Η ταινία γυρίστηκε το 1964 από τον Άδωνι Κύρου, αποτελεί ένα χαμένο διαμάντι της ελληνικής φιλμογραφίας. Η ιστορία που στηρίζεται η ταινία είναι το μπλόκο της Κοκκινιάς, ένα από τα γεγονότα που συνέβησαν στο τέλος της ναζιστικής κατοχής, όταν τον Αύγουστο (όπως το γεγονός της ταινίας) και το Σεπτέμβρη του 1944, οι αρχές
κατοχής κάνανε τις τελευταίες προσπάθειες να ελέγξουν τις γειτονιές της Αθήνας και αυτές αντισταθήκανε με ότι διαθέτανε.
Περισσότερα...
και...
Κοντά στις 2:30 το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής σφαγής που θα ακολουθήσει όταν ανέβει ο ήλιος ψηλά.
Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές που περικλείουν την Κοκκινιά, από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί και Ρέντη μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά,
ο κλοιός σφίγγει.
Μαζί με τους Ναζί κατακτητές καταφθάνει στην προσφυγούπολη του Πειραιά,
τη «Μικρή Μόσχα», όπως είχαν βαπτίσει την Κοκκινιά,
και το μηχανοκίνητο τμήμα του δοσίλογου Ν. Μπουραντά.
Περί τους 3.000 βαριά οπλισμένους με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα, Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες κυκλώνουν την πόλη που εκείνη την ώρα κοιμάται.
Επικεφαλής της κτηνωδίας που θα εξελιχθεί σε λίγες ώρες, ο συνταγματάρχης Πλυντζανόπουλος, ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρος και ο διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς.
Μετά τις 6:00 π.μ. ακούγονται τα «χωνιά» στους δρόμους της Κοκκινιάς.
Όχι τα χωνιά της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ που καλούσαν κάθε τόσο τον Κοκκινιώτικο λαό σε αντίσταση και του έδιναν κουράγιο, μα τα χωνιά των ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας.
Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης
για έλεγχο ταυτοτήτων.
Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».
Πανικός σε κάθε σπίτι και σε κάθε δρόμο της πόλης.
Μερικοί κρύβονται όπως-όπως σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια, όπου βρουν.
Με υποκόπανους γκρεμίζονται οι πόρτες των φτωχών παραγκόσπιτων και με βρισιές και κλωτσιές σέρνονται κυριολεκτικά προς τον τόπο του Μαρτυρίου,
εκατοντάδες συμπολίτες μας αγωνιστές.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή
και εκτελέστηκαν επί τόπου στα σπίτια τους.
Οι γυναίκες με τα παιδιά κλαίνε και οδύρονται
ακολουθώντας με αγωνία τους δικούς τους ανθρώπους.
Οι Γερμανοί αρχίζουν να καίνε τα σπίτια.
Οι ταγματασφαλίτες μπαίνουν στα σπίτια και αρπάζουν ότι βρουν, καταστρέφουν, καίνε,
βρίζουν και χτυπούν τα γυναικόπαιδα.
Η μικρή αντίσταση που πρόλαβαν να δεχτούν από ομάδες ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα.
Οι πρώτοι νεκροί πέφτουν σε διάφορους δρόμους.
Γύρω στις 8.00 π.μ. η πλατεία της Οσίας Ξένης, αλλά και οι γύρω δρόμοι,
έχουν γεμίσει από κόσμο.
Περίπου 25.000 άτομα.
Χωρίζονται κατά ομάδες σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους για να μπορούν οι δήμιοι και να υποδεικνύουν όποιον θέλουν.
Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι.
Η ζέστη είναι αφόρητη και αρκετοί είναι αυτοί που λιποθυμούν
και ζητούν εναγωνίως λίγες σταγόνες νερό.
Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους προσφέροντάς τους από τις πήλινες στάμνες λίγο νερό, κακοποιούνται μπροστά σε όλους.
Ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά, τα παλικάρια γονατισμένα με τα πρόσωπά τους γυρισμένα προς τη Μάντρα περιμένουν με αγωνία.
Οι γερμανοτσολιάδες πιάνουν δουλειά.
Ο συνταγματάρχης των ταγματασφαλιτών Ι.Πλυντζανόπουλος,
που φοράει κάσκα και κρατά μαστίγιο, δίνει το γενικό πρόσταγμα.
Ο ταγματάρχης Γ.Σγούρος με το γιο του «μπέμπη» (Θεόδωρο Σγούρο) που είναι ντυμένος τσολιάς και οπλισμένος με αραβίδα, παίρνουν θέσεις.
Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι Κοκκινιώτες που φορούν μαύρες κουκούλες και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους.
Ο ρόλος τους είναι συγκεκριμένος, ως γνήσιοι προδότες υποδεικνύουν ποιους να εκτελέσουν.
