Μετά τις Πρέσπες, η συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση ήταν ακόμα μία καθαρή αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο γραμμές: αυτή που αντιλαμβάνεται ως πρόοδο τον δημοκρατικό θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας και την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων και αυτή που προκύπτει ως συνισταμένη των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων θέσεων με τις ισχυρότερες συντηρητικές ιδεοληψίες.
Ας ξεκινήσουμε από τις δεύτερες. Τι είπε για τη συνταγματική αναθεώρηση η Νέα Δημοκρατία; Ότι δεν χρειάζεται να κατοχυρωθεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους (διότι ο θρησκευόμενος κόσμος μας ψηφίζει...). Ότι είναι απαράδεκτη η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, τα δημοψηφίσματα και η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα (γιατί το εκλογικό σώμα επέδειξε αδιανόητη ανεξαρτησία το 2015...).
Ότι η συνταγματική κατοχύρωση βασικών κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων -δηλαδή η στήριξη των αδύναμων του παιχνιδιού- είναι “συριζοποίηση” του συντάγματος και λαϊκισμός. Και ότι, αντιθέτως, τα βασικά άρθρα που πρέπει να αναθεωρηθούν είναι αυτό που προστατεύει τα δάση και αυτό που εμποδίζει τους αετονύχηδες των ΙΕΚ να μετατρέψουν σε εμπόριο πτυχίων τη δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Απέναντι σε αυτή τη λογική, το πλαίσιο αναθεωρητικών προτάσεων της Αριστεράς κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολλών. Αν τα δικαιώματα αυτά ήταν κατοχυρωμένα όταν η χώρα έμπαινε στα Μνημόνια, ίσως να υπήρχαν όρια σε μια πολιτική που, σήμερα, οι ίδιοι που μας την επέβαλαν ομολογούν ότι ήταν λανθασμένη και εγκληματική. Αλλά, κυρίως, η κατοχύρωσή τους είναι παρακαταθήκη για το μέλλον. Γιατί κανένα μέλλον δεν θα υπάρξει αν τα δικαιώματα, τα κοινωνικά αγαθά και η λαϊκή κυριαρχία παραδοθούν στις διαθέσεις του κέρδους.
Δύο αντιλήψεις, δύο δρόμοι.
Η κοινωνία θα επιλέξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου