροστά στην τηλεόραση που έπαιζε τραγούδια του Νταλάρα, με ρώτησε «Γιατί η τηλεόραση παίζει όλο κομμουνιστικά τραγούδια;».
Και στην απορία «τι εννοεί κομμουνιστικά», μου απάντησε «δηλαδή παλιά».
Απάντηση καταλυτική, και δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς ούτε σημειολογία ούτε ψυχολογία, για να καταλάβει τι είναι εκείνο που ταξινομείται αισθητικά, πολιτικά και νοοτροπιακά ως το «παλιό».
Το «παλιό», ως πλήρης αισθητική απαξίωση και συναισθηματική απώθηση.
Η ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών ανάμεσα στα κόμματα έχει συντελεστεί καιρό.
Πριν συμβεί στην κάλπη, έχει συντελεστεί στο συναίσθημα.
Στο πώς φαντασιώνουμε τη ζωή μας και το μέλλον μας.
Δεν έχει να κάνει με επιχειρήματα, ούτε λογική ανάλυση.
Οι λέξεις, όπως και οι εικόνες, δρουν επιτελεστικά.
Οπως τα λόγια στα ξόρκια ή στα νανουρίσματα.
Το «καινούργιο» η Ν.Δ. το ’βαψε στα χρώματά της.
Η αλλαγή συναισθημάτων και αξιών δεν αφορά μόνο εκλογές.
Πραγματοποιήθηκε επί παντός του επιστητού με διαύλους, αντιλήψεις και εικόνες χωρίς εμφανή σχέση με την πολιτική, αλλά που διαμορφώνουν το φαντασιακό μέσα στο οποίο αναπνέει.
Με τα ΜΜΕ που έχουν περιέλθει στα χέρια τριών-τεσσάρων ολιγαρχών και μιας αδίστακτης μιντιακής νομενκλατούρας.
Με διανοούμενους που επέστρεψαν στο αμνιακό υγρό της κοινωνικής τους μήτρας.
Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν μετατρέψει τους χρήστες σε αναμεταδότες του μηνύματος.
Οπως στη Μεταπολίτευση, οι πολιτικές αλλαγές εμπεδώθηκαν μέσα από νοοτροπιακές και πολιτισμικές αλλαγές στην κουλτούρα και στις νέες μορφές κοινωνικότητας, όπου το συλλογικό και το κοινωνικό υπερίσχυαν του ατομικού, έτσι και τώρα, οι φτερούγες πάνω στις οποίες ταξιδεύει η Ν.Δ., είναι η φαντασίωση του «φιλελεύθερου ατόμου», των νέων οριζόντων εκείνου που προσδοκά ότι «αξίζει καλύτερα», ακόμη κι αν βρίσκεται στις επισφαλέστερες συνθήκες εργασίας.
Είναι οι φαντασιώσεις των γονέων για την «αριστεία» που θα ανοίξει μαγικά τις πόρτες επιτυχίας για τα παιδιά τους, είναι η φαντασίωση του ιδιωτικού σε σχέση με το Δημόσιο,
του ατομικού σε σχέση με το συλλογικό,
του φιλελεύθερου σε σχέση με το δημοκρατικό.
Πολιτιστικά ιδρύματα με τεράστια αποθέματα δύναμης αλλά και η παλιά ελληνική αστική ελίτ έριξαν το βάρος τους εκεί.
Σε μια εποχή που έπαψαν να λειτουργούν τα ασανσέρ της κοινωνικής ανόδου που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία, η ιδέα τους έγινε δημοφιλέστερη όσο ποτέ άλλοτε.
«Επιχειρηματικότητα», «επενδύσεις», λέξεις μαγικές, κι ας μην αναγνωρίζεις ότι μπορεί να συμβαίνουν δίπλα σου.
Μια διπλή πραγματικότητα.