Οι προδότες Κιρκόρ Μπαταβιάν, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Μπεμπέκογλου, Μεϊμάρης κ.α. αρχίζουν να υποδεικνύουν πατριώτες.
Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά
«τα σέβη μου λοχαγέ» και δίνει το σύνθημα.
Αφού με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα, τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει.
Η απάντηση του ΕΛΑΣίτη λοχαγού ήταν
«Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε.
Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν».
Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος.
Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ»!!!.
Ακολουθεί ο γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιανών του Κ.Κ.Ε., Παναγιώτης Ασμάνης που τον κομμάτιασαν στην κυριολεξία καθώς τον έσερναν για εκτέλεση.
Τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυντζανόπουλος.
Οι δοσίλογοι Βακαλόπουλος, Παρθενίου, Τσιμπιδάρος, Τσανακαλιώτης, Τηλέμαχος, Μόρφης (της Ειδικής Ασφάλειας), Μητρόπουλος, Γκίνος μαζί με το λοχαγό Παπαγεωργίου και τον διερμηνέα Ανθόπουλο συνεχίζουν με το δάχτυλο τεντωμένο : «Εσύ εκεί, κι εσύ εμπρός σήκω. Εσύ ο κομμουνιστής».
Οι κουκουλοφόροι σαν τα φίδια σέρνονται μέσα στο πλήθος και διαλέγουν
..και ο δήμιος εκτελεί.
Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. Χαρακτηριστικό της ανδρείας, του υψηλού φρονήματος και του πατριωτισμού των εκτελεσθέντων είναι ότι λίγο πριν το θάνατο και με αντάλλαγμα την ίδια τους τη ζωή,
κανείς δεν πρόδωσε άλλο συναγωνιστή του.
Ενώ πολλοί ήταν αυτοί που πριν πέσουν νεκροί έδιναν θάρρος στους υπόλοιπους προτρέποντάς τους να αγωνιστούν ενάντια στο φασισμό.
Ο τόπος εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου , στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θειρών.
Η μάντρα του υφαντουργείου Παγιασλή γεμίζει με παλικάρια.
Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα πίνει συνέχεια ούζο και με το όπλο του συνεχώς εκτελεί. Πίνει , βρίζει, εκτελεί και συνεχώς αναφωνεί «άλλες κόμουνιστ καπούτ», («Όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν»).
Την ώρα των ομαδικών εκτελέσεων, μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τους την ηρωίδα και ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης σε σπίτια συναγωνιστών τους.
Ξαφνικά γερμανικά καμιόνια ζώνουν την περιοχή και αρχίζουν να καίνε τα σπίτια.
Από τα 90 σπίτια της περιοχής καίγονται τα 80.
Για το λόγο αυτό η συνοικία του 4ου Καραβά ονομάστηκε «Καμένα».
Γύρω στις 11:00 π.μ., οι Γερμανοί πληροφορούνται ότι στη Νεάπολη προδόθηκε (σύμφωνα με μαρτυρίες, από τον Τάσο Μπαλασάκη), το κρησφύγετο μιας ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στην οποία συμμετείχε η Διαμάντω Κουμπάκη.
Η χαρά των Γερμανών ήταν μεγάλη διότι κατάφεραν να την συλλάβουν.
Καθώς τη χτυπούσαν κατευθυνόμενοι προς τη Μάντρα, η Διαμάντω τους έβριζε και τους απαντούσε «σαν και εσάς προδότες εγώ έφαγα 65!».
Παρά το άγριο ξυλοδαρμό της με τους υποκόπανους των όπλων, φθάνοντας στη Μάντρα του μαρτυρίου και λίγο πριν την εκτελέσουν βρήκε το κουράγιο να φωνάξει «Μια ζωή τη χρωστάμε, ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν».
Παρόμοια κατάληξη θα έχει και μια άλλη ηρωίδα, η Αθηνά Μαύρου. Καθώς την έσερναν βίαια στην Οσία Ξένη, για να μαρτυρήσει όσους γνώριζε, φώναξε:
«αδέλφια το κεφάλι ψηλά, δε γνωρίζω κανέναν και ας με φάει το βόλι του Γερμανού».
Την ώρα που η Διαμάντω Κουμπάκη και η Αθηνά Μαύρου έπεφταν στα χέρια των Γερμανών για να βρουν τραγικό θάνατο, στην ίδια περιοχή μια ομάδα ΕΛΑΣιτών, με επικεφαλής το Θεόδωρο Μακρή συνεχίζει να δίνει γενναία μάχη.
Κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν από το γερμανικό κλοιό.
Νεκροί πέφτουν ο Θεόδωρος Μακρής και ο Ιταλός Αντιφασίστας που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ Νίνο ή Πέτρος.
Στην πλατεία Οσίας Ξένης συνεχίζεται η τραγωδία.
Εκατοντάδες γυναίκες προσπαθούν να ανακουφίσουν τον πόνο των αγωνιστών και με στάμνες κουβαλούν λίγο νερό και λίγο ψωμί.
Οι δήμιοι σπάνε τις στάμνες, κλωτσάνε τις γυναίκες και βρίζουν..
Τα παιδιά κλαίνε και σπαράζουν:
Η ζέστη, η δίψα, ο φόβος έχει σκεπάσει τα πρόσωπα και τις ψυχές όλων.
Οι Γερμανοί και οι «Έλληνες» συνεργάτες τους χαμογελούν σαρκαστικά. Η αγωνία της διαλογής συνεχίζεται, οι ριπές στη Μάντρα συνεχίζονται, το Μαρτύριο τελειωμό δεν έχει.
Τη στιγμή αυτή ξεχωρίζει ο ηρωισμός του αγωνιστή Κώστα Περιβόλα ο οποίος, την ώρα που τον διαλέγουν για εκτέλεση, ορμά πάνω στον Ι.Πλυντζανόπουλο και τον πιάνει από το λαιμό, Ο δήμιος προλαβαίνει και τον εκτελεί επί τόπου.
Λίγο μετά το μεσημέρι σταματούν οι εκτελέσεις.
Έχουν προηγηθεί κι άλλες ομαδικές εκτελέσεις στα Καμένα, στη συμβολή των οδών Ακροπόλεως και Αρτέμιδος.
Εκεί εκτελούνται 46 πατριώτες οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην περιοχή με καμιόνια από την Οσία Ξένη.
Στο χώρο της Μάντρας η εικόνα είναι αποτρόπαια.
Σωρός τα πτώματα, τσουβαλιασμένα το ένα πάνω από το άλλο.
Το αίμα δύο πήχες έγλυφε το πάτωμα.
Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς.
Τα κτήνη ορμούν πάνω στα κουφάρια των ηρώων και αρχίζουν να τους παίρνουν ότι αντικείμενα αξίας είχαν πάνω τους.
Ρολόγια, δαχτυλίδια , βέρες κ.α.
Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το αποτρόπαιο ανοσιούργημά τους
και οι ίδιοι οι Γερμανοί εκτέλεσαν κάποιους από αυτούς επί τόπου.
Ανάμεσα σ΄ αυτούς ήταν και οι προδότες Μπατράνης και Μπεμπέκογλου.
Ο υπαστυνόμος Λευτέρης Παπανάγλου (*ήταν μέλος του ΕΑΜ) λαμβάνει εντολή από το Διοικητή του 5ου Αστυνομικού Τμήματος να επιβλέψει τη μεταφορά των εκτελεσμένων από το χώρο της Μάντρας στο Γ΄ Νεκροταφείο..
Κατόπιν διαταγής οι εργάτες του Δήμου θάβουν τους εκτελεσμένους της Μάντρας στο Γ΄ Νεκροταφείο και τους εκτελεσμένους των Καμένων στο Νεκροταφείο της Ανάληψης.
Η αυλαία αυτής της τραγωδίας έκλεισε γύρω στις 6:00 μ.μ. με ένα ξεδιάλεγμα περίπου 8.000 Κοκκινιωτών ομήρων.
Ένα τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι ξεκίνησε από την Κοκκινιά για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Οι όμηροι οδηγούνται, σε φάλαγγα ανά τέσσερις, και σ΄ αυτή την απόσταση, περίπου 7 χιλιομέτρων όσοι πέφτουν κάτω από την εξάντληση, τη δίψα ή τη ζέστη, βασανίζονται αμέσως. Σε όλους τους δρόμους της Κοκκινιάς ακούς μόνο κλάματα μανάδων, συζύγων και παιδιών, ενώ από παντού ρέει αίμα και η πόλη μυρίζει θάνατο.
Όπως αναφέρει ο μαχητής του ΕΛΑΣ Αγ. Σοφίας Πειραιά, Μιχάλης Γρηγοράκης, ο οποίος συμμετείχε σ΄ αυτήν την πορεία, ένας από τους ταγματασφαλίτες που τους συνόδευαν,
καθ΄ όλη τη διαδρομή φώναζε
«Η Κοκκινιά δεν είναι εδώ.
Η Γερμανία είναι εδώ.
Πάρτε το χαμπάρι και θα πεθάνετε όλοι σας».
Από το Χαϊδάρι γύρω στα 1.800 άτομα σέρνονται στα κολαστήρια της Γερμανίας. Κοκκινιώτες κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μανχάϊμ, Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, Μπίπλις, Άουσβιτς και αλλού.
Aπό το Χρονικό Μνήμης του Δήμου Νίκαιας "Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς"
ηταν χηρα εκεινη τη μερα εκρυψε τον ανηλικο μοναχογιο της σε ενα βοθρο για να γλυτωσει,μου το εκμυστηρευτηκε ο ιδιος,δεν ζει εδω κ πολλα χρονια,αργοτερα βρεθηκε στη Μακρονησο,παντα πιστευε στους ανθρωπους και τη ζωη.
ΑπάντησηΔιαγραφή