Πήγαινε να μιλήσεις επομένως για «κοινωνική μεροληψία» και άλλα κινέζικα ιδεογράμματα, σε μια κοινωνία που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της ακριβώς με τον πιο μεροληπτικό τρόπο, αλλά εντούτοις ορκίζεται στον ατομικό ανταγωνισμό, στους αδέκαστους κανόνες, στις προδιαγραφές, και τη διαφάνεια.
Πήγαινε να τους πεις ότι η δημοκρατία συνδέεται με την έννοια του δημόσιου χώρου, των βασικών κοινών αγαθών, ότι η δημόσια εκπαίδευση είναι η ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας.
Δοκίμασε να θέσεις στην επιλογή των συνομιλητών σου την έννοια «αλληλεγγύη» έναντι της «ανταγωνιστικότητας» ή «αριστείας».
Τι νομίζεις θα προκρίνουν;
Δοκίμασε να τους πεις για τα μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα που βλάπτουν το περιβάλλον, ότι το νερό είναι πολυτιμότερο από το καταπράσινο γκαζόν τους.
Πάνω σε αυτές τις ιδεολογικές μετατοπίσεις βασίζονται οι πολιτικές μετατοπίσεις.
Κι αυτές δεν ανήκουν μόνο στα μεσοστρώματα, αλλά και στα λαϊκά που εντυπωσιάζονται από την αισθητική του ζεύγους Πατούλη και το ψηφίζουν, από αυτούς που δεν κάθονται στο παγκάκι της γειτονιάς τους λόγω των μεταναστών, από εκείνους που λένε «Μας φορολογείτε για να δώσετε επιδόματα στους τεμπέληδες».
Και βέβαια αυτός ο μελλοντικός απαστράπτων κόσμος δεν είναι καθόλου καινούργιος.
Είναι οι φαντασιώσεις της χρυσής δεκαπενταετίας πριν από την κρίση.
Της αισθητικής «Κλικ», των πρωινάδικων, των λάιφσταϊλ, της απενοχοποίησης του ευδαιμονισμού, της εποχής του πυρετού του Χρηματιστηρίου, ενώ η παραγωγική οικονομία κατέρρεε, του εκσυγχρονισμού που περιορίστηκε στα χρηματοοικονομικά και στις τράπεζες, αλλά αδιαφορούσε για τις καταχρήσεις δημόσιου πλούτου τώρα υπόδικων στελεχών του.
Κάτι παραπάνω από παλινόρθωση.
Η Τρόικα δεν ήθελε μόνο να διορθώσει τα δημοσιοοικονομικά, αλλά να «αναμορφώσει» την ελληνική κοινωνία.
Ηρθε για να επιβάλει στην Ελλάδα μια νεοφιλελεύθερη ουτοπία που δεν μπορούσε πλήρως να εφαρμόσει στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες όπου οι θεσμοί του κοινωνικού κράτους ακόμη αντέχουν. Το μέλλον της Ελλάδας που ονειρεύονται είναι το μέλλον της Ανατολικής Ευρώπης που την ισοπέδωσαν κοινωνικά και πολιτικά.
Οι ιδέες τους για τα κοινωνικά δικαιώματα –δώστε bonus αν έχετε κέρδη– για την κοινωνική ασφάλιση όπου τα αποθεματικά θα τα διαχειρίζονται ασφαλιστικές εταιρείες, για την εκποίηση της υγείας, και τη διάλυση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης θα συμπληρώσει το έργο που δεν πρόλαβε η Τρόικα:
κοινωνία επιτήρησης και φιλανθρωπίας.
Και η Αριστερά;
Οφείλει να ζητήσει συγγνώμη γιατί διανοήθηκε να υπάρξει.
Ολη αυτή η συζήτηση περί συγγνώμης σήμερα οδηγεί στην απαξίωση,
αύριο στην ποινικοποίηση.
Αν δεν τους σταματήσουμε τώρα.
*Ο Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου